Ποιος θυμάται την επανάσταση;

image_pdfimage_print

50 χρόνια από το Μάη του ’68

Προλογικό σημείωμα: Αλέξης Λιοσάτος-Πάνος Κοσμάς

Ένας «μεγάλος» της μεταπολεμικής επαναστατικής αριστεράς στην Ευρώπη, ο Τόνι Κλιφ˙ ένα σημαντικό κείμενο˙ ένα σημαντικό «θέμα»: το τελευταίο επαναστατικό κύμα που συντάραξε τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο, τον «παγκόσμιο» Μάη του ’68. Επιλέξαμε να το μεταφράσουμε, μέσα από πληθώρα επίσης σημαντικών κειμένων που έχουν γραφτεί, για το στρατηγικό χαρακτήρα του. Παρότι γράφτηκε στη φωτιά των γεγονότων -λίγο μετά το γαλλικό Μάη, το καλοκαίρι του ’68-, θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: γιατί δεν νίκησε ο γαλλικός Μάης; Ποιες θα ήταν οι προϋποθέσεις για να νικήσει; Οι «ελλείψεις», πολλές – διαπιστώνονται και αναλύονται με λεπτομέρεια. Ποια όμως ήταν η θεμελιώδης;

Για να ξέρουμε για τι μιλάμε, πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τι θα ήταν νίκη. Οι συγγραφείς, ο Τόνι Κλιφ και ο σύντροφός του Ίαν Μπέρτσαλ, απαντούν από τη σκοπιά της επαναστατικής αριστεράς: νίκη θα ήταν η εργατική εξουσία! Επειδή όμως κανείς στην Ιστορία δεν έχει υπογράψει προκαταβολικά «συμβόλαιο» που να προεξοφλεί τη νίκη στη βάση μιας υποτιθέμενης αλάνθαστης «γραμμής», θα ήταν επίσης εξαιρετικά σημαντικό, για την ταξική πάλη στη Γαλλία αλλά και παγκόσμια, να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι τεράστιοι αγωνιστικοί πόροι της εξέγερσης ακόμη και αν αυτοί δεν οδηγούνταν στη νίκη. Η Ιστορία έχει να παρουσιάσει λίγα νικηφόρα επαναστατικά «υποδείγματα», έχει όμως να παρουσιάσει πολύ περισσότερα «υποδείγματα» αποφασιστικού αγώνα μέχρι το τέλος. Στην περίπτωση της Γαλλίας το ’68, η αγωνιστική έκρηξη έκαψε την πρόσοψη του καπιταλιστικού οικοδομήματος αλλά τεράστιοι αγωνιστικοί πόροι σπαταλήθηκαν και ακυρώθηκαν: οι εξεγερτικές δυνατότητες δεν αξιοποιήθηκαν, η μάχη δεν δόθηκε αποφασιστικά και μέχρι το τέλος.

Οι συγγραφείς περιγράφουν αναλυτικά ποιες ήταν οι δυνατότητες, τι θα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε. Υποδεικνύουν όμως και τον βασικό αίτιο: το σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που λειτούργησε συνειδητά και συστηματικά σαν κυματοθραύστης των εξεγερτικών διαθέσεων των εργατών και των φοιτητών, που αποδόμησε με συστηματική παρέμβαση και συχνά με κατασταλτική μανία το αγωνιστικό δίκτυο και τις εστίες της γενικής απεργίας και του εργατικού ελέγχου, που εν τέλει εγγυήθηκε την αστική νομιμότητα και «ρυμούλκησε» τις εξελίξεις ως την επιστροφή στην αστική «ομαλότητα». Αντί για επαναστατική ηγεσία, η εργατική τάξη και οι εξεγερμένοι φοιτητές βρήκαν στο πρόσωπο του ΚΚΓ ένα πυροσβεστικό και κατασταλτικό μηχανισμό, μια προδοτική ηγεσία.

Η θεωρητική δικαιολόγηση αυτής της στάσης; Το γνωστό άλλοθι και αφορισμός: δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση, άρα η εξέγερση ήταν ένας εκτός σχεδίου και εκτός ελέγχου τυχοδιωκτισμός – έλεγαν οι ηγέτες και θεωρητικοί του ΚΚΓ. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς ότι σχεδόν μισό αιώνα μετά, στις πολύ διαφορετικές συνθήκες της Ελλάδας των μνημονιακών χρόνων, το ελληνικό ΚΚ, βρήκε στην «έλλειψη επαναστατικής κατάστασης» το τέλειο άλλοθι για μια συντηρητική γραμμή ουσιαστικής αποχής από τα μεγάλα γεγονότα και τις διακυβεύσεις της ταξικής πάλης.

Δεν είναι φυσικά η μόνη αναλογία: Παρότι το κείμενο των Κλιφ-Μπέρτσαλ γράφτηκε αμέσως μετά το Μάη του 68, οι παρατηρήσεις για το ρόλο των εργατών και των φοιτητών στη μάχη ενάντια στους καπιταλιστές, το ρόλο των ρεφορμιστών και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, τη δυναμική και τα όρια του αυθόρμητου και της γενικής απεργίας, για το ρόλο και την αδυναμία της σταλινικής αριστεράς να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη, για τις επιτροπές δράσης και τα καθήκοντα των επαναστατών κ.ά., είναι και σήμερα επίκαιρες, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό χρήσιμες για τους σημερινούς αγωνιστές και αγωνίστριες που ονειρεύονται να αλλάξουν τον κόσμο.

50 χρόνια από τον Γαλλικό Μάη του ’68, που σηματοδότησε μια δεκαετία κλιμάκωσης της ταξικής πάλης διεθνώς και άνοιξε το δρόμο για την αναγέννηση της επαναστατικής Αριστεράς, ακριβώς 50 χρόνια από την μεγαλύτερη γενική απεργία στην Ευρώπη μέχρι σήμερα (13 Μαΐου 1968), το κείμενο προσφέρεται για ένα ταξίδι στο παρελθόν που συμβάλλει στον προβληματισμό για το τι έλειψε τότε για να νικήσει η εξέγερση. Προσφέρεται επίσης για να αναλογιστούμε -κάνοντας όλες τις αναγκαίες προσαρμογές και αναγωγές στην ιδιαίτερη ελληνική πραγματικότητα- τι έλειψε από τις δικές μας μάχες τα προηγούμενα χρόνια απέναντι στα μνημόνια και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις του ελληνικού κεφαλαίου στις εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις, τι τύπου Αριστερά χρειαζόμαστε σήμερα, ποια οργάνωση, ποια «όπλα» και ποιο όραμα χρειαζόμαστε για να νικήσουν οι μεγάλες μάχες της νεολαίας, των εργατών, των φτωχών στο μέλλον.

Ωστόσο, οι συγγραφείς δεν μένουν ούτε στην περιγραφή των δυνατοτήτων ούτε στις ελλείψεις, αλλά οδηγούν τον προβληματισμό ως το θεμελιώδες ερώτημα: ποια ήταν η βασική «έλλειψη»; Και απαντούν το ίδιο απερίφραστα: η έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας, η έλλειψη μαζικού επαναστατικού κόμματος. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις υπήρχαν, το ίδιο και οι επαναστατικοί πόροι. Όμως, στη θέση της επαναστατικής ηγεσίας, στη θέση του μαζικού επαναστατικού κόμματος, υπήρχε το μαζικό σταλινικό ΚΚΓ, το κόμμα της καταστολής και της προδοσίας. Οι μικρές ομάδες της επαναστατικής αριστεράς δεν είχαν ούτε την πείρα ούτε το «ειδικό βάρος» για να καλύψουν το κενό. Οι συγγραφείς κάνουν λάθος εκτιμήσεις για την πορεία των γεγονότων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πρόβλεψη πως η Βρετανία βαδίζει αναπόφευκτα για τη δική της επαναστατική κρίση. Είναι όμως ένα λάθος εκτίμησης κατανοητό και συγχωρητέο – έγραφαν ελάχιστους μήνες μετά το επαναστατικό ξέσπασμα και στον τρομερό του απόηχο. Στο κάτω-κάτω, μπορεί η Βρετανία να μην έζησε το δικό της Μάη, υπήρξε όμως μια δεκαετία σημαντικών εργατικών και κοινωνικών αγώνων. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες εκτιμήσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία για το κείμενο. Στο πρωτεύον, οι συγγραφείς όχι μόνο δεν λαθεύουν αλλά είναι απολύτως εύστοχοι: αν η μεγάλη έλλειψη ήταν η επαναστατική ηγεσία, το μαζικό επαναστατικό κόμμα, τότε πρέπει όλες οι δυνάμεις, όλη η ενέργεια των επαναστατών να αφιερωθούν στο στόχο της οικοδόμησής του. Όχι έξω από την κίνηση της τάξης, όχι έξω από τους αγώνες, αλλά μέσα απ’ αυτούς. Μέσα από σκληρή και συστηματική εκπαίδευση στη γλώσσα των αναγκών τους, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμώνται στο όνομα των «υψηλών» επαναστατικών στόχων. Μακριά όμως από τη ρεφορμιστική λογική να σπαταλάμε τους αγωνιστικούς πόρους στη διαρκή διαπραγμάτευση της τιμής της εργατικής δύναμης χωρίς να χτίζουμε μια επαναστατική προοπτική, χωρίς να δείχνουμε πίσω από τις άθλιες συνθήκες εργασίας, την ανεργία, το χαμηλό μισθό και την πετσοκομμένη σύνταξη τον υπεύθυνο: τους καπιταλιστές και το σύστημά τους.

Η τάξη, ο εργατικός έλεγχος, οι κοινωνικές συμμαχίες (στην περίπτωση του Μάη, μεταξύ εργατών – φοιτητών), τι σημαίνει κατάσταση επαναστατική και προεπαναστατική, ο ρεφορμισμός, το κόμμα, η επανάσταση: το κείμενο μας θυμίζει μια στρατηγική συζήτηση της οποία τα ίχνη έχουν θαφτεί κάτω από διαδοχικές στρώσεις απογοητεύσεων, εκφυλισμού και αποϊδεολογικοποίησης. Το πρόσφατο κύμα κινηματικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης ύστερα από το Σιάτλ, οδηγήθηκε σε κακό τέλος με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το Podemos στην Ισπανία και τις «ροζ» κυβερνήσεις στη Λ. Αμερική – ξανά από ένα συνδυασμό ρεφορμιστικής ηγεσίας και χρεοκοπίας και μιας επαναστατικής αριστεράς όχι μόνο χωρίς πείρα και «ειδικό βάρος» αλλά και με σκουριασμένα τα αδύναμα «όπλα» της εξαιτίας μακροχρόνιας αχρησίας.

Τα 50 χρόνια από το τελευταίο επαναστατικό ξέσπασμα στην Ευρώπη είναι πολλά: Η πιο μακροχρόνια περίοδος χωρίς επαναστατικά γεγονότα από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1848! Ή, αν προσμετρήσουμε την πορτογαλική «επανάσταση των γαριφάλων» το 1975, η δεύτερη πιο μακροχρόνια μετά την περίοδο 1871 – 1917! Είναι λοιπόν αναμενόμενο πολλά να έχουν ξεχαστεί, πολλά «όπλα» να έχουν περιπέσει σε αχρησία, από πολλές γενιές να έχει λείψει το άμεσο βίωμα της εξέγερσης ενάντια στο σύστημα. Θα ήταν όμως αφύσικο για την επαναστατική αριστερά που θέλει να θυμάται και να τιμά την ιστορία και το ιστορικό της στοίχημα να μην προσπαθεί, συστηματικά και συνειδητά, να θυμίζει, να ακονίζει τη μνήμη και τα θεωρητικά «όπλα», να αφιερώνει τις δυνάμεις της στην οικοδόμηση μαζικών επαναστατικών οργανώσεων, στην προοπτική της οικοδόμησης μαζικού επαναστατικού κόμματος.

50 χρόνια μετά το Μάη, αυτό σημαίνει ότι «θυμόμαστε την επανάσταση»! Το σημαντικό αυτό κείμενο των Κλιφ – Μπέρτσαλ προσφέρει καλές υπηρεσίες σ’ αυτό το σκοπό.

Υ.Γ: Σχεδόν όλες οι παρατηρήσεις μέσα σε παρένθεση, η αρίθμηση, οι εμφάσεις είναι του μεταφραστή για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Υπάρχουν ίσως λίγα λάθη προφοράς γαλλικών ονομάτων.

13 Μαΐου 2018: 50 χρόνια από τη μεγαλύτερη

απεργία στην Ευρωπαϊκή Ιστορία

Γαλλία 1968: ο αγώνας συνεχίζεται

Των Τόνι Κλιφ – Ίαν Μπέρτσαλ* – Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος

«Όταν ταξιδεύει κάποιος Γάλλος στο εξωτερικό, νιώθει να του συμπεριφέρονται σαν να μόλις αναρρώσει από θανατηφόρα ασθένεια: Και πώς ξέσπασε η επιδημία των οδοφραγμάτων; Και τι πυρετό έδειχνε ο υδράργυρος στις 5 μ.μ. στις 29 Μάη; Χτύπησε τη ρίζα της ασθένειας το φάρμακο «Ντε Γκωλ»; Υπάρχουν κίνδυνοι υποτροπής; Ακόμα κι αν αυτές οι ερωτήσεις δεν τίθενται ευθέως, εύκολα μπορεί κάποιος να τις διακρίνει στους τίτλους των εφημερίδων στα περίπτερα και στα πρακτορεία. Υπάρχει όμως και μια ερώτηση που ποτέ δεν τίθεται, ίσως γιατί φοβούνται να ακούσουν την απάντηση. Αλλά από μέσα τους όλοι θα ήθελαν να ξέρουν, είτε με ελπίδα είτε με φόβο: είναι η ασθένεια μεταδοτική;»

[Ρομπέρ Εσκαρπίρ, «Λε Μοντ», 23 Ιουλίου 1968]

 

Εισαγωγή

Ξαφνικά κι απροσδόκητα, σαν κομήτης, η εξέγερση της γαλλικής εργατικής τάξης χίμηξε πάνω στο σαστισμένο καπιταλισμό. Κι άλλαξε το πολιτικό και το κοινωνικό κλίμα. Όπως δήλωσε προφητικά κι ο πρωθυπουργός Πομπιντού στην Εθνοσυνέλευση στις 22 Μάη, «τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο (…)»

Με σπίθα τη μαχητική δράση των επαναστατών φοιτητών (τροτσκιστών, μαοϊκών, αναρχικών) κι αναζωπυρούμενες από την αστυνομική βαρβαρότητα, οι φλόγες της επανάστασης εξαπλώθηκαν στην εργατική τάξη. Οι συσσωρευμένες απογοητεύσεις των θυμάτων της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης εξερράγησαν. Η γιγάντια γαλλική εργατική τάξη ακινητοποίησε τη χώρα. Άρπαξε όλη τη βιομηχανία από τα χέρια της ανήμπορης αστικής τάξης. Παντού υψωνόταν το κόκκινο λάβαρο του σοσιαλισμού. Το κράτος απλά παρακολουθούσε, παράλυτο και αδύναμο. Οι χορεύτριες κι οι ταξιτζήδες, οι ποδοσφαιριστές κι οι τραπεζικοί υπάλληλοι συμμετείχαν στη γενική απεργία και στις καταλήψεις των χώρων δουλειάς τους. Οι δημοσιογράφοι κι οι άνθρωποι της τηλεόρασης αρνήθηκαν να

υπακούν σε διαταγές και οι συντάκτες λογοκρίνανε τις εφημερίδες των εργοδοτών τους. Οι μαθητές μαζί με τους καθηγητές τους κατέλαβαν τα σχολεία τους.

Η γενική απεργία εμπεριείχε και μια «πολιτιστική επανάσταση». Αυτή ξεκίνησε με κέντρο τους φοιτητές της Σορβόννης αλλά εξαπλώθηκε παντού. Οι τεράστιες δημιουργικές δυνατότητες των ανθρώπων φάνηκαν μια φορά ακόμη, όπως είχε γίνει και σε άλλες επαναστατικές στιγμές της ιστορίας.

Δυστυχώς η εργατική τάξη δεν κατάφερε μονομιάς να αποτινάξει τα βάρη του παρελθόντος, τα δεσμά των παραδοσιακών ρεφορμιστικών οργανώσεων και πάνω από όλα του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΓ). Γι’ αυτήν την αποτυχία η εργατική τάξη έπρεπε να πληρώσει ακριβά.

Η κοινωνική κρίση που αγκάλιασε τη Γαλλία δείχνει γλαφυρά πως καμιά από τις καπιταλιστικές δυνάμεις στην εποχή μας δεν είναι αρκετά σταθερή για να αντέξει στην εργατική επανάσταση. Το γεγονός ότι η κοινωνική ισορροπία μπήκε σε κίνδυνο από τις συγκρούσεις μεταξύ των Αρχών και των φοιτητών δείχνει πόσο επισφαλής είναι η σταθερότητα του καπιταλιστικού κόσμου στην «ευημερούσα» εποχή μας.

Μπήκε σε σημαντική δοκιμασία η θεωρία που διαδόθηκε από πολλούς διανοητές, μεταξύ των οποίων οι αξιόλογοι C. Wright Mills και Herbert Marcuse, ότι η εργατική τάξη έχει χάσει την επαναστατική δυναμική της, ότι έχει εξαγοραστεί με την τηλεόραση και το αυτοκίνητο κι έχει ενσωματωθεί πλήρως στον καπιταλισμό. Και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ζωντανή και ολοκληρωτική η διάψευση του Marcuse που δήλωνε ότι «στις προχωρημένες βιομηχανικές χώρες, όπου υποτίθεται θα γινόταν η μετάβαση στο σοσιαλισμό, ακριβώς σε αυτές τις χώρες, οι εργαζόμενες τάξεις δεν είναι πλέον από καμιά άποψη επαναστατική δύναμη».

Η Γαλλία έδειξε, πιο καθαρά ακόμα κι από τη γενική απεργία στην Ουγγαρία (1956) ή στο Βέλγιο (1960-61), ότι η εργατική τάξη στις προχωρημένες χώρες δεν έχει εξαγοραστεί ή ενσωματωθεί στο σύστημα, αλλά παραμένει μια τεράστια επαναστατική δύναμη – παρόλο που η Γαλλία έχει την πιο περίτεχνη μορφή σχεδιασμένου δυτικού καπιταλισμού. Η απίστευτη μαχητικότητα των εργατών στους πιο σύγχρονους τομείς της βιομηχανίας, όπως ο μηχανικός κι ο ηλεκτρονικός τομέας, έδειξε ότι μια τέτοια μαχητικότητα δεν είναι απομεινάρι από το παρελθόν αλλά εικόνα από το μέλλον.

Η κοινωνική κρίση έδειξε καθαρά το ρόλο κοινωνικών ομάδων όπως οι φοιτητές. Οι Γάλλοι φοιτητές έπαιξαν κεντρικό ρόλο δρώντας σαν πυροδότης για την κοινωνική έκρηξη. Δεν ήταν από μόνοι τους ικανοί να δράσουν σαν φορείς της κοινωνικής αλλαγής, αλλά άνοιξαν το πεδίο δράσης στην εργατική τάξη. Ούτε και μπορούσαν να αντέξουν μόνοι τους όταν οι εργάτες επέστρεψαν στη δουλειά.

Στα 10 δύσκολα χρόνια υπό το ζυγό του Γκωλικού καθεστώτος, οι εργάτες βίωσαν την ανικανότητα των παραδοσιακών ρεφορμιστικών μορφών «αγώνα»: κοινοβουλευτικές αψιμαχίες, απεργίες «διαμαρτυρίας», υποτονικές πορείες κ.λπ. Η κοινωνική κρίση υπέβαλε όλες αυτές τις μεθόδους και θεωρίες σε ανηλεή εξονυχιστική εξέταση. Όσο σύντομες και «περαστικές» κι αν είναι οι επαναστατικές κρίσεις, εντούτοις ρίχνουν άπλετο φως στις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες.

Όλες οι ιδέες που κουβαλάγανε μαζί τους οι φοιτητές κι οι εργάτες στον αγώνα, που μέχρι τότε γίνονταν αντικείμενο θεωρητικής συζήτησης μόνο μεταξύ ενός μικρού αριθμού πολιτικοποιημένων στοιχείων, οι δυνατότητες και οι περιορισμοί της επαναστατικής κατάστασης, ο ρόλος των επαναστατικών οργανώσεων (συμπεριλαμβανομένου και του επαναστατικού κόμματος), ο ρόλος των εργατικών συμβουλίων και των συνδικάτων κ.λπ., υποβλήθηκαν στη δοκιμασία του ίδιου του αγώνα.

Ο γαλλικός επαναστατικός αγώνας του Μάη – Ιούνη 1968 ήταν τμήμα του διεθνούς αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο στην Αλγερία κι αργότερα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ήταν τα βασικά εργαλεία που σφυρηλάτησαν το ριζοσπαστικό κίνημα των φοιτητών. Η δράση του φοιτητικού κινήματος στην Ιαπωνία (Ζενγκακούρεν) και στη Γερμανία (SDS) έπαιξε το ρόλο του. Η συσσώρευση των στεναχωριών και των απογοητεύσεων της γαλλικής εργατικής τάξης ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης ταξικής πόλωσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό, φιλτραρισμένης μέσα από το πρίσμα του αυταρχικού καθεστώτος Ντε Γκωλ. Ο γαλλικός επαναστατικός αγώνας είναι διεθνιστικός πάνω από όλα γιατί η νίκη των Γάλλων εργατών δεν μπορεί παρά να μεταμορφώσει ολόκληρη την παγκόσμια σκηνή, υψώνοντας σε ύψη χωρίς προηγούμενο την αυτοπεποίθηση και τη μαχητικότητα των εργατών παντού, και προκαλώντας φόβο κι απόγνωση στο στρατόπεδο των εκμεταλλευτών. Παρίσι και Βερολίνο, Πράγα και Μόσχα, Τόκυο και Λονδίνο είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Άρα επιβάλλεται για τους σοσιαλιστές όλου του κόσμου να μελετήσουν τις μέρες του Μάη και του Ιούνη.

Η φοιτητική εξέγερση: η καταιγίδα ξεσπάει

Στις 20 Νοέμβρη 1967 το πανεπιστήμιο της Ναντέρ έζησε την πιο μαζική φοιτητική αποχή στη Γαλλία μέχρι τότε. Δέκα χιλιάδες φοιτητές πήραν μέρος. Στις 13 Δεκέμβρη φοιτητές σε όλη τη Γαλλία κήρυξαν αποχή μιας μέρας, και συμμετείχαν και 6 λύκεια. Στις 21 Φλεβάρη 1968 πραγματοποιήθηκε μια μαζική διαδήλωση φοιτητών και μαθητών στο Παρίσι. Μια από τις δράσεις της ήταν να μετονομάσει τη φοιτητική συνοικία «Καρτιέ Λατέν» σε «Συνοικία των ηρώων του Βιετνάμ». Στις 22 Μαρτίου έγινε μια μαζική διαδήλωση στη Ναντέρ σαν διαμαρτυρία ενάντια στη σύλληψη ενός αριθμού αγωνιστών στην προηγούμενη διαδήλωση. Τότε σχηματίστηκε το κίνημα της 22ας Μάρτη. Οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο.

Στις 29 Μάρτη οι φοιτητές της Ναντέρ αποφάσισαν να οργανώσουν μια πολιτική συζήτηση στο πανεπιστήμιο. Ο πρύτανης έκλεισε το πανεπιστήμιο για 2 μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ μελών του κινήματος της 22ας Μάρτη και των φασιστών της ομάδας Occident (=Δύση).

Οι μέρες 2-3 Μάη είχαν οριστεί σαν μέρες διαδηλώσεων ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Στις 2 Μάη ο πρύτανης ξαναέκλεισε το πανεπιστήμιο. Πειθαρχικές διώξεις ξεκίνησαν ενάντια στον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ κι 6 ακόμη μέλη του κινήματος της 22ης Μάρτη. Στις 3 Μάη μια συνέλευση 500 φοιτητών κατέλαβε τα πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αρκετές επαναστατικές οργανώσεις συμμετείχαν: JCR, FER, το κίνημα της 22ης Μάρτη κι άλλες. Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Ρος κάλεσε την αστυνομία στις 4 μ.μ. Η Σορβόννη δέχτηκε εισβολή από τους μπάτσους κι όλοι οι φοιτητές συνελήφθησαν. Αμέσως μετά ξεκίνησαν αυθόρμητες διαδηλώσεις στο Καρτιέ Λατέν και συγκρούονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις μέχρι τις 11 μ.μ. Η Σορβόννη έκλεισε από την αστυνομία και απαγορεύτηκε η είσοδος σε οποιονδήποτε. Αμέσως μετά κηρύχθηκε «γενική φοιτητική απεργία» ενάντια στις συλλήψεις και την παρουσία της Αστυνομίας στη Σορβόννη.

Στις 6 Μάη οι φοιτητές στο Παρίσι οργάνωσαν μια ακόμα πιο μαζική διαδήλωση. Στις 7 Μάη μια άλλη διαδήλωση ξεκίνησε από την πλατεία Ντενφέρ-Ροσερό. Τα συνδικάτα αρνήθηκαν να συμμετέχουν. Όταν ξεκίνησε στις 6:30 μ.μ. υπήρχαν αρκετές χιλιάδες στους δρόμους. Καθώς δεν είχαν ορίσει συγκεκριμένο προορισμό, έκαναν ένα είδος «μεγάλης πορείας» στο Παρίσι. Οι άνθρωποι που άκουσαν ραδιόφωνο όταν γύρισαν από τη δουλειά, έμαθαν που βρίσκεται η διαδήλωση και πολλοί ενώθηκαν με αυτήν ως το βράδυ. Τελικά 50.000 είχαν συγκεντρωθεί στα Ηλύσια Πεδία με κόκκινες σημαίες, τραγουδώντας τη «Διεθνή».

Στις 8 Μάη 20.000 πήραν μέρος σε μια ειρηνική πορεία γύρω από το Καρτιέ Λατέν. Στις 9 Μάη, διαφωνώντας με τη βεβαιότητα του υπουργού Παιδείας Περεφίτ ότι η Σορβόννη θα άνοιγε, την κράτησαν κλειστή. Ένας αριθμός αυθόρμητων συγκεντρώσεων κατέληξε στο Καρτιέ Λατέν.

Στις 10 Μάη περισσότεροι από 50.000 φοιτητές και μαθητές μαζί με νέους εργάτες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ντενφέρ-Ροσερό. Η διαδήλωση προσπάθησε να διασχίσει τη λεωφόρο Σεν-Μισέλ, όπου τη σταμάτησε ογκώδης αστυνομική δύναμη. Επιτόπου στήθηκαν 60 οδοφράγματα. Η μάχη των οδοφραγμάτων ξεκίνησε στις 2:17 τη νύχτα και κράτησε μέχρι τις 7 το πρωί. Ο τοπικός πληθυσμός συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των φοιτητών και των νέων εργατών στα οδοφράγματα. Τους έδωσαν πορτοκάλια, γλυκά κι άλλα τρόφιμα, περιποιήθηκαν τις πληγές τους και τους μάζεψαν στα σπίτια τους, όπου τους έδωσαν ό,τι φάρμακα μπορούσαν. Πετούσαν νερό στο πεζοδρόμιο, όπως τους ζητούσαν οι διαδηλωτές για να μειωθεί η δραστικότητα των δακρυγόνων.

Στις 11 Μάη συναντήθηκαν εκπρόσωποι της UNEF (Εθνική Ένωση Φοιτητών Γαλλίας), της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) και της CGFT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας) κι αποφάσισαν να κηρύξουν τη Δευτέρα στις 13 Μάη γενική απεργία και διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα προς τους φοιτητές.

Στις 13 Μάη 10 εκατομμύρια εργάτες απέργησαν κι όλη η χώρα ακινητοποιήθηκε. 1 εκατομμύριο κατέβηκε στις διαδηλώσεις, κυρίως εργάτες, αλλά και δεκάδες χιλιάδες φοιτητές. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι φοιτητές ανακατέλαβαν τη Σορβόννη.

Στις 13 Μάη το κέντρο βάρους στον αγώνα μετατοπίστηκε από τους φοιτητές στους εργάτες.

 

Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος

Γαλλίας (Κ.Κ.Γ.) αυτές τις κρίσιμες μέρες

Στις 3 Μάη ο Ζορζ Μαρσέ (σ.σ. γενικός γραμματέας του ΚΚ) έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα του ΚΚΓ «LHumanite» (=η ανθρωπότητα) με τίτλο «Ξεσκεπάστε τους ψευτοεπαναστάτες»!:

«Οι δραστηριότητες του κινήματος της 22ας Μάρτη στη Ναντέρ πάνε κόντρα στα συμφέροντα της μεγάλης μειοψηφίας των φοιτητών και μπορούν μόνο σε προβοκάτσιες των φασιστών να οδηγήσουν (…) (Αυτά τα γκρουπούσκουλα) προσπαθούν επίσης να δώσουν μαθήματα στην εργατική τάξη. Όλο και πιο συχνά τους βρίσκει κανείς σε εισόδους εργοστασίων και σε περιοχές όπου κατοικούν μετανάστες να μοιράζουν προκηρύξεις κι άλλο προπαγανδιστικό υλικό (…)

Παρά τις διαφορές τους αυτά τα γκρουπούσκουλα (μερικές εκατοντάδες φοιτητές) ενώθηκαν σε αυτό που αποκαλείται ‘‘κίνημα της 22ας Μάρτη στη Ναντέρ’’ με αρχηγό τους το Γερμανό αναρχικό Κον Μπεντίτ (…) Αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες πρέπει άμεσα να ξεσκεπαστούν, γιατί αντικειμενικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα της γκωλικής κυβέρνησης και των μεγάλων καπιταλιστικών μονοπωλίων (…)

Οι απόψεις κι η δράση αυτών των ‘‘επαναστατών’’ είναι για γέλια (…) γενικά πρόκειται για παιδιά μεγαλοαστών, που περιφρονούν τους φοιτητές εργατικών οικογενειών, που σύντομα θα εγκαταλείψουν την ‘‘επαναστατική φλόγα’’ τους για να τρέξουν να διευθύνουν την επιχείρηση του μπαμπά και να εκμεταλλευτούν τους εργάτες σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του καπιταλισμού».

Η κατάληψη της Ναντέρ δεν κρίθηκε άξια σχολιασμού από το ΚΚΓ.

Η «LHumanite» της 3ης Μάη περιόρισε τις αναφορές της σε αυτά τα γεγονότα σε τρεις στήλες στο κάτω μέρος της 6ης σελίδας, παραθέτοντας μακροσκελή αποσπάσματα από ένα άρθρο του πρύτανη Γκραπέν, συνοδευόμενα από τα ακόλουθα σχόλια:

«Έτσι οι δραστηριότητες αυτών των ψευτοεπαναστατικών ομάδων -που εμείς ασταμάτητα καταδικάζουμε- έχουν οδηγήσει σε ένα μέσο (σ.μ. την κατάληψη) το οποίο λίγο πριν την εξεταστική βλάπτει σοβαρά το μεγάλο όγκο των φοιτητών. Η μεγάλη πλειονότητα των φοιτητών στη Ναντέρ θέλει να δουλεύει στις καλύτερες συνθήκες. Και λίγες βδομάδες πριν τις εξετάσεις, τα συμφέροντά τους δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτά των ταραξιών. Το απέδειξαν χθες, όταν μια ομάδα 100 ‘‘αριστεριστών’’ τρύπωσε σε μια αίθουσα διαλέξεων, προσπαθώντας ξανά να διαλύσει το μάθημα για το οποίο περίμεναν 450 άλλοι φοιτητές».

Η «LHumanite» στις 4 Μάη συνέχισε να ακολουθεί την πολιτική της, της απομόνωσης των «γκρουπούσκουλων», απευθυνόμενη στην ιδιοτέλεια και στο ατομικό συμφέρον των φοιτητών που περίμεναν τις εξετάσεις (αυτά, μία μέρα μετά την κατάληψη της Σορβόννης!):

«3 βδομάδες πριν τις εξετάσεις χιλιάδες φοιτητές παρεμποδίζονται από τη φυσιολογική προετοιμασία τους (για τις εξετάσεις), κάτι που για τους φτωχότερους σημαίνει και το τέλος των σπουδών τους. Οι Αρχές που έχουν ήδη δημόσια διακηρυγμένο στόχο να θέσουν περιορισμούς στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, έχουν κάθε λόγο να χαίρονται από αυτήν την κατάσταση».

Δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος ήταν υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή. Μετά την εισβολή των μπάτσων στη Σορβόννη στις 5 Μάη, όπου είχε κληθεί μια ειρηνική συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στο κλείσιμο του Πανεπιστημίου της Ναντέρ, και την έγκληση 7 εκπροσώπων των φοιτητών (συμπεριλαμβανομένου του Κον Μπεντίτ) να εμφανιστούν μπροστά σε μια πανεπιστημιακή πειθαρχική επιτροπή, η Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών (σ.μ. ελεγχόμενη από το ΚΚΓ) έβγαλε μια ανακοίνωση που έλεγε: «Οι αριστεριστές ηγέτες εκμεταλλεύονται την κυβερνητική αδιαφορία και παίζουν με τη δυσφορία των φοιτητών, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου και να μην αφήσουν τους φοιτητές να διαβάσουν και να περάσουν τις εξετάσεις τους. Έτσι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες αντικειμενικά λειτουργούν σαν σύμμαχοι του Γκωλικού καθεστώτος και των πολιτικών του οι οποίες πλήττουν την πλειοψηφία των φοιτητών, ειδικά εκείνων με την πιο ταπεινή καταγωγή.»

Η κυριακάτικη «LHumanite» στις 5 Μάη παρουσίασε αναλυτικά την επερώτηση που απεύθυνε ο Λουί Μπεγιό, κομμουνιστής βουλευτής από το Παρίσι, στον υπουργό Παιδείας Περεφίτ. Το «θράσος» του δείχνει το κατά πόσο οι κομμουνιστές ηγέτες (δεν) είχαν καταλάβει τι διακυβεύεται στη μάχη. Ρώτησε τον υπουργό τι μέτρα σκόπευε να πάρει για: 1) να βοηθήσει τους φοιτητές να μελετήσουν φυσιολογικά και να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις τους σε κατάλληλες συνθήκες, 2) να δώσει πειστικές απαντήσεις στα δίκαια αιτήματα των φοιτητών (στέγαση, σίτιση, υποτροφίες), 3) να θέσει σε εφαρμογή ένα έκτακτο σχέδιο για ανέγερση πανεπιστημιακών κτηρίων και τεχνολογικών σχολών στην περιοχή του Παρισιού.

Κανένα από τα μέτρα που πρότεινε ο Μπεγιό δεν τράβηξε την προσοχή των φοιτητών τις επόμενες μέρες. Όχι ότι ήταν αντίθετοι στα μέτρα, αλλά δεν αγωνίζονταν για να «μπαλώσουν» το υπάρχον σύστημα: ήθελαν να καταστρέψουν το παλιό σύστημα και να δημιουργήσουν ένα νέο.

Στις 8 Μάη, μετά τα πρώτα σημάδια εξέγερσης, η «LHumanite» επιτέλους συνήλθε κι ανακοίνωσε «η κυβέρνηση φέρει την ευθύνη».

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΑΛΛΑΖΕΙ

Για πάνω από έναν αιώνα η φοιτητική κοινότητα θεωρούταν κομμάτι της αστικής κοινωνίας. Οι φοιτητές ήταν οι πιο θερμοί υποστηρικτές των μεσοαστικών αξιών. Κατά την άνοδο της αστικής τάξης , όταν ηγούνταν οι δημοκρατικές δυνάμεις, ήταν οι φοιτητές που ανέμιζαν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό τα λάβαρα της ελευθερίας και της προόδου, όπως συνέβη στη Βιέννη το 1848. Ωστόσο όταν η αστική τάξη έστρεψε τα όπλα της ενάντια στην επανάσταση, όπως στο Παρίσι τον Ιούνη του ίδιου χρόνου, οι φοιτητές ήταν στην ίδια μεριά του οδοφράγματος με τους αστούς, αντιμετωπίζοντας τους εργάτες στην απέναντι πλευρά. Με την ωρίμανση της αστικής τάξης, οι φοιτητές έγιναν κι εκείνοι συντηρητικοί κι αντιδραστικοί. Στη Βρετανία ο ρόλος των φοιτητών ήταν -πρακτικά σε απόλυτο βαθμό- απεργοσπαστικός. Ήταν φυσικό εκείνη την εποχή για τους μαρξιστές να θεωρούν τη φοιτητική κοινότητα συλλογικά εχθρική προς το σοσιαλισμό, αν και μεμονωμένα άτομα μπορούσαν να κερδηθούν στο σοσιαλιστικό κίνημα. Να παραθέσουμε μια χαρακτηριστική δήλωση του Τρότσκι το 1910:

«Δεν είναι μόνο οι διανοούμενοι της Ευρώπης, αλλά και τα παιδιά τους επίσης, οι φοιτητές ,που δε δείχνουν καμία έλξη προς το σοσιαλισμό (…) Η όξυνση του αγώνα μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου εμποδίζει τη διανόηση να περάσει με το μέρος της εργασίας. Οι γέφυρες μεταξύ των τάξεων καταρρέουν και για να αλλάξεις στρατόπεδο πρέπει να πηδήξεις πάνω από μια άβυσσο που βαθαίνει κάθε μέρα που περνάει (…) Αυτό τελικά σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολο να κερδίσεις τη διανόηση σήμερα από ότι χθες, κι ότι θα είναι πιο δύσκολο να την κερδίσεις στο μέλλον από ότι σήμερα (…)»

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας περίπου η φοιτητική σκηνή έχει ριζικά αλλάξει, από τους Ζενγκακούρεν στην Ιαπωνία –που τον Ιούνη του 1960 ηγήθηκαν σε μαζικές διαδηλώσεις με εκατομμύρια κόσμου , πετυχαίνοντας την ανατροπή της κυβέρνησης του Kishi κι εμποδίζοντας τον Αϊζενχάουερ (σ.μ. πρόεδρο των ΗΠΑ) να επισκεφτεί τη χώρα-, τους φοιτητές στο Μπέρμινχαμ, την Αλαμπάμα, το Μπέρκλεϊ, την Καλιφόρνια, την Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (London School of Economics), τους SDS στη Γερμανία (…) ως τη Σορβόννη και τη Ναντέρ!

Γιατί;

1) Κατ’ αρχάς έχει γίνει μια έκρηξη στον αριθμό όσων φοιτούν στα πανεπιστήμια. Μόλις πριν τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (β’ ΠΠ) το ποσοστό των φοιτητών (σε αυτούς που βρίσκονταν σε ηλικία σπουδών) σε πανεπιστήμια ή άλλη ανώτερη σχολή ήταν 2,7%, σήμερα είναι πάνω από 11%. Όμοια και στην Ευρώπη ο αριθμός φοιτητών ανά 1000 κατοίκους ανέβηκε από 2 το 1950 σε 6 το 1965, τριπλασιαζόμενο σε 15 μόνο χρόνια. Υπάρχουν πλέον 6 εκατομμύρια φοιτητές σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, 3 εκατομμύρια στη Δυτική Ευρώπη, 1,5 εκατομμύριο στη Ρωσία και πάνω από 1 εκ. στην Ιαπωνία. Σαν αποτέλεσμα των αλλαγών στον καπιταλισμό και στην απασχόληση των διανοούμενων, η πλειοψηφία των φοιτητών δεν εκπαιδεύονται πλέον σαν μελλοντικά μέλη της άρχουσας τάξης, ούτε καν σαν πράκτορες των αφεντικών τους με εποπτικές αρμοδιότητες, αλλά σαν «χαρτογιακάδες» υπάλληλοι του κράτους και της βιομηχανίας, κι έτσι προορίζονται να γίνουν αναπόσπαστο τμήμα της εργατικής τάξης.

2) Ένα βασικό χαρακτηριστικό της «3ης βιομηχανικής επανάστασης» είναι η συγχώνευση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, του διανοητικού και του παραγωγικού έργου: το στοιχείο της διανόησης γίνεται ζωτικό στην ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Αλλά αυτή η παραγωγική δύναμη της διανόησης μπαίνει σε ευθεία σύγκρουση με τον σύμφυτο παραλογισμό του καπιταλισμού. Η σύγκρουση εκφράζεται στην πανεπιστημιακή ζωή σαν αντίθεση μεταξύ, από τη μια της απαίτησης για εντατικοποίηση της εκπαίδευσης που υπαγορεύουν οι άμεσες ανάγκες της βιομηχανίας, κι από την άλλη της ανάγκης για περιορισμένο βαθμό πνευματικής ελευθερίας. Το πρόβλημα της αντίθεσης ανατίθεται στους κοινωνιολόγους που πρέπει να «λύσουν» τα κοινωνικά προβλήματα του καπιταλισμού-σύμφωνα με τη θεωρία της άρχουσας τάξης- και ταυτόχρονα πρέπει να κατανοήσουν, τουλάχιστον σ’ έναν βαθμό, τι γεννά την εξέγερση ενάντια στον καπιταλισμό.

Η κεντρική αντίθεση του καπιταλισμού είναι αυτή μεταξύ της παραγωγής αξιών χρήσης (κατά τον Μαρξ) και της παραγωγής ανταλλακτικής αξίας. Οι αξίες χρήσης είναι φυσικές. Η (ανταλλακτική) αξία υπάρχει συγκεκριμένα στην καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα. Στο πανεπιστήμιο, αυτό αντανακλάται σαν αντίθεση μεταξύ, από τη μια πλευρά των ιδανικών της απεριόριστης πνευματικής ανάπτυξης, απαλλαγμένης από κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς περιορισμούς, κι από την άλλη σφιχτών πνευματικών χαλιναριών που τίθενται από τον καπιταλισμό. Η απελευθερωτική γοητεία της εκπαίδευσης συγκρούεται με το κοινωνικό της περιεχόμενο.

Επειδή οι φοιτητές, ή ακόμη περισσότερο οι απόφοιτοι, γίνονται όλο και πιο σημαντικοί στην ανάπτυξη και την ευημερία σε όλες τις προχωρημένες βιομηχανικές χώρες, γίνεται όλο και σημαντικότερο για αυτές τις χώρες να διασφαλίζουν ότι οι φοιτητές κι οι απόφοιτοι-ειδικοί εκπληρώνουν το ρόλο που τους ανατίθεται. Κι αυτό σημαίνει ότι η όποια προσπάθεια από τη μεριά των φοιτητών να βάλουν μπροστά δικές τους ανάγκες κι απαιτήσεις, εφόσον συγκρούονται με τις ανάγκες του καπιταλισμού, αναπόφευκτα θα συναντήσει αντίσταση από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Με τον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό και το στένεμα των περιθωρίων για κέρδη από τη μια πλευρά, και την ανάγκη να δημιουργούνται περισσότεροι απόφοιτοι από την άλλη, η πίεση είναι σκληρή για να περικοπούν οι δαπάνες ανά φοιτητή, που συνεπάγεται αποδοτικότερη οργάνωση των μαθημάτων, πιο αυταρχική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος κι αυξανόμενη εχθρικότητα προς την ικανοποίηση των φοιτητικών αιτημάτων.

3) Ένας άλλος λόγος που μπορεί να ανακινήσει τη φοιτητική εξέγερση είναι το αίσθημα της ανασφάλειας των φοιτητών για το μέλλον που τους επιφυλάσσεται στην προσωπική τους ζωή μετά την αποφοίτηση. Ο φοιτητής μιας προηγούμενης γενιάς ήξερε εκ των προτέρων την (κοινωνική) θέση που θα έπαιρνε – στα υψηλά κλιμάκια της κοινωνίας. Ο σημερινός φοιτητής όχι. Στο πανεπιστήμιο δεν έχει βρει το είδος της μόρφωσης που έψαχνε, κι όταν αποφοιτεί του είναι όλο και πιο δύσκολο να βρει τη δουλειά που περίμενε. Το αίσθημα της αστάθειας και της αβεβαιότητας δημιουργούν ανησυχία που εύκολα συνδυάζεται με άλλους παράγοντες για να δημιουργήσει μια επαναστατική έκρηξη.

4) Άλλο σημαντικό στοιχείο που ενθαρρύνει τη φοιτητική εξέγερση είναι ότι οι φοιτητές όλο και πιο πολύ συγκεντρώνονται στις ίδιες περιοχές. Αυτό ίσχυε συγκεκριμένα στη Ναντέρ, όπου 12.000 φοιτητές ήταν συγκεντρωμένοι στα ίδια κτήρια, πολλοί από τους οποίους ζούσαν στην πανεπιστημιούπολη όλο το χρόνο.

5) Το κύριο αντικείμενο στο οποίο εκπαιδεύεται ο φοιτητής – δηλαδή η ικανότητα θεωρητικοποίησης και γενίκευσης– διευκολύνει τη σύνθεση των διαφορετικών στοιχείων της ανησυχίας και της εξέγερσης.

6) Οι φοιτητές σήμερα εξεγείρονται πιο εύκολα από τους εργάτες, γιατί είναι λιγότερο «δεσμευμένοι» από τις παραδοσιακές, δηλαδή γραφειοκρατικές οργανώσεις, όπως τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα. Το ότι ο φοιτητής δεν έχει τέτοια «κρατήματα», λειτουργεί σαν λιπαντικό στους τροχούς της επανάστασης.

Όταν μιλάμε για τη φοιτητική εξέγερση, θα πρέπει βέβαια να αποφύγουμε τις υπερβολές. Η πρώτη υπερβολή προβάλλεται από τους σταλινικούς γραφειοκράτες σε Ανατολή και Δύση κι από αρκετούς αυτοαποκαλούμενους «ορθόδοξους» μαρξιστές που αρνούνται την ανερχόμενη επαναστατική δυναμική των φοιτητών. Η δεύτερη υπερβολή διατυπώνεται από τους C. Wright Mills και Herbert Marcuse, που αρνούνται την επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης, κι έτσι περιγράφουν τους φοιτητές και τους διανοούμενους σαν το κύριο όχημα για την επαναστατική δράση, τώρα και στο μέλλον.

Στην πραγματικότητα, οι εξεγειρόμενοι φοιτητές έχουν την ίδια στιγμή μια μεγάλη δύναμη και μια μεγάλη αδυναμία.

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥΣ:

1) Είναι μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού.

2) Δε συμμετέχουν στην παραγωγή. Δεν αποτελούν το «βαρύ πυροβολικό» που θα ανατρέψει την κοινωνική τάξη πραγμάτων.

*Το ότι είναι έξω από την παραγωγή είναι μια πηγή αδυναμίας, αλλά ταυτόχρονα και μια αιτία για αγωνιστική εγρήγορση, αφού είναι πολύ πιο εύκολο για τους φοιτητές να βγουν σε δράση. Αν μια μικρή πλειοψηφία του πληθυσμού θέλει να αντιδράσει για ένα θέμα, μπορεί απλά να το κάνει. Έτσι στο ξεκίνημα μόνο μια μικρή μειοψηφία φοιτητών της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου αυτοαποκαλούνταν αριστεροί αγωνιστές: διαδήλωναν για το ένα θέμα μετά το άλλο. Κάθε διαδήλωση ήταν μια πράξη προπαγάνδας, «εκπαιδεύοντας» τους εαυτούς τους και άλλους μαζί τους. Η κατάσταση της αγωνιστικής μειοψηφίας στο εργοστάσιο είναι τελείως διαφορετική. Δεν μπορεί να δράσει -μέσω απεργιακής δράσης ή κατάληψης του εργοστασίου- αν δεν κερδηθεί η συντριπτική πλειονότητα των απασχολούμενων εργατών. Στο εργοστάσιο το επίπεδο συνείδησης και ηθικού στην πλειονότητα μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλυτικό βάρος στην αγωνιστική μειοψηφία. Αυτή η κατάσταση μπορεί να εμποδίζει τη δυνατότητα των μελών της μειοψηφίας να εντοπίζουν ο ένας τον άλλο, καθιστώντας έτσι δύσκολο για τους αγωνιστές ατομικά να ξεκαθαρίσουν ακόμα και μέσα τους τις δυνατότητές τους. Μόνο σαν συλλογικότητα μπορούν να δράσουν οι εργάτες και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Έτσι η «οδός ανάφλεξης», η «ελάχιστη θερμοκρασία» που φέρνει τους φοιτητές σε έκρηξη είναι πολύ χαμηλότερη από αυτήν που απαιτείται για να «αναφλέξει» τους εργάτες.

3) Δυστυχώς, η μέγιστη διάρκεια της «ανάφλεξης» των φοιτητών είναι επίσης μικρότερη. Στερούνται την αντοχή που οι εργάτες έχουν λόγω της συλλογικότητας.

4) Επειδή δεν εισβάλλουν στην αρένα ταυτόχρονα οι κοινωνικές δυνάμεις που έρχονται άμεσα σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό, είναι στο χέρι της άρχουσας τάξης και των τσιρακιών της να χωρίσουν τους φοιτητές από τους εργάτες, να οδηγήσουν αν χρειαστεί τη μάχη με τους φοιτητές σε ένα τέλος, πριν μπουν στη μάχη τα ισχυρά τάγματα (οι εργάτες). Βέβαια, από την άλλη, είναι στο χέρι των επαναστατών φοιτητών να καλέσουν το βαρύ πυροβολικό της εργατικής τάξης σε συμπαράσταση- σε δράση φυσικά για λογαριασμό της ίδιας. Ο συγχρονισμός της φοιτητικής εξέγερσης και της εργατικής επανάστασης είναι ένα από τα πιο κεντρικά ζητήματα που απασχολούν το επαναστατικό ρεύμα στις προχωρημένες βιομηχανικές κοινωνίες.

5) Οι φοιτητές δεν μπορούν να παίξουν ρόλο εμπροσθοφυλακής και ηγεσίας της εργατικής τάξης. Ένας αριθμός χαρακτηριστικών στο προφίλ των φοιτητών δεν τον αφήνουν να ασκήσει αποτελεσματική προπαγάνδα και ζύμωση στους εργάτες. Η σκέψη του εργάτη είναι σε γενικές γραμμές συγκεκριμένη. Αναπτύσσεται σε σχέση με θέματα που έχουν να κάνουν με το πώς θα βγάλει το ψωμί του (κάτι που είναι γι’ αυτόν όλη η ζωή του), και διαμορφώνει έτσι μια συνδικαλιστική συνείδηση. Η σοσιαλιστική συνείδηση υπερβαίνει τη συνδικαλιστική συνείδηση.

Οι φοιτητές σκέφτονται αφηρημένα, η συνδικαλιστική συνείδηση σπάνια παίζει ρόλο στη ζωή τους. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο φοιτητής βλέπει τη φοιτητική ζωή σαν μια μεταβατική κατάσταση για λίγα χρόνια γι’ αυτόν, κι ότι η πιο δυσάρεστη εκμετάλλευση στο πανεπιστήμιο είναι όχι η άμεσα οικονομική αλλά, η πνευματική. Πάνω από τα παράπονα για τη χειροπιαστή πραγματικότητα της ανύπαρκτης οικονομικής στήριξης, του κακού φαγητού, των αυστηρών κανόνων και των ασφυκτικά γεμάτων αμφιθεάτρων, ο φοιτητής βιώνει τη -μη υλική- χειραγώγηση του πνεύματός του. Λόγω της διαφορετικής φύσης της εκμετάλλευσης που δέχεται ο φοιτητής, η αντίδρασή του έχει διαφορετική αφετηρία από τη συνδικαλιστική συνείδηση των εργατών. Ακριβώς γι’ αυτό, όλες οι φοιτητικές εξεγέρσεις ξεκίνησαν από πολιτικοποιημένα στοιχεία. Αντίθετα, η συντριπτική πλειονότητα των εργατικών απεργιών από τα πρώτα χρόνια του καπιταλισμού ξεκίνησαν και καθοδηγήθηκαν από εργάτες που δεν είχαν επαναστατικές πολιτικές πεποιθήσεις.

Μόνο όταν ένας σοσιαλιστής φοιτητής ανήκει σε μια επαναστατική οργάνωση που απαρτίζεται και από εργάτες, ερχόμενος σε «τριβή» και παλεύοντας χέρι-χέρι με τους εργάτες, μπορεί να μάθει την απαραίτητη «γλώσσα» για να επικοινωνήσει με τους εργάτες σε φυσιολογικές, δηλαδή σε μη επαναστατικές, περιόδους.

Για να καθοδηγήσεις τους εργάτες σε ένα εργοστάσιο, πρέπει να είσαι σε καθημερινή επαφή μαζί τους. Κατά τη διάρκεια των «κανονικών» περιόδων ο ρόλος των επαναστατών είναι απαραίτητα περιορισμένος στην προπαγάνδα και σε διάφορες ενέργειες για τη διάδοση των ιδεών τους, συνδυάζοντάς τες με το συγκεκριμένο αγώνα των εργατών. Μια μικρή επαναστατική οργάνωση, ή ακόμα καλύτερα ένα επαναστατικό κόμμα, μπορεί να το κάνει αυτό όταν απαρτίζεται ταυτόχρονα από εργάτες και διανοούμενους. Οι φοιτητές μόνοι τους δεν μπορούν.

 

Οι φοιτητές σαν πυροδότης

Αν και οι φοιτητές δεν μπορούν να οργανώσουν και να καθοδηγήσουν την εργατική τάξη, μπορούν ωστόσο, και το Μάη-Ιούνη (1968) το έκαναν, να λειτουργήσουν σαν πυροδότης της επανάστασης.

Το 1936 ήταν η εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου που λειτούργησε σαν πυροδότης της Γενικής Απεργίας και των καταλήψεων των εργοστασίων. Το 1944-45 ήταν η στρατιωτική νίκη κατά του Ναζισμού. Αυτή τη φορά ήταν ο αγώνας των φοιτητών, που αποκορύφωμά του ήταν η Νύχτα των Οδοφραγμάτων.

Η αίσθηση της εκμετάλλευσης και της αδικίας που υφίσταται καθημερινά, ίσως λίγο συγκεχυμένη αλλά πολύ αληθινή, είναι στο μυαλό του κάθε εργάτη. Ωστόσο από μόνη της η αίσθηση αυτή δεν οδηγεί στην εξέγερση, στην πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση. Για να εξεγερθεί ο εργάτης, πρέπει να του δοθεί η ελπίδα της αλλαγής – αλλαγής προς το καλύτερο. Είναι αυτή η ελπίδα, ή η απουσία της, που έχει γράψει την ιστορία του εργατικού κινήματος, με τα πάνω του και τα κάτω του. Και ήταν αυτή η νέα ελπίδα, το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, που μετέδωσαν οι φοιτητές πρώτα στους νέους εργάτες, κι έπειτα σε ολόκληρη την εργατική τάξη.

Σημείωση 1: Το πόσο εχθρικό ήταν το ΚΚΓ με την ιδέα της φοιτητικής εξέγερσης ενάντια στο αστικό μοντέλο εκπαίδευσης, φαίνεται κι από το άρθρο στην «LHumanite» της 15ης Ιούνη, μία μέρα αφού η γκωλική αστυνομία πέταξε τους φοιτητές έξω από το Μουσικό Πανεπιστήμιο. Το άρθρο με τίτλο «Σχετικά με τη ‘‘φοιτητικό κίνημα’’» λέει: «Από μόνη της η έννοια ‘‘φοιτητικό κίνημα’’ (…) μας φαίνεται ιδιαίτερα επιζήμια από όλες τις απόψεις (…)»…

Σημείωση 2: Στο ξεκίνημα της φετινής ακαδημαϊκής χρονιάς υπήρχαν 514.000 φοιτητές στη Γαλλία, 156.000 εκ των οποίων στο Παρίσι. Υπάρχουν μόνο 500 θέσεις στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Η πρακτική εξάσκηση στα επιστημονικά εργαστήρια γίνεται συχνά σε ομάδες των 40 και πάνω, και δεν είναι σπάνιο να είναι στοιβαγμένοι σε μια μικρή αίθουσα διαλέξεων πάνω από 500 φοιτητές, προσπαθώντας να πάρουν σημειώσεις από έναν καθηγητή. Έχει υπολογιστεί ότι 12% των Γάλλων φοιτητών δεν καταφέρνουν να αποφοιτήσουν. Στη Βρετανία αυτό το ποσοστό είναι περίπου 13% [εφημερίδα Guardian, 8 Αυγούστου 1968].

Τα τελευταία 50 χρόνια ο αριθμός των φοιτητών έχει αυξηθεί 5 φορές, αλλά ο αριθμός των πτυχιούχων έχει μόλις διπλασιαστεί! [Γαλλική Πρεσβεία, «Τα προβλήματα της Ανώτερης Εκπαίδευσης στη Γαλλία» (Λονδίνο 1967), σελ. 9]

 

Οι εργάτες μπαίνουν στην αρένα

α) Η σπίθα οδηγεί σε «ανάφλεξη» τους νέους εργάτες

Η φοιτητική εξέγερση συγκίνησε πρώτα τη φαντασία των νέων εργατών. Αυτοί είχαν χτυπηθεί πιο πολύ από όλους από την οικονομική κρίση της γαλλικής κοινωνίας. Ήταν πολύ δύσκολο να βρουν δουλειά, κι αν τα κατάφερναν, συχνά είχε ημερομηνία λήξης. Σαν παιδιά γίνονταν αντικείμενο κακομεταχείρισης από την αστυνομία σαν «εγκληματίες» ή «ταραχοποιοί». Πλήττονταν κι από την ιδεολογική και ηθική κρίση της κοινωνίας.

Όταν οι φοιτητές απέδειξαν στις 6 Μάη ότι όχι μόνο ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν την αστυνομία αλλά και να υπερασπιστούν τα «εδάφη» τους (τις σχολές τους), χιλιάδες νέοι εργάτες μπήκαν στον αγώνα. Ο αριθμός μεγάλωσε ακόμα περισσότερο στις 10 Μάη, τη Νύχτα των Οδοφραγμάτων. Από τότε χιλιάδες εργάτες άρχισαν να επισκέπτονται τη Σορβόννη. Η επαναστατική ατμόσφαιρα εκεί σαγήνευε τη φαντασία τους. Όπως είπε κι ένας μεσήλικας εργάτης της Ρενώ:

«Τις πρώτες μέρες του Μάη κάθε βράδυ έπαιρνα 5-6 εργάτες -αρκετά συχνά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος- με το αυτοκίνητό μου στη Σορβόννη. Όταν επέστρεφαν στη δουλειά την επόμενη μέρα ήταν τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Μέσω των φοιτητών και των ‘‘γκρουπούσκουλων’’ πήραν τα πολιτικά μαθήματα που δεν είχαν πάρει από το ΚΚΓ. Υπήρχε μια τελείως απελευθερωτική ατμόσφαιρα στο πανεπιστήμιο, εντελώς διαφορετική από την απολυταρχική ατμόσφαιρα στο εργοστάσιο. Η φοιτητική διαδήλωση δημιούργησε ένα περιβάλλον στο οποίο οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να συνεισφέρουν τα δικά τους συνθήματα, ενώ στις επίσημες διαδηλώσεις των συνδικάτων επιτρέπονταν μόνο συγκεκριμένα, κεντρικά αποφασισμένα (σ.μ. από το ΚΚΓ) συνθήματα. Όταν έγινε κατάληψη στο εργοστάσιο της Ρενώ, οι εργάτες έζησαν μια μετάβαση: από τον έλεγχο της διεύθυνσης που χρησιμοποιεί μοντέρνες ελεγκτικές μεθόδους, στον έλεγχο από τη γραφειοκρατία του ΚΚΓ, που είναι τελείως απολυταρχική. Στη Ρενώ η ελευθερία τους αλλοτριωνόταν, ενώ στη Σορβόννη ένιωθαν ελεύθεροι. Όταν ένας εργάτης πήγαινε στη Σορβόννη, αναγνωριζόταν σαν ήρωας. Στη Ρενώ ήταν μόνο ένα γρανάζι, ενώ στο πανεπιστήμιο γινόταν άνθρωπος. Η ατμόσφαιρα της ελευθερίας κι η αίσθηση ότι τους αντιμετωπίζουν σαν ανθρώπους αύξησε πολύ τη μαχητικότητα των νέων εργατών. Επιστρέφοντας από τη Σορβόννη, οι νέοι εργάτες στη Ρενώ οργάνωσαν περιφρούρηση με ‘‘κοκτέιλ’’ Μολότοφ. Τα στελέχη του ΚΚΓ απαγόρευσαν τη χρήση Μολότοφ ενάντια στην αστυνομία. Όταν οι φοιτητές έφτασαν στη Μπιγιανκούρ, τα στελέχη του ΚΚΓ μοίρασαν ρόπαλα στους εργάτες για να αντιμετωπίσουν τους ‘‘τροτσκιστές’’(!), ενώ ταυτόχρονα μας έλεγαν ότι αν έρθουν τα CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ) θα έπρεπε να αποφύγουμε τη βία – έπρεπε να βγούμε έξω από το εργοστάσιο με το κεφάλι μας ψηλά! Στη φοιτητική διαδήλωση ήμασταν ελεύθεροι να πετάξουμε πέτρες (από το πλακόστρωτο) στην αστυνομία. Στην επίσημη διαδήλωση των συνδικάτων το κύριο σύνθημα ήταν ‘‘Προσοχή στους προβοκάτορες’’, ενώ αντίθετα στη φοιτητική διαδήλωση οποιοσδήποτε ήταν έτοιμος να πετάξει μια πέτρα θεωρούταν σύντροφος»…

Ο ίδιος εργάτης της Ρενώ επίσης επισήμανε τα ακόλουθα:

«Οι φοιτητές ‘‘μεταφέρουν’’ στους εργάτες την εικόνα μιας μαχητικής εργατικής τάξης, μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή που φαίνεται στην επιφάνεια. Πολλοί νέοι εργάτες ξέθαψαν τις επαναστατικές παραδόσεις της εργατικής τάξης, και άρχισαν να μιλούν τη γλώσσα της επανάστασης».

Ωστόσο, δεν είχαν όλοι οι εργάτες την ίδια αντίδραση όπως οι νέοι. Μόνο μια μικρή μειοψηφία ήρθε σε επαφή με τους εξεγερμένους φοιτητές και τις επαναστατικές ομάδες. Η μεγάλη πλειονότητα των εργατών παρέμενε κάτω από την επιρροή των παραδοσιακών οργανώσεων – πάνω από όλα του ΚΚΓ και της συνδικαλιστικής του Ομοσπονδίας, της CGT .

β) Τα συνδικάτα μπαίνουν στη μάχη

Η πρώτη έκδοση της «LHumanite» το Σάββατο 11 Μάη, την επομένη της Νύχτας των Οδοφραγμάτων, κάλεσε για διαδήλωση το βράδυ της Τρίτης, 14 Μάη, από την πλατεία του Σεν-Μισέλ προς τον Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ωστόσο, το ίδιο Σάββατο συναντήθηκαν εκπρόσωποι της UNEF, της CGT και της CFDT κι έτσι αποφασίστηκε το κάλεσμα για γενική απεργία τη Δευτέρα 13 Μάη. Η «LHumanite» τύπωσε έκτακτη έκδοση με τίτλο «Σταματήστε την καταστολή».

Οι ηγέτες των συνδικάτων ήθελαν μια μονοήμερη «προειδοποιητική» απεργία – μία ακόμα στο μακρύ κατάλογο των συμβολικών απεργιών. Αλλά η ανταπόκριση στην απεργία δεν έμοιαζε καθόλου συμβολική. 10 εκατομμύρια εργάτες απέργησαν, 4 φορές περισσότεροι από αυτούς που ήταν οργανωμένοι στα συνδικάτα! Όλη η χώρα παρέλυσε. Στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε πορεία 1 εκατομμυρίου ανθρώπων. Παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας του ΚΚΓ και της CGT, πρακτικά στη διαδήλωση δεν κυμάτιζαν οι τρίχρωμες γαλλικές σημαίες –κάποιος ρεπόρτερ είχε μετρήσει τρεις- ενώ ανέμιζαν χιλιάδες κόκκινα λάβαρα. Οι ηγέτες της CGT προωθούσαν το σύνθημα «Λεφτά Charles (σ.μ. Ντε Γκωλ)» και «Να υπερασπιστούμε την αγοραστική μας δύναμη). Οι φοιτητές φώναζαν «Όλη η εξουσία στους εργάτες», «Η δύναμη βρίσκεται στους δρόμους», «Ελευθερώστε τους συντρόφους μας», «Ντε Γκωλ-δολοφόνε», «ΜΑΤ (CRS)- Ες Ες». Τα περισσότερα συνθήματα που φώναζε ο μεγάλος όγκος των εργατών ήταν διαφορετικά κι από αυτά των συνδικαλιστών ηγετών τους κι από αυτά των επαναστατών φοιτητών. Τα βασικά συνθήματά τους ήταν «10 χρόνια είναι αρκετά», «Κάτω το κράτος της αστυνομίας», «Χρόνια πολλά Στρατηγέ μου». Ολόκληρα μπλοκ τραγουδούσαν πένθιμα ένα γνωστό ρεφρέν: «Αντίο Ντε Γκωλ». Όλοι κυμάτιζαν τα μαντίλια τους με μεγάλη τους χαρά.

Σοβαρές πολιτικές διαφορές κρύβονται πίσω από την επιλογή των συνθημάτων. Οι ηγέτες του ΚΚΓ και της CGT έλπιζαν ότι μια μονοήμερη απεργία και οι διαδηλώσεις θα αποτελούσαν μια αποτελεσματική βαλβίδα εκτόνωσης – ότι αυτό θα ήταν το τέλος του αγώνα. Αλλά δεν υπολόγισαν τον απλό κόσμο που θα έμπαινε στην αρένα χωρίς το δικό τους νεύμα.

Στις 14 Μάη οι εργάτες της Σιντ Αβιασιόν (σ.μ. εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών) στη Νάντη κήρυξαν απεργία διαρκείας. Κατέλαβαν το εργοστάσιο και φυλάκισαν το διευθυντή στο γραφείο του. (Η «LHumanite» την επόμενη μέρα προσπάθησε να υποτιμήσει το θέμα αφιερώνοντας μόνο 7 σειρές στη σελίδα 9.)
Την επόμενη μέρα 15 Μάη η Ρενώ-Κλιό καταλήφθηκε.

Στις 16 Μάη η απεργία και το κίνημα των καταλήψεων απλώθηκε σε όλα τα εργοστάσια της Ρενώ. Στη Ρενό-Μπιγιανκούρ (σ.μ. το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Γαλλίας με 25.000 εργάτες) οι απεργοί διακήρυξαν τα αιτήματά τους: 1.000 φράγκα κατώτατο μισθό, άμεση επαναφορά στις 40 ώρες τη βδομάδα χωρίς απώλεια μισθού, σύνταξη στα 60, πλήρη αποζημίωση για τις μέρες της απεργίας, συνδικαλιστικές ελευθερίες στο εργοστάσιο. Αυτά τα αιτήματα άρχισαν να υιοθετούνται διαδοχικά σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις στη χώρα.

Στα χνάρια της Ρενώ, όλα τα εργοστάσια μηχανών, αυτοκινήτων κι αεροπλάνων κήρυξαν απεργία και καταλήφθηκαν από τους εργάτες. Στις 19 Μάη τα τραμ σταμάτησαν όπως και οι ταχυδρομικές και τηλεγραφικές υπηρεσίες. Το μετρό και τα λεωφορεία στο Παρίσι κάνανε το ίδιο. Η απεργία αγκάλιασε τα ορυχεία, τη ναυτιλία, την Ερ-Φρανς (αεροπορία) κ.τ.λ…

Στις 20 Μάη η απεργία ήταν καθολική. Περίπου 9 εκατομμύρια εργάτες βρίσκονταν σε απεργία. Συμμετείχαν ακόμη κι άνθρωποι που δεν είχαν απεργήσει ποτέ – οι χορεύτριες του Φολί-Μπερζέρ, οι ποδοσφαιριστές, οι δημοσιογράφοι, οι πωλήτριες, οι τεχνικοί. Κόκκινα λάβαρα ανέμιζαν σε όλους τους χώρους δουλειάς. Ούτε μία τρικολόρ (τρίχρωμη γαλλική σημαία) δε φαινόταν, κόντρα στη δήλωση των ηγετών του ΚΚΓ και της CGT « σημαία μας είναι και η τρικολόρ και η κόκκινη».

Η ηγεσία του ΚΚΓ και της CGT ,ωστόσο, κατέστησε σαφές πολλές φορές ότι ήθελαν να περιορίσουν το κίνημα σε αγώνα για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να αποφύγουν την εκτροπή του προς την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Στις 17/5 σε μια συνέντευξη τύπου ο Σεγκί (σ.μ. πρόεδρος της CGT και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ) δήλωσε:

«Αυτή η γενική απεργία εξελίσσεται χωρίς να την έχουμε καλέσει, εξελίσσεται με την ευθύνη των ίδιων των απεργών».

Είχε αρκετό δίκιο σε αυτό, αφού το κύμα της απεργίας μεγάλωνε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι κι η CGT μπορούσε να περιμένει ή να αντιμετωπίσει.

Ίσως οι πιο αποκαλυπτικές επίσημες δηλώσεις του ΚΚΓ για την κρίση ήρθαν σε μια συνέντευξη σε εκπομπή σε κορυφαίο ραδιοφωνικό σταθμό στην Ευρώπη, στις 19 Μάη, το κείμενο της οποίας δημοσιεύτηκε στη «LHumanite» στις 2 Οκτώβρη:

«Ερώτηση: Σχεδόν παντού οι απεργοί λένε ότι θα πάνε μέχρι το τέλος. Τι καταλαβαίνετε εσείς με αυτό; Ποιοι είναι οι στόχοι σας;

Απάντηση Σεγκί: Η απεργία είναι τόσο δυνατή, που οι εργάτες προφανώς επιθυμούν να ικανοποιήσουν όλα τα αιτήματά τους στο τέλος ενός τέτοιου κινήματος. ‘‘Μέχρι το τέλος’’ για εμάς τους συνδικαλιστές σημαίνει την ικανοποίηση των αιτημάτων για τα οποία πάντα παλεύαμε αλλά η κυβέρνηση και τα αφεντικά ποτέ δε λάμβαναν υπόψη τους… ‘‘Μέχρι το τέλος’’ σημαίνει μια γενική αύξηση στους μισθούς κανένας μισθός κάτω από 600 φράγκα το μήνα- σταθερή απασχόληση, μείωση ορίων συνταξιοδότησης, λιγότερες εργάσιμες ώρες χωρίς απώλεια μισθού, κι υπεράσπιση κι επέκταση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων…

Ερώτηση: Γιατί δεν καλέσατε εσείς γενική απεργία σήμερα;

Απάντηση: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Μας έχει υποβληθεί πολλές φορές το τελευταίο 24ωρο. Λοιπόν! Πολύ απλά, επειδή η γενική απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη χωρίς να έχουμε δώσει την παραμικρή εντολή και υπό τον έλεγχο των ίδιων των εργατών, και δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα απόφασης από την κεντρική εθνική ηγεσία. Το προτιμούμε όταν η απεργία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργατών…

Ερώτηση: Αν δεν κάνω λάθος, στο καταστατικό της CGT γράφει ότι σκοπός του είναι η ανατροπή του καπιταλισμού κι η αντικατάσταση από το σοσιαλισμό. Στις παρούσες συνθήκες, που αρκετές φορές αυτό το βράδυ έχετε χαρακτηρίσει ως εξαιρετικές και σημαντικές, γιατί η CGT δεν άρπαξε τη μοναδική ευκαιρία να κάνει κάλεσμα προς αυτήν την κατεύθυνση;

Απάντηση: Είναι αλήθεια ότι η CGT προσφέρει στους εργάτες μια αντίληψη συνδικαλισμού που θεωρούμε εξόχως επαναστατική όσον αφορά τους τελικούς στόχους μας, που είναι η εξάλειψη των αφεντικών και της μισθωτής εργασίας. Είναι αλήθεια ότι αυτός ο σκοπός αναγράφεται στο πρώτο άρθρο του καταστατικού μας. Κι αυτός ο σκοπός παραμένει θεμελιώδης για το ΚΚΓ… Αν τα άλλα αριστερά κόμματα αποφασίσουν να απευθυνθούν σε μας, τα συνδικάτα που εκπροσωπούν τους εργάτες, για να αποφασίσουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα, η CGT θα θέσει πρόθυμα εαυτόν σε ένα τέτοιο σχέδιο και θα παίξει πλήρως το ρόλο που της αναλογεί σαν αριστερό κόμμα για να διασφαλίσει τη νίκη μιας εναλλακτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης στη χώρα μας, και αυτό φαίνεται σε μένα να επιθυμούν κι οι εργάτες κι οι οικογένειές τους»…(!!!)

Κάτω από την πίεση των γεγονότων το ΚΚΓ και η ηγεσία της CGT, τρομαγμένοι που ξεπεράστηκαν από ένα μεγάλο, αν και μειοψηφικό, κομμάτι της εργατικής τάξης, αποφάσισαν να υποστηρίξουν το απεργιακό κίνημα για να το ελέγξουν, να το πειθαρχήσουν και να το χειραγωγήσουν. Δεν υπήρξε ούτε ένας δημοσιογράφος στη Γαλλία που να μην το είδε αυτό ξεκάθαρα. Έτσι, για παράδειγμα, στο Παρίσι απεσταλμένος της «Observer» περιέγραφε την κατάσταση ως εξής:

«Σε όλη τη Γαλλία ένα αθόρυβο αλλά ασταμάτητο κύμα ισχύος της εργατικής τάξης αγκαλιάζει εργοστάσια, ναύσταθμους, ορυχεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς, σταθμούς λεωφορείων, ταχυδρομικές υπηρεσίες. Τα τρένα, τα ταχυδρομεία, τα αεροδρόμια έχουν στην κυριολεξία παγώσει. Οι παραγωγικές αλυσίδες χημικών, ατσαλιού, μεταλλουργίας, υφασμάτων, ναυπηγείων και σημαντικός αριθμός βιομηχανιών έχουν λόγο να απεργούν.

Σχεδόν 1 εκατομμύριο άντρες και γυναίκες σε βιομηχανίες-κλειδιά καταλαμβάνουν τους χώρους δουλειάς τους και κατεβάζουν ρολά. Πολλοί ανήμποροι κι αμήχανοι διευθυντές κρατούνται όμηροι στα χλιδάτα γραφεία τους. Η παράλυση που απλώνεται ώρα με την ώρα σε όλη τη χώρα έχει προκληθεί (σ.μ. εννοεί τη 13η Μάη) από το ΚΚΓ και τη συνδικαλιστική του συνιστώσα, τη CGT, ακολούθησαν κι άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Είναι μια επιβλητική επίδειξη της οργανωμένης δύναμης των Κομμουνιστών. Είναι οι ρυθμιστές της κατάστασης. Αν η κυβέρνηση θελήσει κάποιον συμβιβασμό, θα πρέπει να διαπραγματευτεί μαζί τους.

Αλλά το παράδοξο που χαρακτηρίζει αυτό το ελεγχόμενο χάος είναι ότι, και οι κομμουνιστικές οργανώσεις και η γκωλική κυβέρνηση που φαίνεται να αμφισβητείται, βρίσκονται στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. Υπερασπίζονται τη γαλλική κοινωνία όπως την ξέρουμε.

Το σημείο καμπής της κρίσης ήρθε αργά τη νύχτα της Τρίτης. Σε απόγνωση σχεδόν, το κατεστημένο -όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και οι γραφειοκράτες των μεγάλων κομμουνιστικών οργανώσεων- έσπευσαν να υπερασπιστούν τη γαλλική κοινωνία.

Αυτή είναι και η πραγματική σημασία του τεράστιου απεργιακού κινήματος που προκάλεσε το ΚΚΓ. Σαν τροχονόμος της γαλλικής Οικονομίας, το ΚΚΓ σταμάτησε την κίνηση. ‘‘Εμείς είμαστε υπεύθυνοι εδώ’’, φάνηκε να λέει το Κόμμα. Μόνο με μια σημαντική κινητοποίηση των ‘‘στρατευμάτων’’ του μπορεί το ορθόδοξο Κομμουνιστικό Κόμμα να απαλλαγεί από τους ‘‘ταραξίες’’ φοιτητές και να απομονώσει το επαναστατικό ‘‘μικρόβιό’’ τους».

Η καταιγίδα ωριμάζει

Το να πούμε ότι το φοιτητικό κίνημα λειτούργησε σαν πυροδότης, σαν τη σπίθα που έβαλε φωτιά στην εργατική τάξη, είναι αλήθεια. Αλλά από μόνο του δεν αρκεί να εξηγήσει την έκρηξη αυτή. Θα πρέπει να υπήρχαν πολλά «ξερά κλαδιά» για να «αρπάξουν» από τη σπίθα. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια είδαμε μια ραγδαία άνοδο των αγώνων στα εργοστάσια. Ξανά και ξανά υπήρχαν ξεσπάσματα βίαιων βιομηχανικών αγώνων, που περιλάμβαναν και καταλήψεις εργοστασίων, την αιχμαλωσία διευθυντών από τους εργάτες, αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και τα ΜΑΤ. Αυτές οι συγκρούσεις ήταν η γενική δοκιμή για το Μάη του ‘68. Τα ίδια αυτά χρόνια είδαμε τη CGT ξανά και ξανά να οργανώνει απεργίες «διαμαρτυρίας», δηλαδή μονοήμερες γενικές απεργίες. Η ηγεσία σε αυτούς τους αγώνες ανακάτευε πολιτικά κι εκλογικά θέματα με άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις. Αυτό το γεγονός πάλι ήταν η γενική δοκιμή για τη δράση της γραφειοκρατίας το Μάη και τον Ιούνη το 1968.

Στις 17 Μάη 1966 κηρύχθηκε απεργία από όλα τα συνδικάτα. Ήταν μια από τις πιο σημαντικές απεργίες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της «5ης Δημοκρατίας». Η απεργία καταφερόταν ενάντια στην Εθνική Ομοσπονδία Εργοδοτών, όπως επίσης κι ενάντια στην κυβέρνηση, κι είχε μεγάλη επιτυχία. Στις 23 Νοεμβρίου τα συνδικάτα της CGT και της CFDT στο Παρίσι σχεδίαζαν να καλέσουν σε διαδήλωση από τον Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό ως την Πλατεία Της Δημοκρατίας. Όμως στις 19 Νοέμβρη η αστυνομία απαγόρευσε τη διαδήλωση. Τα συνδικάτα τότε την ακύρωσαν. Ωστόσο, περίπου 4.000 διαδήλωσαν στη Λεωφόρο Μαγκεντά και την κατέλαβαν, οπότε κι ήρθαν σε σύγκρουση με την αστυνομία.

Στη 1 Φεβρουαρίου 1967 πραγματοποιήθηκε μια νέα μαζική απεργία κυρίως από τους εργαζόμενους στην κρατική βιομηχανία και τους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα έμειναν έξω από το κίνημα, με εξαίρεση την επαρχία. Το 75% των εργατών σε επιχειρήσεις ηλεκτρισμού απέργησε για 24 ώρες, οι σιδηροδρομικοί για 48 ώρες, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες απέργησαν κατά 40% στο Παρίσι και 24% στην επαρχία για 24 ώρες, ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων στις μεταφορές συμμετείχε με 24ωρη απεργία, πρακτικά το 100% των δασκάλων και των καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απέργησαν εκείνη τη μέρα. Στον ιδιωτικό τομέα η συμμετοχή στην απεργία ήταν πολύ ανομοιογενής, κι επίσης ήταν δύσκολο να υπολογίσει κανείς την ακριβή έκτασή της αφού πολλά εργοστάσια σταμάτησαν από τη διακοπή ρεύματος.

Οι εργοδότες σε αρκετές περιπτώσεις απάντησαν στην απεργία της 1ης Φλεβάρη με λοκ-άουτ (σ.μ.=οι απεργίες των αφεντικών) που στόχευαν να κάμψουν τη δύναμη των εργατών. Τα πιο σημαντικά περιστατικά ήταν το λοκ-άουτ στα εργοστάσια της Ντασόλ στη Μπορντό και στα εργοστάσια Μετάλλου Σιντελόρ-Μισεβίλ στη Villerupt.

Μετά το λοκ-άουτ στη Ντασόλ, ξέσπασε από τα κάτω μια αυθόρμητη απεργία και κράτησε για 3 βδομάδες. Η συγκεκριμένη απεργία είναι αξιομνημόνευτη για τη μαχητικότητά της. Είχαν προηγηθεί στάσεις εργασίας κι άλλες δράσεις τον προηγούμενο Δεκέμβρη. Σε κάποια υποκαταστήματα οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά κι άρχισαν απλώς να φτιάχνουν σημαίες! Όταν ο πρόεδρος του διευθυντικού συμβουλίου επισκέφτηκε το εργοστάσιο, περικυκλώθηκε από άντρες που δεν τον άφησαν μέχρι να τους υποσχεθεί ότι θα κάνει κάτι για τους μισθούς τους. Συζητήθηκε το ενδεχόμενο κατάληψης του εργοστασίου αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Οι εργάτες συνέχισαν με διαδοχικές διαδηλώσεις στους δρόμους. Αιχμαλώτισαν κι έπειτα έτρεψαν σε φυγή τον τοπικό δήμαρχο. Γενικά μετά από όλα αυτά είδαν ότι οι διαδηλώσεις και οι δράσεις τους έλαβαν όλη τη δημοσιότητα που θα μπορούσαν να τους δώσουν οι δρόμοι. Ο αγώνας τους προκάλεσε κινήματα αλληλεγγύης, μια πορεία αλληλεγγύης από τα συνδικάτα της Μπορντό, μια δίωρη απεργία αλληλεγγύης από 3 Ομοσπονδίες εργατών μετάλλου κ.τ.λ. Οι εργάτες νίκησαν.

Η απεργία επηρέασε έντονα τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά στη Λυών.

Μόλις είχε σταματήσει η απεργία στη Ντασόλ, όταν ξεκίνησε η απεργία στη Ροντιασέτα. Η Ροντιασέτα είναι ένα εργοστάσιο συνθετικού υφάσματος στη Μπεσανσόν, που απασχολεί 3.000 εργάτες. Οι εργάτες συγκροτήσανε μαζική απεργιακή φρουρά, κατέλαβαν το εργοστάσιο και αρνήθηκαν τη είσοδο στο διευθυντή. Η CGT αποκήρυξε τις απεργιακές φρουρές και την κατάληψη σαν παραβίαση του νόμιμου δικαιώματος των ιδιοκτητών, και υποστηρίχθηκαν «χλιαρά» από τη CFDT. Οι απεργοί οργάνωσαν συνελεύσεις με θέμα την Πολιτική Οικονομία, γλέντια με λαϊκή μουσική και πλειστηριασμό έργων από τοπικούς καλλιτέχνες. Ο εργατικός έλεγχος δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο στη Ντασόλ, αλλά ούτε τώρα οι εργάτες ξεγελάστηκαν ώστε να καμφθούν από τις πρωτοβουλίες διεύθυνσης και συνδικάτων. Η απεργία απλώθηκε στα υποκαταστήματα της Βεζ, της Σεν-Φον Μπελ Ετουάλ, της Βενισιέ (κοντά στη Λυών) και της Πεζ Ντε Ρουσιλόν (Ισέρ). Συνολικά 14.000 εργάτες της Ροντιασέτα απεργούσαν.

Παράλληλα ξεκίνησε απεργία στο εργοστάσιο της Μπερλιέ (παραγωγής φορτηγών) που απασχολεί 12.000 εργάτες. Η CGT κι η CFDT κάλεσαν μόνο μια δίωρη απεργία, όμως οι εργάτες είχαν διαφορετική γνώμη- κήρυξαν απεργία διαρκείας και κατέλαβαν το εργοστάσιο. Ωστόσο λίγα κέρδισε η απεργία αυτή, αφού δεν υπήρξε συντονισμός των συνδικάτων.

Την απεργία αυτή ακολούθησε την 1η Μάρτη απεργία 3.000 εργατών μετάλλου στη Σεν Ναζέρ. Η εξέλιξη της απεργίας έμοιαζε με αυτήν στην Ντασόλ: το ηθικό της ήταν υψηλό. Η απεργία δεν καθοδηγήθηκε από τα πάνω αλλά από τις συνελεύσεις των απεργών.

Στις 18 Μάρτη έγινε από τα αφεντικά λοκ-άουτ σε βάρος 8.000 εργατών στα ναυπηγεία Σαντιέρ Ντε Λ’ Ατλαντίκ, υπό το πρόσχημα της απειθαρχίας των εργατών.

Στις 30 Μάρτη έγινε μια διαδήλωση αλληλεγγύης στα συνδικάτα της Νάντης. Συγκεντρώσεις οργανώθηκαν σε μια σειρά πόλεις (Βαν, Λοριέν, Μαρσέιγ, Λε Χαβρ, Σεν Ετιέν, Ντεκαζεβίγ).

Στις 11 Απρίλη πραγματοποιήθηκε γενική απεργία στη Σεν Ναζέρ, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ξεκίνησαν να γίνονται σχεδόν καθημερινά διαδηλώσεις των απεργών. Μετά από 7 βδομάδες απεργίας, σε μαζική συνέλευση οι απεργοί ψήφισαν σε ποσοστό 87% υπέρ της συνέχισης της απεργίας. Ωστόσο, όταν μετά από 2 μήνες η απεργία έληξε, οι εργάτες είχαν κερδίσει μόνο μια μικρή αύξηση στους μισθούς.

Στις 27 Απρίλη κηρύχθηκε 24ωρη γενική απεργία σε ολόκληρη την έκταση της Λουάρ-Ατλαντίκ.

Στις 17 Μάη κηρύχθηκε γενική απεργία μιας μέρας από 3 συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, τις CGT, CFDT και FO (Force Ouvriere = Εργατική Δύναμη, Δεξιά Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία) όπως κι από τη FEN, τη συνδικαλιστική ένωση των εκπαιδευτικών. Ο σκοπός της απεργίας ήταν η διαμαρτυρία ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης να πετσοκόψει την κοινωνική ασφάλιση. Στο δημόσιο τομέα η απεργία είχε σχεδόν 100% επιτυχία, στον ιδιωτικό τομέα ήταν μαζική αλλά απείχε αρκετά από το να είναι καθολική. Σε μια διαδήλωση συμπαράστασης στην απεργία στο Παρίσι πήραν μέρος 150.000 άνθρωποι. Έγιναν επίσης διαδηλώσεις στην επαρχία, με πιο σημαντικές αυτές στη Λυών, στη Μαρσέιγ, στη Σεν Ετιέν και στη Μπορντό.

Αν και τα κεντρικά συνθήματα σε αυτές τις διαδηλώσεις ήταν ενάντια στο σακάτεμα της κοινωνικής ασφάλισης, το σύνθημα που έβρισκε τη μεγαλύτερη ανταπόκριση ήταν «Όλη η εξουσία στους εργάτες». Σε όλες τις διαδηλώσεις η Διεθνής αντικατέστησε τη «Μασσαλιώτιδα» (σ.μ. τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας).

Την παραμονή της ψήφισης των νέων μέτρων κοινωνικής ασφάλισης (31 Οκτώβρη) ένα νέο κύμα επίσημων μονοήμερων μαζικών διαδηλώσεων κι απεργιών ξεδιπλώθηκε. Οι απεργοί στη Λε Μαν, ανάμεσα στους οποίους κι εργάτες της Ρενώ που ήδη διαδήλωναν για μία βδομάδα, δε δέχτηκαν να διαδηλώσουν μόνο στα 5 σημεία της περιμέτρου της πόλης που ενέκρινε η αστυνομία, αλλά διαδήλωσαν μέχρι τη διεύθυνση της αστυνομίας και συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ (CRS). Πέτρες επιστρατεύτηκαν ενάντια στις χειροβομβίδες δακρυγόνων, οι γυμνές γροθιές ενάντια σε κράνη και ρόπαλα, τα πλήθη των πολιτών ενάντια σε τεθωρακισμένα οχήματα.

Στις 21 Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων στο Παρίσι από τη Βαστίλη ως την Πλατεία της Δημοκρατίας. Στη Μαρσέιγ την ίδια μέρα έλαβε χώρα μια πορεία 3.000, που τελείωσε χωρίς επεισόδια, με τη συνοδεία αστυνομικών δυνάμεων σε όλη τη διαδρομή.

Στη Ρενώ-Φλιν έγιναν δύο δίωρες στάσεις εργασίας στις 12 και 13 Οκτώβρη, που υποστήριξαν οι περισσότεροι από τους εργάτες. Σχεδόν 5.000 συγκεντρώθηκαν μπροστά στο εργοστάσιο, πολλοί από τους οποίους άλλες φορές δίσταζαν να συμμετέχουν. Το βράδυ η CGT κι η CFDT αποφάσισαν να επαναλάβουν αυτή τη δράση την επόμενη Δευτέρα. Αλά εκείνη τη μέρα ένας καβγάς μεταξύ των δύο συνδικαλιστικών ηγεσιών οδήγησε στο σαμποτάρισμα της διαδήλωσης από τα συνδικάτα. Σαν αποτέλεσμα, την Τρίτη η CFDT κατάφερε να συγκεντρώσει μόνο 300 εργάτες σε μια καταθλιπτική διαδήλωση.

Μια άλλη μέρα εθνικής δράσης οργανώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου. Οι εργάτες ξεκινούσαν να δείχνουν καθαρά σημάδια απαξίωσης προς αυτές τις συμβολικές απεργίες. Στον ιδιωτικό τομέα η απεργία ήταν πολύ περιορισμένη – 3 ώρες στη Ρενώ, μικρής κλίμακας οι απεργίες στις κατασκευαστικές βιομηχανίες, στη διατροφή, στις τράπεζες και στο εμπόριο. Ήταν ένα μεγάλο πισωγύρισμα σε σύγκριση με την απεργία στις 17 Μάη.

Ο ερχομός του νέου έτους -1968- έφερε μια σημαντική απεργία στην Καν, όπου 4.800 εργάτες στη Σαβιάμ Μπλενβίγ απέργησαν. Ξεκίνησε στις 22 Ιανουαρίου. Στο τέλος της πρώτης βδομάδας η αστυνομία αντιμετώπισε μια διαδήλωση απεργών, συμπαραστατών από άλλα εργοστάσια και φοιτητών με πολύ βίαιο τρόπο. Οδοφράγματα στήθηκαν και μια ηρωική αντίσταση αντιτάχθηκε στα ΜΑΤ -205 τραυματίστηκαν (εκ των οποίων οι 16 νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία), 85 συνελήφθησαν και 13 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από 15 μέρες έως και 3 μήνες. Ένας Πορτογάλος μετά την αποφυλάκισή του απελάθηκε.

Η διεύθυνση έπειτα προσπάθησε να διασπάσει τους εργάτες με την υπόσχεση ότι δε θα υπάρξει εκδικητική συμπεριφορά εναντίον τους και τα συνδικάτα προσπάθησαν να τους «ξεθυμάνουν» για να συμφωνήσουν στη διάλυση των απεργιακών φρουρών. Η απεργία τελικά σταμάτησε στις 6 Φεβρουαρίου. Η απεργία δεν τέλειωσε με νίκη, αλλά ούτε ηττήθηκε, αφού αποσύρθηκαν οι ποινές σε βάρος των εργατών. Μεγάλης σημασίας όμως ήταν το γεγονός ότι έφερε στο προσκήνιο ένα παράδειγμα πραγματικού αγώνα.

Αυτή η «πυκνή» ιστορία σε απεργίες τα τελευταία 2 χρόνια πριν από το Μάη του 1968 δείχνει ότι υπήρχαν πολλές «γενικές δοκιμές» για το μεγάλο γεγονός, και από την πλευρά των εργατών και από την πλευρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Το κύμα των απεργιών ανέβαινε γρήγορα, η αγωνιστικότητά τους συναντούσε όλο και μεγαλύτερη βία από τα ΜΑΤ, και το «ταλέντο» της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να εκτρέπει αγώνες εξεγερσιακού χαρακτήρα σε «διαμαρτυρίες», «προειδοποιητικές», «κυλιόμενες» απεργίες μπήκε σε δοκιμασία ξανά και ξανά.

Ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σαν φρένο στον πραγματικό αγώνα των εργατών συνοψίστηκε από το θεωρητικό όργανο Voix Ouvriere (σ.μ.=Εργατική Φωνή):

«Από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα γαλλικά συνδικάτα πρακτικά ποτέ δεν οργάνωσαν ούτε καθοδήγησαν απεργιακά κινήματα ως τη νίκη – σε οποιονδήποτε τομέα. Αλλά πέρα από ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις, οι μόνες απεργίες μακράς διαρκείας που έχουν γίνει (η απεργία των κρατικών υπαλλήλων το 1953, η απεργία των Ναυπηγείων Δυτικής Όχθης το 1955, η απεργία των ανθρακωρύχων το 1963), ούτε ξεκίνησαν χωρίς τα συνδικάτα, ούτε συνεχίστηκαν ποτέ παρά την αντίθεσή τους. Σε όλες τις περιπτώσεις τα συνδικάτα πάσχιζαν να ξαναστείλουν τους ανθρώπους πίσω στις δουλειές τους και τελικά πετύχαιναν να το κάνουν χωρίς να ικανοποιήσουν το οποιοδήποτε αίτημα των εργατών».

Ωστόσο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δε θα μπορούσε να διατηρήσει την επιρροή της πάνω στους εργάτες και τον έλεγχο πάνω στο κίνημα αν έδειχνε άμεσα εχθρική σε κάθε εργατική αντίσταση ενάντια στην εκμετάλλευση. Έτσι εξηγείται και η παράδοσή της στους «αγώνες»:

Αν όχι πραγματικούς αγώνες, η CGT πρέπει τουλάχιστον να οργανώσει παρωδίες αυτών, δηλαδή τις αποκαλούμενες απεργίες ‘‘διαμαρτυρίας’’, ‘‘προειδοποιητικές’’, ‘‘κυλιόμενες’’, ‘‘κλαδικές’’, ‘‘γενικές’’, ‘‘24ωρες’’ απεργίες κ.τ.λ (…) τις οποίες η αστική τάξη ανέχεται, αντιμετωπίζοντάς τες σαν αυτό που είναι, δηλαδή αναγκαίο κακό αλλά όχι απειλή. Αυτή είναι μια αναποτελεσματική μέθοδος πάλης (για τους εργάτες), αλλά οι εργάτες γενικά αποδίδουν αυτήν την αναποτελεσματικότητα στην πολιτική κατάσταση (στην «αντιδραστική» κυβέρνηση κ.τ.λ…) Αλλά ακόμα κι αν οι εργάτες πειστούν για την αναποτελεσματικότητα και τη διπροσωπία της εθνικής ηγεσίας των συνδικάτων, οι γραφειοκρατικές μηχανές έχουν γίνει ‘‘ειδικοί’’ στην τέχνη της άμβλυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων. Μόλις οι εργάτες είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν μια μάχη σε οποιαδήποτε περιοχή, εγκλωβίζονται σε περιορισμένες στάσεις εργασίας 1-2 ωρών τη μέρα, που είναι στείρες, αναποτελεσματικές, που σπάνε το ηθικό. Είναι το καλύτερο μέσο που έχουν βρει οι γραφειοκράτες για να εμποδίσουν τους πιο μαχητικούς εργάτες να τραβήξουν στον αγώνα εκείνους που είναι λιγότερο μαχητικοί: αφήνονται να δώσουν τη μάχη μόνοι. Μερικές φορές ακόμα και μια 24ωρη απεργία οργανώνεται για έναν ολόκληρο κλάδο ή ακόμα και σε ολόκληρη τη χώρα… Μετά από αυτήν τη μέρα οι αγωνιστές διακηρύσσουν στους εργάτες ότι η απεργία είναι συμβολική πράξη αν δε δοθεί συνέχεια, κι άρα ότι η δράση διαρκείας είναι επομένως καλύτερη. Μετά από 20 χρόνια όμως δεν έχει αποδειχθεί ακόμα η αποτελεσματικότητα του παρατεταμένου αγώνα κι οι Γάλλοι εργάτες είναι ακόμα παγιδευμένοι στο κουστούμι που τους έχουν ράψει οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατικές ηγεσίες.

Η απεργία

Η απεργία του Μάη του 1968 ήταν μια αντίδραση του κόσμου απέναντι στα χρόνια της απογοήτευσης και τις μάταιες πολιτικές των παραδοσιακών -πολιτικών και συνδικαλιστικών- οργανώσεων. Έτσι εξηγείται η βιαιότητά του, η επαναστατική του διάθεση. Δυστυχώς οι εργάτες δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν τις παραδοσιακές οργανώσεις μονομιάς, καθώς στερούνταν ορατής κι αξιόπιστης εναλλακτικής επιλογής. Η απεργία, επομένως βρέθηκε σε μεγάλη σύγχυση, και δεν τέλειωσε ούτε με πλήρη νίκη ούτε με ολοκληρωτική ήττα, απλά έφτασε σε αδιέξοδο.

Πραγματικά είναι απίθανο να αποκτήσουμε ποτέ μια πλήρη και ξεκάθαρη εικόνα της εξέλιξης της απεργίας, των μορφών δράσης, του επιπέδου εμπλοκής των εργατών και του πώς ακριβώς «επιτεύχθηκε» η επιστροφή στη δουλειά. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να ταιριάξουμε κάποια καταγεγραμμένα περιστατικά σε συγκεκριμένες καταστάσεις, και να προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε κάποιους κοινούς τόπους.

(σ.τ.Μ. Αιτίες που αποθάρρυναν την πιο ενεργή εμπλοκή των εργατών στην απεργία)

1) Το πρώτο αξιοσημείωτο σημείο είναι ότι σε πολύ λίγες περιπτώσεις υπήρξαν δημοκρατικά εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές. Πρακτικά σε κάθε εργοστάσιο το συνδικάτο διόριζε τους εκπροσώπους της απεργιακής επιτροπής. Στη Ρενώ έγιναν λίγες απόπειρες για εκλογές «από τα κάτω» αλλά καταπνίγηκαν από τη CGT και το ΚΚΓ, με εξαίρεση ένα εργοστάσιο. Στο κεντρικό εργοστάσιο της Σιτροέν η από τα πάνω διορισμένη απεργιακή επιτροπή δεν αμφισβητήθηκε, σε ένα μόνο από τα θυγατρικά εργοστάσια -στη Ναντέρ- αμφισβητήθηκε αλλά η απόπειρα απέτυχε. Αντίθετα, στο εργοστάσιο Χημικών της Ρον-Πουλάνκ (Βιτρύ), η απαίτηση για εκλεγμένη δημοκρατικά απεργιακή επιτροπή ήταν τόσο ισχυρή, που η κομματικά διορισμένη επιτροπή ανατράπηκε και εκλέχθηκε νέα επιτροπή από τα κάτω απαρτιζόμενη από εργάτες-μέλη του συνδικάτου ή μη μέλη.

Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμα και στη Σιτροέν, όπου για 16 χρόνια δεν είχε γίνει απεργία και μόνο 7% των εργατών ήταν οργανωμένοι στα συνδικάτα, οι συνδικαλιστές γραφειοκράτες ακόμα μπορούσαν να αποτρέψουν την εκλογή δημοκρατικής απεργιακής επιτροπής κι επέβαλαν διορισμένη. Έσπευσαν να το κάνουν αυτό, πριν ακόμα (!) ξεκινήσει η απεργία, γιατί φοβόντουσαν ότι εξαιτίας της αδυναμίας του συνδικάτου, μπορεί να έχαναν τον έλεγχο. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι επαγγελματίες (με πλήρη απασχόληση) συνδικαλιστές της CGT ήταν αυτοί που πήραν την πρωτοβουλία να καλέσουν την απεργία.

2) Η γενική κατεύθυνση του συνδικάτου ήταν να ελαχιστοποιήσει την εμπλοκή των εργατών στην απεργία και την κατάληψη των εργοστασίων. Η συντριπτική πλειονότητα των εργατών, πιθανώς το 80 με 90%, στάλθηκαν στο σπίτι τους. Αυτοί που έμεναν στα εργοστάσια ήταν κυρίως μέλη του ΚΚΓ και της CGT. Αυτοί αποτρέπονταν από το να συναντηθούν με τους επαναστάτες φοιτητές, κι αυτός ήταν ο κύριος λόγος που κλειδώνονταν οι θύρες των εργοστασίων.

3) Άλλος λόγος που επηρέασε την εμπλοκή, όπως και το ηθικό, των εργατών ήταν η εθελοντική αποστασιοποίηση των νέων εργατών από τα εργοστάσια κατά τη διάρκεια της απεργίας. Οι νέοι εργάτες, που έπαιξαν ρόλο-κλειδί στο να προωθήσουν τη μαχητικότητα του αγώνα και να επεξεργαστούν νέες ιδέες, προτίμησαν -εξαιτίας της γραφειοκρατικής ατμόσφαιρας που κυριαρχούσε σε πολλά εργοστάσια- να φεύγουν από αυτά και να συμμετέχουν στους φοιτητικούς αγώνες στους δρόμους – αφήνοντας έτσι τα εργοστάσια στους γραφειοκράτες.

4) Επίσης αφού η απεργία είχε «πιάσει» το ανώτατό της σημείο, η αίσθηση της εμπλοκής ατόνησε. Στη Ρον-Πουλάνκ, όπου είχε εκλεγεί μια δραστήρια απεργιακή επιτροπή από τη βάση τις πρώτες μέρες, η αδυναμία της να «ζωντανέψει» τον αγώνα, οδήγησε στην αδράνεια. Κατά τις αρχές του Ιούνη άρχισε να εξαπλώνεται μια πνευματική κόπωση, και πολλά από τα αντικείμενα συζήτησης εξαντλήθηκαν. Κατά την επιστροφή από τις διακοπές της Πεντηκοστής η κατάληψη ήταν το ίδιο ισχυρή αλλά το πνεύμα όχι: οι μεγάλες συζητήσεις αντικαταστάθηκαν από παιχνίδια με την τράπουλα, μπάλα και βόλεϊ.

5) Άλλος παράγοντας που λειτουργούσε ενάντια στην εμπλοκή στην απεργία ήταν η σχετική απομόνωση των μεταναστών εργατών, που αποτελούσαν ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό της εργατικής τάξης της Γαλλίας. Οι ξένοι εργάτες είναι συνήθως λιγότερο ενσωματωμένοι στις υπάρχουσες οργανώσεις και πολύ περισσότερο ευάλωτοι. Στη Σιτροέν, για παράδειγμα, μετά την επιστροφή στη δουλειά, η διεύθυνση απείλησε να κατασχέσει την άδεια παραμονής των μεταναστών (πράξη παράνομη) αν δε «συνεργάζονταν» στο να κάνουν υπερωρίες.

Σε κάποιες περιπτώσεις το σκηνικό παρουσιάστηκε πολύ διαφορετικό. Έτσι στη Νάντη και στη Σεν Ναζέρ η απεργιακή επιτροπή ανέλαβε τη διεύθυνση της πόλης. Οι απεργοί έλεγχαν τις τιμές. Οι γυναίκες τους διένειμαν λαχανικά άμεσα στους καταναλωτές. Οι απεργοί είχαν υπό τον έλεγχό τους τις αντλίες βενζίνης και διένειμαν τη βενζίνη:

«Επιπλέον η ευθύνη για τη φροντίδα των παιδιών των απεργών πέρασε σε εκπαιδευτικούς του συνδικάτου και επιστάτες παιδικών κατασκηνώσεων. Οι οικογένειες των απεργών στη χειρότερη οικονομική τους κατάσταση είχαν κουπόνια διατροφής που τους χορηγούσαν τα συνδικάτα. Τα κουπόνια ισοδυναμούσαν με συγκεκριμένη ποσότητα φαγητού. Για κάθε παιδί κάτω των τριών δινόταν ένα κουπόνι του 1 φράγκου για γάλα, και για κάθε άτομο πάνω των τριών ένα κουπόνι για 500 γραμμάρια (λίγο πάνω από 1 λίβρα) ψωμί κι ένα κουπόνι 1 φράγκου για γενικές προμήθειες τροφίμων».

Η πιο χτυπητή αδυναμία στην απεργία ήταν ένα δίκτυο που να συνδέει τις διαφορετικές απεργιακές επιτροπές. Δεν υπήρξε συντονισμός ούτε καν για τα εργοστάσια που ανήκαν στην ίδια εταιρεία.

Αν η CGT δεν μπορούσε να σταματήσει την απεργία, είχε τη δυνατότητα να τη σαμποτάρει με τον τεμαχισμό του κινήματος- παίρνοντας ένα μαζικό κίνημα ολόκληρης της τάξης και υποβαθμίζοντάς το σε σειρά ασύνδετων αγώνων σε διαφορετικές βιομηχανίες. Έτσι στις 27 Μάη η Διοικητική Επιτροπή της CGT ανακοίνωσε: «Σε ό,τι δεν έχουν συμφωνήσει (μαζί μας) σε εθνικό πανσυνδικαλιστικό επίπεδο η κυβέρνηση κι οι εργοδότες, πρέπει να τους το αποσπάσουμε σε άλλα επίπεδα μέσω διαπραγματεύσεων, που πρέπει να απαιτήσουμε να ξεκινήσουν αμέσως ξεχωριστά σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και του εμπορίου, όπως γίνεται σε εθνικοποιημένες και δημόσιες επιχειρήσεις».

Έτσι οι διαπραγματεύσεις με διαφορετικούς εργοδότες μετέτρεπαν την απεργία από γενική σε ένα σύνολο μεμονωμένων απεργιών.

Όχι μόνο δεν υπήρχε δίκτυο απεργιακών επιτροπών, αλλά στην πράξη οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες έβαλαν τα δυνατά τους για να απομονώσουν τη μια απεργιακή επιτροπή από την άλλη. Έτσι για παράδειγμα στη Ρενώ-Μπιγιανκούρ η CGT αρνήθηκε στις 23 Μάη να δεχθεί αντιπροσωπεία (απεργών) από τη Ρενώ-Φλιν.

Δυστυχώς δεν υπήρχε αρκετά ισχυρή εθνική οργάνωση με στόχο να παλέψει για απεργιακές επιτροπές δημοκρατικά εκλεγμένες από όλους τους εργάτες, συνδικαλισμένους ή ασυνδικάλιστους, και να αναδείξει την ανάγκη σύνδεσης μεταξύ τους. Αν αυτά υπήρχαν, ουσιαστικά θα βλέπαμε κάτι αντίστοιχο με τα σοβιέτ το 1917 ή τα εργατικά συμβούλια στην Ουγγαρία το 1956.

 

Η επιστροφή στη δουλειά

Στις 27 Μάη υπογράφτηκαν οι «Συμφωνίες» της Γκρενέλ από τους εκπροσώπους των συνδικάτων και των εργοδοτών, κάτω από την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας. Οι όροι της μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

«1) Το ελάχιστο εγγυημένο μεροκάματο για όλες τις βιομηχανίες αυξάνεται από 2,22 σε 3 φράγκα την ώρα. Για 40ωρη βδομάδα εργασίας αυτό σημαίνει κατώτατος μισθός 519 φράγκα το μήνα. Τα συνδικάτα όμως απαιτούσαν «κανένας μισθός κάτω από 600 φράγκα».

2) Μια γενική αύξηση στους μισθούς, 7% στον ιδιωτικό τομέα την 1η Ιούνη το 1968 κι επιπλέον 3% από την 1η Οκτώβρη (αλλά από τα ποσοστά αυτά πρέπει να αφαιρεθούν οι αυξήσεις που ήδη είχαν συμφωνηθεί από την αρχή του χρόνου). Στο δημόσιο τομέα και στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις θα γίνουν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις σε κάθε τομέα.

3) Αποζημίωση για το χρόνο απεργίας – μια συγκεχυμένη διατύπωση: το 50% θα πληρώνεται, αλλά πρέπει να αναπληρώνεται με υπερωριακή εργασία. Στην πραγματικότητα πρόκειται απλά για ένα συμπλήρωμα στο μισθό.

4) Η άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στο εργοστάσιο. -Δεν υπήρξε συμφωνία σε αυτό το ζήτημα, μόνο μια καταγραφή με κάποια σημεία που πρόκειται να γίνουν αντικείμενο περαιτέρω συζητήσεων.

5) Κοινωνική ασφάλιση. Η εισφορά του ασθενή στα ιατροφαρμακευτικά έξοδα μειώνεται από 30% σε 25%. Ούτε καν «ισοφάρισε» την αύξηση από 20% σε 30% που είχε ψηφιστεί το 1967.

Σε άλλα σημεία -ώρες δουλειάς, σύνταξη, προσαρμογή του μισθού ανάλογα με τον πληθωρισμό (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή)- δεν υπήρξε συμφωνία.

Ακόμα και μετά από αυτές τις συμφωνίες, πήρε στη συνδικαλιστική ηγεσία ένα μακρύ χρονικό διάστημα – σχεδόν 3 βδομάδες- για να καταφέρει να τερματίσει τους αγώνες, και χρειάστηκε να τρομοκρατεί τους εργάτες στο ένα εργοστάσιο μετά το άλλο.

Ο Μπενουά Φρασόν, πρόεδρος της CGT κι ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ, δήλωσε ότι οι «Συμφωνίες» «θα φέρουν σε εκατομμύρια εργάτες μια ευημερία που ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι θα αποκτήσουν» – αλλά με 600 φράγκα το μήνα, κάθε άλλο. Όταν τα δήλωσε αυτά σε συγκεντρωμένους εργάτες της Ρενώ-Μπιγιανκούρ, φάνηκε να μένει κατάπληκτος όταν αποδοκιμάστηκε.

Είναι γεγονός ότι το απεργιακό κίνημα έφτασε στην κορύφωσή του μετά τις «Συμφωνίες» της Γκρενέλ. Αλλά η πίεση των συνδικαλιστικών και κομματικών γραφειοκρατιών τελικά πέτυχαν αποτελέσματα, κι άρχισε να πραγματοποιείται αυτό που η «LHumanite» (6 Ιούνη) αποκαλούσε «η νικηφόρα επιστροφή στη δουλειά».

Σε κάποιες περιπτώσεις η αντίσταση στη «νικηφόρα επιστροφή» υπήρξε σθεναρή.

Την 1η Ιούνη έγινε μια προσπάθεια να λειτουργήσουν τα τρένα με τη βία στο Ανατολικό Σιδηροδρομικό Σταθμό στο Παρίσι. Οι σιδηροδρομικοί εργάτες απέτρεψαν το ενδεχόμενο ξαπλώνοντας πάνω στις ράγες. Στις 3 Ιούνη οι εργάτες της Σιντ Αβιασιόν (Νάντη), όπου είχε ξεκινήσει κι η πρώτη κατάληψη, εξέδωσαν μια ανακοίνωση με την οποία παρότρυναν όλους τους εργάτες να συνεχίσουν την απεργία «μέχρι τη νίκη». Αλλού η αντίδραση ήταν πιο ασθενής. Στη CSF (Λεβαλουά) υπήρχε μια αναφορά ότι τα 2/3 των εργατών ψήφισαν δυσαρεστημένοι με την προσφορά της διεύθυνσης, αλλά μόνο το 1/3 ψήφισε υπέρ της συνέχισης της απεργίας. Σε μαζικούς χώρους δουλειάς στο Παρίσι η επιστροφή στη δουλειά ήταν ψυχοφθόρα, με κάποιους εργάτες να πιάνουν δουλειά πριν από άλλους.

Η αποτυχία να σταματήσουν την απεργία σε κάποιους εργατικούς χώρους, σύμφωνα με τη CGT, οφειλόταν:

«στην υπαναχωρητική και πεισματάρικη στάση των αφεντικών που αρνιόντουσαν να κάνουν παραχωρήσεις που είχαν κερδηθεί αλλού. Η CGT επιμένει ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων των βιομηχανιών μετάλλου, καουτσούκ κι άλλων, στο ίδιο πνεύμα που έχει κυριαρχήσει και στους άλλους μεγάλους τομείς της οικονομίας, είναι μια εθνική υπόθεση που απαιτεί την προσοχή της κυβέρνησης και της CNFP (σ.μ. Εθνική Ομοσπονδία Εργοστασιαρχών) (…) Η CGT απευθύνει έκκληση στο σύνολο του λαού, που είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει την υπευθυνότητά της, και κάνει επίκληση στην ψυχραιμία των εκατομμυρίων απεργών, να δώσουν ισχυρή υποστήριξη στα θύματα μιας άδικης και σκανδαλώδους διάκρισης».

Η ξεκάθαρη διπροσωπία της CGT που καλούσε σε αλληλεγγύη σε εκείνους που ακόμα απεργούσαν, αφού πρώτα η ίδια είχε απονεκρώσει την καλύτερη μορφή αλληλεγγύης, πείθοντας τους εργάτες αλλού να ξαναγυρίσουν στη δουλειά, είναι αηδιαστική.

Στις 7 Ιούνη επιστρατεύτηκε ξανά η κατηγορία της συνεργασίας μεταξύ των «γκρουπούσκουλων» και της κυβέρνησης, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να ανακαταλάβουν το εργοστάσιο της Ρενώ στη Φλιν. «Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η ‘‘επιδέξια’’ συμπεριφορά των εργοδοτών στη βαριά βιομηχανία, η υποστήριξη που παίρνουν από την κυβέρνηση, οι αστυνομικές βαρβαρότητες και τέτοιες απόπειρες για προβοκάτσια δεν είναι πράγματα συνεννοημένα», δήλωσε το τοπικό στέλεχος της CGT.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η επιστροφή στη δουλειά αποφασίστηκε μέσα από «δημοκρατικές» ψηφοφορίες. Στα πιο μαχητικά εργοστάσια η ψηφοφορία συχνά ήταν πολύ οριακή. Έτσι στη Ρενώ μετά την επίθεση των ΜΑΤ η ψηφοφορία κατέληξε έτσι: στη Μπιγιανκούρ, όπου οι εκπρόσωποι των συνδικάτων τοποθετήθηκαν ανοιχτά υπέρ της επιστροφής στη δουλειά, το 78% των εργατών τους ακολούθησε. Αλλά στη Φλιν, όπου οι υποστηρικτές της απεργίας εμπόδισαν τον εκπρόσωπο της CGT να μιλήσει, το ποσοστό έπεσε στο 58% (4.811 ψήφοι υπέρ -της επιστροφής-, 3.890 κατά, 25 άκυρα ψηφοδέλτια).

Στην Πεζώ, στις 9 Ιούνη, η ψηφοφορία ήταν ακόμα πιο οριακή. Από τους 25.800 εργάτες μόνο οι 5.279 συμμετείχαν, οι 2.664 ψήφισαν υπέρ της επιστροφής, 2.615 κατά. Η δουλειά ξανάρχισε στις 10 Ιούνη, αλλά μια νέα απεργία ξεκίνησε την επόμενη μέρα και συνέχισε μέχρι τις 20 Ιούνη, όταν το 84,7% των 15.000 που ψήφισαν τάχθηκε υπέρ της επιστροφής.

Στη Σιτροέν στο Παρίσι, επηρεασμένοι από την παρέμβαση των καθοδηγητών-γραφειοκρατών του ΚΚΓ , από τους 24.738 εργάτες, ψήφισαν 18.519, από τους οποίους οι 13.184 (71,18%) υποστήριξαν την επιστροφή στη δουλειά.

Ο ρόλος της CGT σε αυτές τις ψηφοφορίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολιστικός και στη χειρότερη εγκληματικός. Στη Σιτροέν, στην πρώτη ψηφοφορία, που οργανώθηκε από τη διεύθυνση με μυστική κάλπη έξω από το εργοστάσιο, η CGT δεν αντέδρασε παρά απλά και μόνο δήλωσε «οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν». Στη δεύτερη ψηφοφορία, που χρησιμοποιούνταν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος (!!), οι εκλογικοί αντιπρόσωποι της CGT περιεργάζονταν εξονυχιστικά πώς ψήφιζαν οι εργάτες. Στην Πολυμεκανίκ (Παντέν) η CGT δημιούργησε σύγχυση ανακοινώνοντας ότι δεν πρόκειται για ψηφοφορία υπέρ ή κατά της επιστροφής στη δουλειά, αλλά υπέρ ή κατά των προτάσεων της διεύθυνσης. Στην Κρεντί Λυονέ στο Παρίσι δεν υπήρχε επιτήρηση στην κάλπη, οπότε ο καθένας μπορούσε να ψηφίσει πολλές φορές. Στην Τομσόν-Ζενεβιγιέρ, πριν την ψηφοφορία, η CGT μοίρασε μια προκήρυξη και πούλησε την εφημερίδα της «LHumanite» – κι οι δύο διακήρυσσαν ότι οι εργάτες στην Τομσόν (στα υπόλοιπα εργοστάσια) είχαν επιστρέψει στη δουλειά, αφού κέρδισαν πολλά προνόμια. Για να διασφαλίσουν ότι οι διακηρύξεις τους θα αποδειχθούν αληθείς, επέτρεψαν στους απεργοσπάστες να ψηφίσουν. Στη Σεβ- Μαρσάλ ( Ισύ-Λε-Μουλινώ) επιτράπηκε να ψηφίσουν όχι μόνο στους απεργοσπάστες, αλλά ακόμα και στους επόπτες, τους προϊσταμένους και την ίδια τη διεύθυνση (!) πάνω στο ζήτημα της επιστροφής στη δουλειά.

Σε αυτήν την κατάσταση τμηματικής επιστροφής στη δουλειά, ο ρόλος της ενημέρωσης ήταν κρίσιμος, γιατί προφανώς η απόφαση για επιστροφή ή όχι εξαρτιόταν από τις αποφάσεις αλλού. Το αστικό κράτος κι ο Τύπος συνδύασαν τις προσπάθειές τους με τη CGT. Οι εκπαιδευτικοί έμαθαν για πρώτη φορά ότι επιστρέφουν στη δουλειά από μια ανακοίνωση στο ραδιόφωνο. Μια πάγια τεχνική της CGT ήταν να ανακοινώνει σε ένα εργοστάσιο ότι τα άλλα εργοστάσια είχαν αποφασίσει επιστροφή στη δουλειά.

Στις συγκοινωνίες στο Παρίσι -μετρό και λεωφορεία- οι εκπρόσωποι των συνδικάτων ήταν οι μόνοι που πήγαιναν από τον ένα σταθμό στον άλλον. Στους εργάτες του κάθε σταθμού έλεγαν «είστε κατά της επιστροφής στη δουλειά, αλλά είστε μόνοι σας. Όλοι οι άλλοι είναι υπέρ.» Έτσι ενώ ο σταθμός στην οδό Λεμπρίν είχε ψηφίσει υπέρ της συνέχισης της απεργίας, σε άλλους σταθμούς κυκλοφόρησε ότι ψήφισε 85% υπέρ της επιστροφής. Μετά τη συνάντησή της με υπαλλήλους των συνδικάτων, η εκλεγμένη απεργιακή επιτροπή στη Λεμπρίν, αφού άκουσε ότι όλοι οι άλλοι σταθμοί είχαν γυρίσει στη δουλειά, διέταξε κι η ίδια για επιστροφή, αγνοώντας την ψηφοφορία που ήδη είχε γίνει. Επιτέλους!, σαν αποτέλεσμα αυτής της μεθόδου, μετά από 4 βδομάδες απεργίας, οι εργάτες στις συγκοινωνίες αποθαρρύνθηκαν αρκετά ώστε να ψηφίσουν επιστροφή στη δουλειά.

Οι ποικίλες τοπικές επιτροπές δράσης μοίρασαν προκηρύξεις προσπαθώντας να εξηγήσουν την πραγματικά γεγονότα στους εργάτες, αλλά δεν υπήρχε η οργάνωση για να συντονίσει αυτή τη ζωτική ενημέρωση εγκαίρως. Πόσο μεγάλη διαφορά θα είχε κάνει ένα επαναστατικό κόμμα με καθημερινή εφημερίδα και ενδεχομένως ακόμα και ραδιοφωνικό σταθμό!

Επιφανειακά ο ρόλος των πρώην καθολικών συνδικάτων, της CFDT, ήταν λίγο πιο μαχητικός από την ελεγχόμενη από το ΚΚΓ CGT. Όπως είναι γνωστό, η CFDT ήταν αντίθετη στην πολιτική της CGT στη Μπιγιανκούρ και καλωσόρισε την αντιπροσωπεία των φοιτητών. Όπου ήταν μειοψηφία, ήταν ικανοί να ενεργήσουν δημαγωγικά και σε κάποιες περιπτώσεις απέτρεψαν τα ξεπουλήματα της CGT. Έτσι στην Τομσόν-Ζενεβιγιέρ η CGT κι η λαχτάρα της για επιστροφή στη δουλειά υπερνικήθηκαν από τη δύναμη της CFDT. Αλλά η CFDT ήταν ικανή να λειτουργήσει μόνο μέσα σε ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο. Έτσι στην Τομσόν-Ζενεβιγιέρ δέχτηκε να γίνει η ψηφοφορία για την επιστροφή στη δουλειά με μυστική ψηφοφορία, κι εργοστάσιο-εργοστάσιο ξεχωριστά, παρά μια ενιαία ψηφοφορία σε ολόκληρη την εταιρεία. Παρομοίως στη Σιτροέν στο Παρίσι η CFDT κάλεσε για συνέχιση του αγώνα – αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να οργανώσει το μποϊκοτάρισμα της ψηφοφορίας (σ.μ. για επιστροφή στη δουλειά).

Αλλού ο ρόλος της CFDT ήταν ανοιχτά απεργοσπαστικός. Έτσι στη Ρον-Πουλάνκ (Βιτρύ) αποφάσισε την επιστροφή στη δουλειά στις 12 Ιούνη παρά την ψήφιση των καταληψιών εργατών κατά της επιστροφής (580 κατά έναντι 470 υπέρ).

Στο «Αναλύσεις και ντοκουμέντα» συνοψίζεται ο ρόλος της CFDT κατά τα ακόλουθα:

«Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις που η CFDT, επειδή ήταν πλειοψηφία, έφερε πλήρως εις πέρας αυτό που ανέθεσε η αστική τάξη στις συνδικαλιστικές οργανώσεις: την επιστροφή στην τάξη. Αυτό συνέβη χαρακτηριστικά στη Μπερλιέ, την Πεζώ, τη Ροντιασέτα. Είδαμε ότι στην Πεζώ ήταν η CGT που αντιτάχθηκε στην επιστροφή. Το ίδιο συνέβη και στη Μπερλιέ-Βενισέ με τη CFDT. Εκεί η τελευταία υπέγραψε συμφωνία που επικύρωσαν κι οι FO και CGC (Γενική Συνομοσπονδία Επιτηρητών και Τεχνικών). Η CGT αντιτάχθηκε, κάτι που επέτρεψε στους εκπροσώπους της CFDT να παίξουν το ρόλο που έπαιζε η CGT αλλού, αποκηρύττοντας ‘‘τη συμπεριφορά μιας σεχταριστικής κι αντιδημοκρατικής μειοψηφίας’’. Η επιστροφή στη δουλειά έμελλε να αποφασιστεί στις 19 του Ιούνη με ποσοστό μόνο 56% των ψηφισάντων.

Aρκετά συχνά επίσης υπήρχαν απόπειρες από τη CFDT να κυριαρχήσει της CGT στη Σιτροέν, τη Σιντ-Αβιασιόν, τη Ρενώ-Φλιν. Αλίμονο, η απόφαση της CFDT για απεργία διαρκείας στις 19 Ιούνη, που ακυρώθηκε την επόμενη μέρα, δείχνει καθαρά ότι δεν ήταν σε καμιά περίπτωση για να κινητοποιήσει τους εργάτες , αλλά ένας ταχτικός ελιγμός ενάντια στη CGT».

Οι σχέσεις μεταξύ των CGT και CFDT, καλές μέχρι τον Μάη, έχουν χειροτερέψει πολύ, κάποιες πρόσφατες εκλογές σε απεργιακές επιτροπές δείχνουν ότι στη SAVIEM (Kαέν), όπου η CFDT ήταν προηγουμένως πλειοψηφία, η CGT έχει κερδίσει πόντους, ενώ στη Μπερλιέ, που η CGT ήταν πλειοψηφία, είναι η CFDT που έχει ανέβει.

Στη Ρενώ Μπιγιανκούρ μέλη της CGT αποχώρησαν και προσχώρησαν στη CFDT. Στο εργοστάσιο που ήταν γνωστό σαν «Κρεμλίνο» (σ.μ. λόγω της πλήρους κυριαρχίας του ΚΚΓ), όπου υπήρχε μόνο ένα μέλος της CFDT πριν από την απεργία, τώρα CGT και CFDT μοιράζονται τον ίδιο αριθμό μελών.

Η σοσιαλδημοκρατική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, η FO, παρά τις λίγες δυνάμεις της, επίσης ακολούθησε τους κανόνες της απεργοσπασίας. Στο υπουργείο Εφοδιασμού οι εκπρόσωποί της FO, της πιο δυνατής συνδικαλιστικής ένωσης στο χώρο, δεν είχαν να εκφράσουν άλλη πρόταση πέρα από το ότι η απεργία ήταν παράνομη.

Έτσι όλες οι Συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του καθεστώτος, όπως διατυπώθηκε γλαφυρά από τη «Le Monde»:

«Οι εργοδότες, όπως και το κράτος, έχουν κοινό συμφέρον (…) από την ύπαρξη μιας ισχυρής συνδικαλιστικής οργάνωσης, που σημαίνει μια συνδικαλιστική οργάνωση που θα κάνει ό,τι της λένε!»

Ακόμα και στο επίπεδο των καθαρά οικονομικών όρων στους οποίους η CGT προσπάθησε να περιορίσει τον αγώνα, οφέλη υπήρχαν για τους χώρους που συνέχισαν την απεργία. Στη Σιτροέν, όπου η CGT έλεγχε την κατάσταση, τα κέρδη ήταν ελάχιστα – από την αύξηση 10% πρέπει να αφαιρεθεί μια αύξηση που ήδη είχε δοθεί τον Ιανουάριο. Σε ανταπόδοση για τις υπηρεσίες τους, τα συνδικάτα της CGT κέρδισαν το δικαίωμα να διακινούν τις εφημερίδες τους στο εργοστάσιο. Στη Ρενώ σημειώθηκαν κατακτήσεις αρκετά πάνω κι από τις «συμφωνίες» της Γκρενέλ: επιπλέον αυξήσεις στους μισθούς 2-4%, μείωση κατά 1 εργάσιμη ώρα τη βδομάδα χωρίς μείωση αποδοχών. Ήταν στο Δημόσιο τομέα, στον Ηλεκτρισμό, τους Σιδηροδρόμους, τη Συγκοινωνία του Παρισιού, τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες, που επιτεύχθηκαν οι πιο μεγάλες επιπλέον κατακτήσεις.

Αλλά η καθολική επιστροφή στη δουλειά πολύ απείχε από το να σηματοδοτήσει το τέλος του αγώνα. Αντίθετα, η εμπειρία οδήγησε σε ένα νέο επίπεδο αγωνιστικότητας, κι η επιστροφή στη δουλειά θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων μορφών οργάνωσης.

Αν και το ξέσπασμα ενός νέου αυθόρμητου απεργιακού ξεσπάσματος μπορεί να αναμένεται το νωρίτερο το φθινόπωρο, ήδη υπάρχει ένα ανεβασμένο, σε σχέση με πριν το Μάη, επίπεδο αγώνων. Στη CSF (Ισύ-Λε-Μουλινώ) οι εργάτες αντέδρασαν άμεσα στις προσπάθειες της διεύθυνσης για διακρίσεις μεταξύ απεργών και μη απεργών. Ξεκίνησαν αμέσως αρκετές σύντομες απεργίες, που αποφασίζονταν μόλις σε λίγα λεπτά, και συμμετείχαν 700 ή 800 εργάτες. Στη Ρενώ, στις 19 Ιούνη ξεκίνησαν στάσεις εργασίας για να υπερασπιστούν μετανάστες εργάτες (που ήταν πολύ ενεργοί στην απεργία) ενάντια στην απειλή της μη ανανέωσης των συμβάσεών τους. Η CFDT αρχικά υποστήριξε αυτή την ενέργεια, αλλά μετά ανακάλεσε με τη δικαιολογία ότι δε συμμετείχε η CGT.

Στη Ρενώ-Φλιν μετά την προσπάθεια επιστροφής στη δουλειά στις 10 Ιούνη, οι εργάτες την ανακατέλαβαν στις 11 Ιούνη, παρά την αντίθεση και της CGT και της CFDT.

Ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχόλησε τους εργάτες ήταν η «αναπλήρωση» – δηλαδή η υπερωριακή εργασία για να αναπληρώσουν τα χαμένα μεροκάματα κατά τη διάρκεια της απεργιακής περιόδου. Πολλοί εργάτες ανησυχούν αν θα αναπληρώσουν τα εισοδήματά τους πριν από την περίοδο των διακοπών. Αυτό το ζήτημα δημιουργεί διαμάχες. Έτσι στη Ρουσέλ-UCLAF (Ρομενβίγ), οι εργάτες επιτράπηκε να ψηφίσουν πάνω στο ζήτημα της «αναπλήρωσης», αλλά όχι στη μορφή της, κι έτσι από πολλούς ζητήθηκε να δουλεύουν μια ώρα παραπάνω, έτσι ώστε να τελειώνουν σε μια ώρα που η συγκοινωνία είναι πρακτικά αδύνατη. Στη Ρενώ, όπου μέσω υπολογιστή υπολογίζονται τα «λάθη» στις πληρωμές, ο κύριος στόχος φαίνεται να είναι να μην ανακαλύψουν οι εργάτες πόσα τους οφείλονται ή πώς υπολογίζονται (τα οφειλόμενα).

Επιπρόσθετα μπαίνει και το ζήτημα των απολύσεων. Στη Σιτροέν 925 έμμισθοι εργάτες ειδοποιήθηκαν ήδη ότι απολύονται. Στη Σιτροέν, όπου πριν από το Μάη δεν είχε γίνει ούτε μια απεργία για πάνω από 10 χρόνια, έχουν ήδη γίνει πάνω από 50 στάσεις εργασίας. Η «από τα κάτω» απεργία, που ήταν μέχρι τώρα έννοια σχεδόν άγνωστη στη Γαλλία, γίνεται πια πλατιά γνωστή και μπορεί να υπάρχει ένα κύμα από τέτοιες το φθινόπωρο.

Σε τέτοιους αγώνες τα συνδικάτα συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους. Στην Ασουράνς- Ζενεράλ στο Παρίσι, όπου εφαρμόζεται υποχρεωτική επιμήκυνση ωραρίου εργασίας μισή ώρα παραπάνω τη μέρα -ακόμα και για τους μη απεργούς- τα συνδικάτα έχουν αντιταχθεί σε αυτήν την αρχή, αλλά αρνήθηκαν να καλέσουν σε στάση μισής ώρας κάθε μέρα.

Στη Σιτροέν η CGT, προσπαθώντας να «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της», όταν σε μια διαμάχη κατά τη διάρκεια της απεργίας τελικά κατάφερε να αποτρέψει τους εργάτες να υπερασπιστούν το εργοστάσιο από τα ΜΑΤ, έφτασε στο σημείο να βγάλει προκήρυξη με την οποία κατέδιδε έναν αγωνιστή:

«Προσπάθησαν να περάσουν σε ένα νέο πεδίο δράσης, να προχωρήσουν σε σαμποτάζ. Ο Χ (σ.σ. το αυθεντικό φυλλάδιο κατονομάζει τον εργάτη, αλλά η πηγή μας αρνείται να τον καταδώσει) το έχει ο ίδιος ομολογήσει αυτό στο συμβούλιο της CGT. Αποκηρύσσουμε τέτοιες προσπάθειες σαν εχθρικές με τον προορισμό της CGT κι επιζήμιες για το κίνημα της εργατικής τάξης. Καλούμε την ηγεσία της CGT να αντιδράσει με πυγμή ενάντια σε τέτοιες προσπάθειες, όταν γνωρίζει ότι θα γίνουν, επειδή αυτές οι ενέργειες είναι προς όφελος της διεύθυνσης της Σιτροέν και του ίδιου του γκωλικού καθεστώτος. Άνθρωποι όπως ο Χ κι άλλοι της ομάδας του δεν έχουν θέση όχι μόνο στη CGT, αλλά ούτε στο εργοστάσιο».

Η εικόνα που έχουμε είναι αποσπασματική – κυρίως επειδή έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες μόνο για εκείνα τα εργοστάσια που τύχαινε να υπάρχουν εξεγερμένοι αγωνιστές που μετέφεραν τις εμπειρίες τους στους δημοσιογράφους απέξω. Αλλά το βασικό περίγραμμα -της προδοσίας των ηγεσιών των συνδικάτων και της αναζωπυρούμενης αγωνιστικότητας- είναι ξεκάθαρο.

 

Οι επιτροπές δράσης

Ένα κενό υπήρχε στα αριστερά. Δεν υπήρχαν ούτε τα έμβρυα των Σοβιέτ- εργατικά συμβούλια που να συνδέουν δημοκρατικά εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές μεταξύ τους, ούτε ένα επαναστατικό κόμμα που τόσο επιτακτικά απαιτούσε η περίσταση.

Σαν υποκατάστατο των Σοβιέτ και του επαναστατικού κόμματος που δεν υπήρχαν, προέκυψαν οι επιτροπές δράσης! Τι υπέροχος αυτοσχεδιασμός!

Οι επιτροπές δράσης αντανακλούσαν τη μεγάλη ανομοιογένεια στο επίπεδο συνείδησης των αγωνιζόμενων ανθρώπων – πάνω από όλα τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των φοιτητών και της μεγάλης μάζας των βιομηχανικών εργατών.

Η πρωτοβουλία να δημιουργηθούν οι επιτροπές δράσης πάρθηκε κυρίως από φοιτητές, που περιλάμβανε και μέλη όλων των «γκρουπούσκουλων» (τροτσκιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί κι ανένταχτοι). Στο τέλος του Ιούνη υπήρχαν στο Παρίσι περίπου 450 επιτροπές δράσης. Πολλές εκατοντάδες ξεπήδησαν σε ολόκληρη τη χώρα.

Οι επιτροπές δράσης κι οι «επιτροπές βάσης» πήραν πολύ διαφορετικές μορφές σε διάφορα μέρη και χώρους. Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα:

1) Ρον-Πουλάνκ (Βιτρύ): Υπήρχαν 39 επιτροπές βάσης. Αυτές έστελναν η κάθε μια 4 αντιπροσώπους στην κεντρική επιτροπή, άρα αυτό σήμαινε 156 μέλη από τα οποία τα 78 συνεδρίαζαν μόνιμα. Αυτοί οι αντιπρόσωποι εκλέγονταν και μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Οι συνεδριάσεις της κεντρικής επιτροπής λάμβαναν χώρα καθημερινά κι ήταν δημόσιες.

2) Υπουργείο Εφοδιασμού: Κάθε πρωί καλούνταν γενική συνέλευση του προσωπικού, αυτή ήταν και το ηγετικό σώμα της απεργίας, και κάθε μέρα εκλεγόταν ένας διαφορετικός πρόεδρος, ο ρόλος του οποίου περιοριζόταν στο να εξασφαλίζει την ελεύθερη συζήτηση (έτσι ως τις 8 Ιούνη είχαν εκλεγεί 18 διαδοχικοί πρόεδροι).

3 ) Έξω από τα εργοστάσια η βασική ανάγκη ήταν να οργανωθούν οι προμήθειες τροφίμων. Το κίνημα της 22ης Μάρτη βοήθησε στη δημιουργία οργανώσεων που διένειμαν κοτόπουλα και πατάτες στα εργοστάσια του Κουρμπεβουά.

4) Στη Ρεν έγιναν επαφές των εργατών με χωρικούς που πρόσφεραν πουλερικά και λαγούς σαν ένδειξη αλληλεγγύης.

Αυτές οι δομές, όσο εξαιρετικά δημοκρατική κι αν ήταν η φύση τους, εξαρτιόντουσαν σε σημαντικό βαθμό από την κατάσταση της απεργίας, και συγκεκριμένα από την ύπαρξη μιας ζωντανής απεργίας, στην οποία οι εργάτες ξεκινάν να ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Με το τέλος της απεργίας οι ίδιες μορφές δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Αλλά ήταν εφικτή κάποια μορφή διατήρησής τους. Έτσι στη CSF (Ισύ-Λε-Μουλινώ), καθιερώθηκε μια πιο μόνιμη επιτροπή βάσης.

Η διάρκεια της θητείας των μελών της επιτροπής βάσης ήταν 6 μήνες. Η επιτροπή αποτελούνταν από αντιπροσώπους που εκλέγονται από όλο το προσωπικό του συνόλου που αντιστοιχεί στην επιτροπή, ο αριθμός αυτών των αντιπροσώπων είναι περίπου το 10% της συνολικής εργατικής δύναμης. Οι μισοί από αυτούς αντικαθίσταντο κάθε τρεις μήνες, κανένας αντιπρόσωπος δεν μπορούσε να επανεκλεγεί 2 φορές συνεχόμενες. Ο σκοπός που επιδιωκόταν μέσα από τέτοια μέτρα ήταν να επιτραπεί η εναλλαγή όλων των εργατών σε θέσεις υπευθυνότητας. Οι αντιπρόσωποι μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή.

Αλλά ο ρόλος αυτών των επιτροπών βάσης ήταν αναγκαστικά ασαφής. Υπήρχε μεγάλη δυσφορία των συνδικαλισμένων εργατών από το ρόλο που έπαιζε η συνδικαλιστική ηγεσία στον αγώνα, κι από αυτήν τη δυσφορία μεγάλωνε κι η συνειδητοποίηση της ανάγκης να δημιουργηθούν εναλλακτικές μορφές οργάνωσης. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι νέες οργανώσεις μπορούσαν να βάλουν πίεση στα συνδικάτα όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις τους και να περιορίσουν τη δυνατότητα που είχαν να ξεπουλήσουν τον αγώνα. Αλλά στο σύντομο και καυτό χρονικό διάστημα που απέμενε οι νέες αυτές μορφές οργάνωσης δεν μπορούσαν να πάρουν τον έλεγχο από τα συνδικάτα, αλλά μόνο να συνυπάρχουν σε έναν εύθραυστο συμβιβασμό.

 

(σ.τ.Μ. Αδυναμίες των επιτροπών βάσης στο κίνημα του Μάη)

1) Ένας λόγος για αυτό ήταν η ανάγκη να ξεπεραστούν πολύ γρήγορα προηγούμενες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, ένα από τα επιτεύγματα των επιτροπών βάσης στην απεργία ήταν ο τρόπος που μπορούσαν να εμπλέκουν τους μη συνδικαλισμένους εργάτες μέχρι τότε- κάποιοι από τους καλύτερους αγωνιστές προέκυψαν μέσα από αυτή τη διαδικασία- αλλά αρχικά η ανάγκη για αντιπροσώπευση των μη συνδικαλισμένων εργατών στις απεργιακές επιτροπές, δημιούργησε αντιδράσεις δυσαρέσκειας από εργάτες που ήδη είχαν συνδικαλιστεί, και των οποίων η συνδικαλιστική συνείδηση ήταν σημαντικά βήματα μπροστά.

2) Η αδυναμία των επιτροπών βάσης έγινε μεγαλύτερη από τη στάση των διευθυντών που προτιμούσαν σε μεγάλο βαθμό να διαπραγματεύονται με τους γραφειοκράτες των συνδικάτων. Στη CSF (Iσύ-Λε-Μουλινώ) η διεύθυνση αρνήθηκε να συναντήσει τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των εργατών.

Ωστόσο οι επιτροπές βάσης αρκετά καθαρά εκπροσωπούσαν ένα νέο προχώρημα στα εργοστάσια. Έτσι στη Ρουσέλ-UCLAF, στη Ρομενβίγ, οι εργάτες εξέλεξαν εκπροσώπους στο εργοστάσιό τους χωρίς καμιά θεσμική νομιμότητα και χωρίς την υπόδειξη υποψηφίων από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες – μια πρακτική σχεδόν άγνωστη στη Γαλλία μέχρι τότε.

Όμοια, οι αναφορές από τη Ρον-Πουλάνκ (Βιτρύ) λεν ότι η επιτροπή βάσης ήταν πολύ κοντά στο να αντικαταστήσει τα συνδικάτα στο πρώτο 15ήμερο της απεργίας, όλες οι προτάσεις ακούγονταν, συζητιόνταν κι ο καλύτερες μπαίνανε σε ψηφοφορία (για παράδειγμα η ένταξη ενός μη συνδικαλισμένου εργάτη στην Εκτελεστική Επιτροπή). Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι αυτήν την περίοδο τα μέλη των συνδικάτων συνεργάστηκαν με τις επιτροπές βάσης χωρίς εσωτερικές διαμάχες. Στην πράξη, μπορούμε να πούμε δεν υπήρχαν πια μέλη ή μη μέλη των συνδικάτων, αλλά μόνο καταληψίες. Η Εκτελεστική Επιτροπή ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής .

Σήμερα (Αύγουστος 1968) υπάρχουν 3 βασικοί τύποι επιτροπών δράσης: 1) οι τοπικές-όποιος κατοικεί σε μια περιοχή μπορεί να ενταχθεί στην αντίστοιχη επιτροπή- 2) των χώρων δουλειάς-(επιτροπές βάσης) 3) οι επιτροπές συντονισμού φοιτητών-εργαζομένων. Οι τελευταίες, που έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της απεργίας, βρίσκονται τώρα σε εξασθένηση. Οι πρώτοι 2 τύποι είναι πλέον πιο ενεργοί.

3) Η μεγαλύτερη αδυναμία των επιτροπών δράσης είναι η πολυδιάσπαση κι η έλλειψη συντονισμού τους και

4) η έλλειψη προοπτικής.

5) Τα μέλη των επιτροπών δράσης φοβούνται τη γραφειοκρατία, και δικαιολογημένα. Αρκετά συχνά ωστόσο, ταυτίζουν την κεντρική οργάνωση (που τους λείπει) με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πετώντας έτσι και το μωρό μαζί με τα λασπόνερα. Σαν αποτέλεσμα δεν υπάρχει πρακτικά οποιοσδήποτε συντονισμός μεταξύ των επιτροπών δράσης.

Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε αν μέσα στις επιτροπές δράσης- μέσα από τη δράση και τη συζήτηση- θα προκύψουν πολιτικές διαφοροποιήσεις κι ανασυνθέσεις που θα οδηγήσουν στο χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος. Είναι όμως πιθανό, ότι οι επιτροπές δράσης, και κυρίως οι επιτροπές βάσης, θα βοηθήσουν στην ανάδειξη μιας εκλεγμένης από τη βάση πρωτοβάθμιας εργοστασιακής ηγεσίας, κάτι σαν τους shop stewards (εκλεγμένους συνδικαλιστές των πρωτοβάθμιων σωματείων, θεσμός που υπάρχει στη Βρετανία, αλλά όχι στη Γαλλία).

 

Το κόμμα της προδοσίας

Ο αντεπαναστατικός ρόλος του ΚΚΓ είναι μια παλιά ιστορία. Στο χώρο που έχουμε διαθέσιμο θα παραθέσουμε μόνο λίγα παραδείγματα από αυτήν τη μεγάλη και δυσάρεστη ιστορία.

Η περίοδος του Λαϊκού Μετώπου

Ακολουθώντας το Γάλλο-Σοβιετικό Σύμφωνο του Μάη 1935, το ΚΚΓ μετακινήθηκε γρήγορα προς την ταξική συνεργασία. Λίγο μετά την επιστροφή του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Πιέρ Λαβάλ από τη Μόσχα, όπου ανακοίνωσε ότι

«ο Στάλιν εγκρίνει πλήρως την πολιτική της εθνικής άμυνας της Γαλλίας, για να διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε επίπεδο επαρκές για να διαφυλάξει την ασφάλειά της»,

το ΚΚΓ σε ένα γράμμα προς το Συνέδριο του Ριζοσπαστικού Κόμματος (σ. μ. συντηρητικό κόμμα), διακήρυξε:

«Η ιδιωτική περιουσία, ο ‘‘καρπός’’ της εργασίας κι οι καταθέσεις πρέπει να γίνουν σεβαστά».

Όταν το Μάη και τον Ιούνη του 1936 ένα μαζικό απεργιακό κίνημα με καταλήψεις απλώθηκε αυθόρμητα σε όλη τη Γαλλία, όπου συμμετείχαν περίπου 1,5 εκατομμύριο εργάτες, το ΚΚΓ απέδειξε ότι είναι ένα «κόμμα της τάξης». Ανέλαβε το ρόλο να προσπαθήσει να ελέγξει το απεργιακό κύμα. Η ηγεσία του ταράχτηκε από τον επαναστατικό χαρακτήρα του αγώνα. Ο Κασέν (γ.γ. του ΚΚΓ) δήλωσε ότι

«έχουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της απεργίας».

Το στέλεχος του ΚΚΓ Ανρί Ρεϊνώ κι ο σοσιαλδημοκράτης Ζιλ Μος διώχτηκαν από εργοστάσιο από τους απεργούς εργάτες με τους οποίους πήγαν να συζητήσουν. Στις 11 Ιούνη ο Τορέζ δήλωσε σε μια συγκέντρωση του κόμματος:

«Αν είναι σημαντικό να οργανώσουμε κατάλληλα ένα κίνημα αιτημάτων, είναι εξίσου σημαντικό να ξέρουμε πώς θα θέσουμε και το τέρμα του. Δεν μπαίνει το ζήτημα να πάρουμε την εξουσία αυτή τη στιγμή (…) Αν ο σκοπός τώρα είναι να πετύχουμε την ικανοποίηση αιτημάτων οικονομικού χαρακτήρα, ενώ προοδευτικά θα ανυψώνουμε τη συνείδηση και την οργάνωση των μαζών, πρέπει να ξέρουμε και πώς να σταματήσουμε μια απεργία όταν τα αιτήματα αυτά ικανοποιηθούν».

 

Περίοδος 1944 – ’47

Τον Αύγουστο του 1944 το ένοπλο κίνημα αντίστασης, που αποτελούνταν κυρίως από εργάτες, αξιοποίησε την πτώση της γερμανικής εξουσίας για να πάρει τον έλεγχο του Παρισιού. Κατέλαβαν τα βασικά εργοστάσια, και με τα όπλα στο χέρι έκαναν περιπολία στην πόλη αφοπλίζοντας την αστυνομία, που είχε συνεργαστεί με τους Ναζί. Οι «200 οικογένειες» -οι οικονομικοί κολοσσοί της Γαλλίας- δεν είχαν καθόλου λαϊκό έρεισμα, αφού είχαν πρόθυμα κι αυτοί συνεργαστεί με το Χίτλερ κι είχαν κάνει καλές δουλειές κάτω από την εξουσία των Ναζί. Πραγματικά θα μπορούσε κανείς να πει δίχως αμφιβολία πως είχε ηχήσει το πένθιμο εμβατήριο του γαλλικού καπιταλισμού. Μα τότε, πώς επιβίωσε; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί βασικά στη «διαγωγή» του Γαλλικού Κομμουνιστικού και Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Μετά την υπογραφή από τον Ντε Γκωλ της 20χρονης Γάλλο-Σοβιετικής συμμαχίας το Δεκέμβρη του 1944, ο Τορέζ (γ.γ. του ΚΚΓ) τον χαρακτήρισε δημόσια

«έναν σπουδαίο φίλο και σύμμαχο της Σοβιετικής Ένωσης».

Το κόμμα λειτούργησε στο πνεύμα αυτής της φιλίας, κι αμέσως μετά την επιστροφή από τη Μόσχα συμφώνησε στον αφοπλισμό της λαϊκής πολιτοφυλακής, ένα μέτρο στο οποίο αντιτασσόταν ένα χρόνο νωρίτερα. Ο Τορέζ μετά έκανε σημαία το σύνθημα «ένα κράτος, ένας στρατός, μια αστυνομία» και οι σταλινικοί του Υπουργικού Συμβουλίου Τορέζ, Τιλόν και Μπιλού ψήφισαν ένα διάταγμα με το οποίο διαλυόταν η λαϊκή πολιτοφυλακή. Η «μια αστυνομία» που απέμενε ήταν η ίδια που είχε υπηρετήσει την απεργοσπαστική κυβέρνηση Νταλαντιέ, κι αργότερα αυτήν του Βισί και της Γκεστάπο, η ίδια που καταδίωκε την Αντίσταση για 4 χρόνια και που από τότε δεν είχε εκκαθαριστεί. Ο Τορέζ μπορούσε ξεδιάντροπα να διακηρύσσει ότι «δεν προτάξαμε καθόλου σοσιαλιστικές αξιώσεις». Κι ένας άλλος ηγέτης του Κόμματος, ο Ντικλό μπορούσε να λέει:

«Μετά την απελευθέρωση έχουμε συμβάλει στην αποκατάσταση της τάξης στη χώρα. Ηγηθήκαμε της καμπάνιας υπέρ του αφοπλισμού των ένοπλων ομάδων και υπέρ της παραγωγής».

Το πώς οι ηγέτες του ΚΚΓ ενθάρρυναν την παραγωγικότητα κι εμπόδισαν τις απεργίες είναι καθαρό, για παράδειγμα, από το λόγο του Τορέζ στη Βαζιέρ στις 21 Ιούλη, 1945, όπου είπε με πομπώδες ύφος:

«Είναι αλήθεια ότι εμείς μόνο, οι κομμουνιστές, είχαμε αρκετή δύναμη για να βάλουμε τέλος στις απεργίες τον Ιούνη το 1936, και ότι μόνο εμείς, 5 μήνες νωρίτερα, είχαμε τη δικαιοδοσία να πούμε: πρέπει να σταματήσουμε να διακινδυνεύουμε έναν εμφύλιο πόλεμο και να μην επιτρέψουμε προβοκάτσιες ενάντια στην εργατική τάξη και στη χώρα μας.

Επιπλέον, δεν είναι αλήθεια ότι οι εργάτες στα ορυχεία δεν αγαπούν τη δουλειά τους. Ξέρετε ότι προέρχομαι από οικογένεια εργατών ορυχείου (…) Οι παλιοί εργάτες στα ορυχεία αγαπούν τη δουλειά τους όπως οι ναύτες αγαπούν τη θάλασσα.

Θέλω να επανέλθω στο ζήτημα σχετικά με τις συνεχείς απουσίες (από τη δουλειά). Πολλοί λόγοι και προφάσεις δίνονται για τις απουσίες. Πρέπει να πω, αγαπητοί σύντροφοι, ότι δεν είμαι πλήρως πεπεισμένος από τους λόγους που δίνονται για να δικαιολογήσουν τις απουσίες.

Θα σας πω, αγαπητοί σύντροφοι, ότι στη κοιλάδα της Λουάρ, το ίδιο ζήτημα προέκυψε το χειμώνα, οπότε υπήρχαν πολλές ασθένειες κι έλλειψη τροφίμων. Το συνδικάτο συγκέντρωσε τους εκπροσώπους του στο Ταμείο Κοινωνικής Πρόνοιας και τους είπε ‘‘εξετάστε τα ιατρικά πιστοποιητικά και συζητήστε τα με τους γιατρούς’’ και αυτοί απάντησαν ‘‘αυτοί οι γιατροί, το μεγαλύτερο κομμάτι τους, δεν είναι φίλοι σας. Δίνουν πιστοποιητικά πολύ εύκολα. Αυτοί, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν εχθροί της εργατικής τάξης και των εθνικοποιήσεων, εύκολα μοιράζουν πιστοποιητικά, ευνοούν την αποδιοργάνωση’’. Πρόκειται να γίνουν εκλογές στο Ταμείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Το συνδικάτο πρέπει να απαιτήσει να αναδειχθούν αυτά τα ζητήματα παντού και να πει στους εκπροσώπους του Ταμείου Κοινωνικής Πρόνοιας που πρόκειται να εκλεγούν ‘‘πρέπει να είστε αδιάλλακτοι, πρέπει να τελειώνουμε με αυτές τις μεθόδους, επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με αναρχία, με μια παρότρυνση στην τεμπελιά».

Μου είπαν τις προάλλες ότι στο ορυχείο της Εσκαρπέλ περίπου 15 νέοι ζήτησαν άδεια στις 6 για να πάνε για χορό. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο».

Όμοια το 1945 ο Τορέζ αποκήρυξε σαν ταραξίες τους δημοσίους υπαλλήλους που απείλησαν με απεργιακή δράση. Αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρξαν απεργίες, αφού το ΚΚΓ δεν έλεγχε πλήρως τους εργάτες- οι τυπογράφοι στο Παρίσι τον Ιανουάριο 1946, οι ταχυδρομικοί τον Ιούλιο 1946 κι η απεργία της Ρενώ τον Απρίλη 1947, που συνέπεσαν με την αλλαγή γραμμής του ΚΚΓ.

Υποστήριξη στον ιμπεριαλισμό

Στις 4 Απρίλη 1946 οι σταλινικοί βουλευτές στο γαλλικό Κοινοβούλιο ψήφισαν υπέρ του ακόλουθου συγχαρητηρίου μηνύματος στα γαλλικά στρατεύματα που πολεμούσαν στην Ινδοκίνα ενάντια στους Βιετ-Μινχ:

«Η Εθνική Συντακτική Συνέλευση εκφράζει στα στρατεύματα των Ειδικών Δυνάμεων στην Άπω Ανατολή και στους ηγέτες τους την ευγνωμοσύνη και την εμπιστοσύνη της χώρας, την επομένη της μέρας που η έλευσή τους στο Ανόι σηματοδοτεί την επισφράγιση της επιτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής της Δημοκρατίας, της ειρηνικής απελευθέρωσης όλων των λαών της Ομοσπονδίας Της Ινδοκίνας».

Επίσης,

«Με αφορμή τα Χριστούγεννα, η επιτροπή Εθνικής Άμυνας στέλνει στους Γάλλους στρατιώτες στην Ινδοκίνα την έκφραση της ηθικής της συμπαράστασης και χαιρετίζει τις προσπάθειες να διατηρήσουν στην Άπω Ανατολή την εκδημοκρατικιστική και φιλειρηνική παρουσία της Γαλλίας». (10 Δεκεμβρίου 1946).

Το Μάρτιο του 1947, όταν το ΚΚΓ ήταν ακόμα στην κυβέρνηση, το Πολιτικό Γραφείο εξέδωσε μια ανακοίνωση που έδινε γραμμή στους Κομμουνιστές βουλευτές να απέχουν από την ψηφοφορία για την πίστωση της στρατιωτικής αποστολής στο Βιετνάμ, αλλά πρόσθεσε

«δεν υπάρχει ανάγκη οι Κομμουνιστές υπουργοί να σπάσουν την υπουργική αλληλεγγύη».

Αργότερα, ακόμα κι όταν κάποιοι λιμενεργάτες κι άλλα μεμονωμένα μέλη του κόμματος πήραν ενεργά μέρος στις αντιδράσεις ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το κόμμα δεν προσπάθησε να οργανώσει μαζικές διαδηλώσεις.

Στο ζήτημα της Αλγερίας, που διέγειρε πολύ πιο έντονα τα συναισθήματα του γαλλικού λαού, ο ρόλος του Κόμματος ήταν ακόμα χειρότερος.

Πριν τον πόλεμο το Γαλλικό ΚΚ ποτέ δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα του Αλγερινού εθνικισμού. Τον Ιανουάριο του 1937 η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου διέλυσε τα στρατεύματα του Μεσαλί Χατζ στη Βόρεια Αφρική. Το Μάη του 1945, μετά από εθνικιστική διαδήλωση στην Αλγερία που κατέληξε σε συγκρούσεις, υπήρξε σφοδρή καταστολή από τις αρχές που οδήγησε σε τουλάχιστον 10.000 θανάτους μουσουλμάνων – πιθανώς πολύ περισσότερους. Η γαλλική κυβέρνηση τον καιρό των «αντιποίνων» περιλάμβανε 2 κομμουνιστές υπουργούς, κι η «LHumanite» στις 19 Μάη περιείχε τη δήλωση

«είναι απαραίτητο να δώσουμε την τιμωρία που αρμόζει στους χιτλερικούς δολοφόνους που συμμετείχαν στα γεγονότα της 8 Μάη, και τους ψευδο-εθνικιστές ηγέτες».

Ο Τορέζ στην αναφορά του στο 10ο Συνέδριο του ΚΚΓ (Ιούνιος 1945) έδωσε ένα δείγμα αιτιολόγησης γιατί είχε τέτοια στάση το ΚΚΓ:

«Έχουν εξαντληθεί τα τρόφιμα. Η Αλγερία θα μπορούσε να μας προμηθεύει με 1 εκατομμύριο πρόβατα κάθε χρόνο, αν βελτιώνονταν τα αποθέματα νερού της».

Και ο Καμπαλέρο, γενικός γραμματέας του Αλγερινού Κ.Κ. έβγαλε το καθαρό συμπέρασμα ότι

«ο Αλγερινός λαός είχε τους ίδιους εχθρούς με το γαλλικό λαό, και δε θέλει να χωριστεί από τη Γαλλία. Εκείνοι που διεκδικούν την ανεξαρτησία της Αλγερίας είναι συνειδητά ή ασυναίσθητα πράκτορες κάποιου άλλου ιμπεριαλισμού».

Το 1954, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Αλγερία, το ΚΚΓ δεν είχε ούτε τη δικαιολογία του λιμού ή της κυβερνητικής «υπευθυνότητας».

Η κυβέρνηση του Μολέ το 1956 ζήτησε από τις ειδικές στρατιωτικές δυνάμεις να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στην Αλγερία, και οι βουλευτές του ΚΚΓ ψήφισαν υπέρ αυτού, με τη δικαιολογία ότι

«ένας σημαντικός σκοπός αυτής της ψηφοφορίας ήταν να γείρει η πλάστιγγα προς τα αριστερά και να απελευθερώσει την κυβέρνηση από τις πιέσεις της αντίδρασης».

Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην εκ νέου επιστράτευση των απόστρατων στρατιωτών στην Αλγερία, που οργανώθηκαν από αγωνιστές τοπικών οργανώσεων του ΚΚΓ, αποκηρύχθηκαν από το Κόμμα, ενώ η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση εξαπέλυσε καταστολή ενάντια σε αυτές τις διαδηλώσεις. Η ηγεσία του ΚΚΓ απαγόρευσε την άμεση συνάντηση μεταξύ Γάλλων και Αλγερινών κομμουνιστών.

Όταν ο Ντε Γκωλ ήρθε στην εξουσία (1958), η Σοβιετική Ένωση ανησύχησε φανερά για την κατάσταση, (η ΕΣΣΔ αναγνώρισε την κυβέρνηση μόλις τον Οκτώβρη του 1960), ο γ.γ. του ΚΚΣΕ Χρουστσόφ πίεσε για συμβιβασμό μέσω διαπραγματεύσεων κι η ΕΣΣΔ έγινε φειδωλή σε ό,τι αφορούσε εξοπλισμούς ή άλλες, μη στρατιωτικές προμήθειες.

Ωστόσο, όταν ένας Κομμουνιστής αγωνιστής, ο Αλμπέρ Λιχτί, αρνήθηκε να μεταφέρει όπλα στην Αλγερία και φυλακίστηκε, το ΚΚΓ δεν οργάνωσε καμπάνια για το ζήτημα για περίπου ένα χρόνο. Όταν εκδόθηκε το «Μανιφέστο των 121», που υποστήριζε την άρνηση της μεταφοράς όπλων ενάντια στους Αλγερινούς, το Κόμμα αποκρίθηκε (αν και 9 μέλη του το είχαν υπογράψει) ότι δε θα μπορούσε να εγκρίνει

«σε οποιαδήποτε μορφή το κάλεσμα σε απειθαρχία ή σε οργάνωση αυτής».

 

Η ανθεκτικότητα του ΚΚΓ

Μετά από τη ζημιά που είχε κάνει το ΚΚΓ στην εργατική τάξη, πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει το γεγονός ότι ακόμα η συντριπτική πλειονότητα των Γάλλων εργατών παρέμενε πιστή σε αυτό; Οι δύο μεγαλύτερες περίοδοι ανάπτυξης του Κόμματος ήταν κατά τη διάρκεια της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου το 1936 και της Απελευθέρωσης το 1945, και οι δύο ήταν φάσεις στις οποίες στάθηκε εμπόδιο στην πορεία της εργατικής τάξης προς την εξουσία, με την εκτροπή της στα ασφαλή κοινοβουλευτικά κανάλια. Η μεγάλη ανθεκτικότητα του Κόμματος φάνηκε επίσης την περίοδο της Ουγγρικής Επανάστασης. Τότε ο λαός δεν υποστήριξε ολωσδιόλου τη ρωσική παρέμβαση εκεί, κι οι ηγέτες της CGT ήταν ανίκανοι να πείσουν τα μέλη τους να την επιδοκιμάσουν, κάτι που τους υποχρέωσε να αφήσουν ανοιχτό το ζήτημα, αλλά το Κόμμα έχασε λίγα μέλη και ψήφους πάνω σε αυτό το ζήτημα.

Μια ανάλυση των αιτίων της τεράστιας δύναμης του ΚΚΓ και της ανθεκτικότητάς του είναι απαραίτητη. Για να γίνει, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Σταλινισμός έχει μια συνεκτική λογική. Οποιαδήποτε και να είναι τα κίνητρα της ηγεσίας, οι αγωνιστές της βάσης που έδερναν τους «αριστεριστές» και έδιωχναν τους φοιτητές από τα εργοστάσια το έκαναν από ειλικρινή πίστη στις θέσεις του Κόμματος.

1) Σίγουρα ένας βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι οι εργάτες δεν μπορούν να δουν σοβαρή αξιόπιστη επιλογή. Δεν μπορούν να φύγουν από το ΚΚΓ, παρά τα εγκλήματά του, αν δεν μπορεί να πάρει τη θέση του ένα άλλο ορατό κόμμα.

2) Ένας 2ος λόγος είναι ο εγγενής συντηρητισμός που χαρακτηρίζει όλες τις μαζικές οργανώσεις. Στο κάτω-κάτω , κάποιες γενιές της εργατικής τάξης έχουν γαλουχηθεί μέσα στο ΚΚΓ. Αυτό έχει δημιουργήσει μια ισχυρή παράδοση. Οι εργάτες νιώθουν βαθιά πίστη σε εκείνους που τους μεγάλωσαν και τους εκπαίδευσαν.

Αυτοί οι δύο παράγοντες εξηγούν τη σταθερότητα της μαζικής υποστήριξης τόσο του ΚΚΓ όσο και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν το ΚΚΓ από την παραδοσιακή Σοσιαλδημοκρατία, που προσδίδουν σημαντική ανθεκτικότητα στο πρώτο.

Όπως η Σοσιαλδημοκρατία, το ΚΚΓ έχει σαν κοινωνική του βάση την εργατική αριστοκρατία, τους διαχειριστές των τοπικών συμβουλίων και κυβερνητικών αρχών. Τα μέλη του που είναι εκλεγμένα στα συνδικάτα παίρνουν επιχορηγήσεις από το κράτος. Πολλά μέλη του ανήκουν στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ευνοείται από τα προνόμια που παρέχονται από το γαλλικό καπιταλισμό στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα του εργατικού κινήματος. Αλλά, σε αντίθεση με τη Σοσιαλδημοκρατία,

3) Το ΚΚΓ είναι πιο ικανό να θωρακίζει τη βάση του από τις επιθέσεις από τα αριστερά, αφού η σχέση του με την άρχουσα καπιταλιστική τάξη της Γαλλίας είναι πιο αντιφατική.

α) Το Κρεμλίνο ποτέ δεν έβγαλε στο σφυρί το ΚΚΓ προς πώληση στα Ηλύσια, το παραχωρούσε μόνο προς ενοικίαση.

β) Το γεγονός ότι ξανά και ξανά το ΚΚΓ άλλαξε στάση και περιθωριοποιήθηκε από την επίσημη κοινωνία, βοήθησε τους ηγέτες του να ρετουσάρουν την αμαυρωμένη του εικόνα.

γ) Για να διατηρήσει την επιρροή του ανάμεσα στους εργάτες, οι ηγέτες του ΚΚΓ ξανά και ξανά οργανώνουν «αγώνες», φυσικά πάντα περιχαρακωμένους κι ελεγχόμενους, αλλά παρ’ όλα αυτά αγώνες. Το ιστορικό υπόβαθρο του ΚΚΓ εξηγεί γιατί μπορεί να είναι «επιρρεπές» σε τέτοιους αγώνες, ενώ η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί. Η εκφύλιση της Σοσιαλδημοκρατίας πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο της ανάπτυξης του καπιταλισμού με σχετική κοινωνική ειρήνη, την περίοδο που προηγήθηκε του Α’ ΠΠ. Είχε εξελιχθεί σε αστικό συμβιβαστικό κόμμα, αφού δεν χρειάστηκε μεθόδους «αγώνα» για κερδίζει τις λαϊκές μάζες με το μέρος της.

Όταν ήρθε μια παρατεταμένη περίοδος κρίσεων κι αναταράξεων, η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις νέες μεθόδους που απαιτούνταν για να διατηρήσει τη μαζική της βάση.

Η εκφύλιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς έγινε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια των μεγάλων αναταραχών που ακολούθησαν τη μεγαλύτερη επαναστατική κρίση που ο κόσμος είχε γνωρίσει.

Οι παραπάνω παράγοντες -εξάρτηση από την Σοβιετική γραφειοκρατία (και μόνο σε δεύτερη μοίρα από το γαλλικό καπιταλισμό) και διατήρηση της ικανότητάς του να ρέπει προς τους «αγώνες»- δημιουργούν κι έναν άλλο παράγοντα, αρκετά σημαντικό για τη σταθερότητα του ΚΚΓ:

4) Την αυταρχική του φύση.

Η Σοσιαλδημοκρατία σαν αστικό Κόμμα έχει πολύ μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό από ό,τι δημοκρατία στους κόλπους της. Οι καλοντυμένοι γραφειοκράτες στην κορυφή του κόμματος είναι αρκετά απαλλαγμένοι από οποιονδήποτε πραγματικό έλεγχο από τη βάση. Όπως και στην υπόλοιπη καπιταλιστική κοινωνία, οι αποφάσεις παίρνονται από μια μικρή ομάδα στην κορυφή και μεταβιβάζονται στους ανθρώπους προς τα κάτω. Η ελευθερία να συζητιούνται θέματα (και να επιλέγονται «αντιπρόσωποι») μια φορά κάθε κάμποσα χρόνια είναι ό,τι έχει απομείνει στη βάση τους. Αν προκύπτει η ανάγκη να λογαριαστούν με τους επαναστάτες, όπως στη Γερμανία το 1919, δεν είναι τα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος -που έχουν ανατραφεί μέσα στον αστικό κομφορμισμό και νομιμοφροσύνη- που θα κάνουν τη βρώμικη δουλειά, αλλά τα σώματα του στρατού και της αστυνομίας του καπιταλιστικού κράτους.

α) Τα κομμουνιστικά κόμματα σχηματίστηκαν ενάντια στην αστική νομιμοφροσύνη της Σοσιαλδημοκρατίας, κι αντιμετώπισαν αυτή τη νομιμοφροσύνη προτάσσοντας την αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας. Ακολουθώντας τη γραφειοκρατική εκφύλιση των ΚΚ σε όλον τον κόσμο, ενώ έχαναν το επαναστατικό περιεχόμενο της δράσης τους, ακόμα κρατούσαν τη στάση τους σχετικά με την υποστήριξη της βίας. Όντας καλυμμένοι όσον αφορά την υπερευαισθησία τους σε αυτό το ζήτημα, τα ΚΚ εκπαίδευσαν τα μέλη τους να κατατρέχουν τους ανταγωνιστές τους. Ο μηχανισμός ήταν αρκετά ισχυρός για να απομονώσει τους επαναστάτες από τη βάση του ΚΚ και των συνδικάτων για δεκαετίες.

Για μια ολόκληρη γενιά, σε κανέναν τροτσκιστή δεν επιτρεπόταν από το ΚΚΓ να πουλά εφημερίδα στα εργοστάσια ή τη γειτονιά τους. Ξανά και ξανά οι (τροτσκιστές) διακινητές εφημερίδας δέρνονταν με μανία. Ποτέ ούτε για μια στιγμή δε χαλάρωσε το ΚΚΓ την εγρήγορση με την οποία κυνηγούσε τροτσκιστές αγωνιστές διώχνοντάς τους από τα συνδικάτα.

Κάποιος δεν έχει παρά να σκεφτεί τη διαδήλωση στις 13 Μάη 1968 στο Παρίσι, όταν 20.000 «φρουροί» του ΚΚΓ σχημάτισαν αλυσίδες για να διαχωρίσουν τους εργάτες από τους φοιτητές! Κανένα Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δε διαθέτει τέτοιον μηχανισμό τραμπούκων.

β) Υπάρχει άλλος ένας λόγος που ενισχύει τον έλεγχο του ΚΚΓ πάνω στις μάζες. Καμιά δίοδος αυθόρμητης οργάνωσης κι έκφρασης της βάσης δεν υπάρχει, όχι μόνο στο Κόμμα, αλλά και στο συνδικάτο που ελέγχεται από το Κόμμα, τη CGT.

Οι τοπικοί κλάδοι και τομείς της CGT περιλαμβάνουν γενικές συνελεύσεις των μελών σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με το ζόρι μια φορά το χρόνο. Οι μόνες συνελεύσεις που γίνονται στο συνδικάτο είναι εκείνες που αφορούν το μηχανισμό του. Γενικά αυτές οι συνελεύσεις αποκαλούνται συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής και συμμετέχουν μόνο εργάτες που αμείβονται για να εκτελέσουν το καθήκον τους σαν «εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των εργαζομένων» και σαν μέλη της επιτροπής στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργατών και της διεύθυνσης, και που ασχολούνται με τις εργασιακές συνθήκες.

Όποτε μπορεί το ΚΚΓ, προσπαθεί να παρεισφρήσει σε όλη τη δομή του συνδικάτου και να καταλάβει όλα τα πόστα, μοιράζοντας τις υπευθυνότητες στα χέρια των μελών του Κόμματος. «Αναξιόπιστα» στοιχεία κρατήθηκαν μακριά από τις συνελεύσεις. Οι «εκπρόσωποι» εκλέγονται από λίστες της ηγεσίας των συνδικάτων.

Έτσι, σε αντίθεση με την Αγγλία, ένας εργάτης μπορεί να εκλεγεί σαν συνδικαλιστής εκπρόσωπος από εργάτες που, παρότι είναι στο ίδιο συνδικάτο δεν τον ξέρουν, ή που προσωπικά τον σιχαίνονται. Κάθε εκπρόσωπος δικαιούται 15 ώρες πληρωμένες κάθε μήνα:

«H CGT μπορεί να αποφασίσει ότι οι κυλιόμενες απεργίες μισής ώρας ή ενός τετάρτου κάθε 15 ώρες είναι ο καλύτερος τρόπος να παλέψεις ενάντια στην εργοδοσία. Αυτή η απόφαση δεν μπαίνει σε ψηφοφορία από τους εργάτες, αλλά σε εργοστάσια ή κλάδους κάποιοι πεισμένοι εργάτες στέλνονται να οργανώσουν χρονοβόρες ‘‘δημοκρατικές’’ συζητήσεις πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης των κυλιόμενων απεργιών. Έτσι η επιλογή της μέρας και της ώρας αποφασίζεται σε τέτοιες συγκεντρώσεις της βάσης. Οποιοσδήποτε παρέμβει για να πει ότι δε συμφωνεί με αυτήν την αρχή, σύντομα θα του πούνε ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα υπό συζήτηση».

γ) Οι γραμμές επικοινωνίας (σ.μ. μεταξύ των κομματικών οργανώσεων) είναι ανοιχτές μόνο μέσω ΚΚΓ και CGΤ. Η CGT μπορεί να μεταφέρει πληροφορίες από τη μια ομάδα στην άλλη- λέγοντας στη μια βάρδια ή στο ένα εργοστάσιο ότι οι άλλοι έχουν ήδη συμφωνήσει ή διαφωνήσει με την απεργία, κι επομένως να τους πείσει να ενεργήσουν όπως απαιτείται.

δ) Οι δυνάμεις «καταστολής» του ΚΚΓ στη βιομηχανία είναι ισχυρές. Να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα που παρατέθηκε από έναν εργάτη στη Ρενώ:

«Το 1960, η διεύθυνση απέλυσε σχεδόν 3.000 εργάτες. Αυτοί, με τη συμπαράσταση κάποιων άλλων, εξέφρασαν την οργή τους σπάζοντας τα παράθυρα της διεύθυνσης (…) Την επόμενη μέρα (…) μια προκήρυξη από τη CGT, τους έκανε επίθεση σαν προβοκάτορες και με υπονοούμενα κατέδωσε 3 από τους ενόχους. Σαν αποτέλεσμα οι δύο απολύθηκαν γι’ αυτό, κι η μόνη κατηγορία εναντίον τους ήταν αυτά που έλεγε η προκήρυξη. Οι 3 που κατονομάστηκαν, ήταν μέλη άλλων συνδικάτων κι όχι της CGT».

ε) Στη βάση της αυταρχικής φύσης του ΚΚΓ, καλλιεργήθηκε η λατρεία του πάνσοφου ηγέτη. Ιδιαίτερα τροφοδοτήθηκε η λατρεία γύρω από το πρόσωπο του Μορίς Τορέζ. Από το 1946 οι επίσημες λίστες του συνόλου των μελών της Κεντρικής Επιτροπής έθεταν τον Τορέζ επικεφαλής της λίστας κι όχι σύμφωνα με τη θέση που του αναλογούσε με αλφαβητική σειρά.

Το Μάη του 1950 οργανώθηκε μια Εθνική Έκθεση για τη γιορτή των 50ών γενεθλίων του Τορέζ. Σε αυτό το διάστημα το Κόμμα άρχισε να εκδίδει κάρτες μέλους με τίτλο «εντάσσομαι στο κόμμα του Μορίς Τορέζ», που μόλις αναφέρανε το ΚΚ, με μικρά γράμματα στο τέλος.

Με αφορμή το θάνατο του Στάλιν το 1953, το Κόμμα έστειλε ένα μήνυμα στον Τορέζ που περιλάμβανε τα ακόλουθα:

«Μας φαίνεται ότι η φωνή σου ηχεί στον απέραντο χώρο της μεγάλης αίθουσας – η φωνή σου που δημιούργησε το Κόμμα μας… Η παρουσία σου δίνει υπόσταση σε όλες τις ελπίδες μας. Και νιώθουμε ότι έχεις προσφέρει στον καθένα από μας».

5) Αποδεκτό από εκατομμύρια σαν το μόνο κόμμα της εργατικής τάξης, ενώ την ίδια στιγμή όλο και πιο πολύ βυθιζόταν στην αστική πολιτική -κοινοβουλευτισμός, «ειρηνική συνύπαρξη» κ.τ.λ.- το ΚΚΓ υποστηρίζει τις αστικές προκαταλήψεις των οπαδών του και τροφοδοτείται από αυτές. Πολλοί οπαδοί του Κόμματος σήμερα δεν το θεωρούν σαν την ενσάρκωση των ιδεών και των παραδόσεων του Οκτώβρη του 1917, αλλά σαν την ενσάρκωση του ρεφορμιστικού οπορτουνισμού.

Έτσι μια έρευνα που διεξήχθη το 1952 από την IFOP (γαλλική εταιρεία μέτρησης της κοινής γνώμης) σε ψηφοφόρους διαφόρων κομμάτων, βρήκε τα ακόλουθα που αφορούν το ΚΚΓ: το 29% δε θεωρούσε το Κόμμα αρκετά αδιάλλακτο (έναντι 13% πολύ αδιάλλακτο και 42% όσο πρέπει), το 50% προτιμούσε τη μεταρρύθμιση με τη βοήθεια της «επανάστασης», το 40% πίστευε ότι το Κόμμα ποτέ δεν θα έπαιρνε την εξουσία με τη βία, το 32% ψήφιζε το ΚΚ για να στηρίξει τον αγώνα για ειρήνη, το 39% για το αντικαπιταλιστικό του πρόγραμμα, το 46% πίστευε πως ο πόλεμος ήταν το πιο σημαντικό πρόβλημα και το 32% το κόστος ζωής, το 74% πίστευε πως η Γαλλία θα έπρεπε να μείνει ουδέτερη σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Όπως και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, οι οπαδοί του ΚΚΓ συμμετέχουν όλο και λιγότερο στις κομματικές δραστηριότητες, ακόμα κι όσον αφορά τον κομματικό Τύπο. Έτσι, για παράδειγμα, όσο κι αν το ΚΚ διατηρούσε την εκλογική του δύναμη των περίπου 5 εκατομμυρίων ψήφων για πάνω από δύο δεκαετίες, η κυκλοφορία της «LHumanite» έπεσε από περίπου 400.000 το 1947 σε περίπου 200.000 σήμερα.

Η δύναμη του ΚΚΓ έγκειται πάνω από όλα στο γεγονός ότι για πολλά χρόνια ήταν η μόνη πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης, η μόνη αριστερή δύναμη, που συσπειρώνει γύρω της όλες τις ελπίδες για αλλαγή.

Ωστόσο ο τυφλοπόντικας της Ιστορίας συνεχίζει να ανοίγει τρύπες…

Το Μάη του 1968, για πρώτη φορά, εμφανίστηκε σοβαρή πολιτική απειλή από τα αριστερά του ΚΚΓ, για πρώτη φορά από την εκφύλιση της Κομμουνιστικής Διεθνούς η Άκρα Αριστερά εμφανίστηκε σαν πολιτική δύναμη στη χώρα που δεν ήταν αμελητέα. Δεκάδες χιλιάδες νέων, μέσα σε αυτούς δεκάδες χιλιάδες νέοι εργάτες, στράφηκαν προς την επαναστατική πολιτική. Για πρώτη φορά ήρθε στο προσκήνιο ένα μαζικό κίνημα ανεξάρτητο από το ΚΚ. Πρακτικά περιορισμένο μόνο στη νεολαία, συγχυσμένο, αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχε.

Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που καθιστούν πολύ πιο δύσκολο αυτή τη φορά για το ΚΚΓ να διατηρήσει την κηδεμονία της εργατικής τάξης. Το 1936 ήταν το Κόμμα της άκρας αριστεράς, αφού το βασικό κόμμα της εργατικής τάξης ήταν ακόμα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SFIO). Εκείνη την περίοδο το ΚΚΓ είλκυε τα πιο φτωχά τμήματα της εργατικής τάξης – τους μη οργανωμένους εργάτες. Το 1945 το ΚΚΓ ήταν το Κόμμα της Αντίστασης, που τράβηξε πολλούς ειδικευμένους εργάτες και μικροαστικά στοιχεία που μέχρι τότε ήταν η κοινωνική βάση της Σοσιαλδημοκρατίας. Τώρα το ΚΚΓ είναι η ηγεσία (της εργατικής τάξης), έτσι είναι εκτεθειμένο. Πάνω από όλα η διάταξη των διεθνών πολιτικών δυνάμεων είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του 1936 ή του 1945: η Μόσχα έχει χάσει τη μαγική επιρροή της στον κόσμο.

Δυστυχώς, το ΚΚΓ μπορεί να καταφέρει να ολοκληρώσει και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη προδοσία της εργατικής τάξης αν δεν παρουσιαστεί μια αξιόπιστη επαναστατική εναλλακτική πρόταση, αν δε δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κόμμα. Αν η μελέτη της Ιστορίας από μόνη της -ακόμα κι η πιο σύγχρονη- ήταν αρκετή για επιλύσει τα πολιτικά προβλήματα, η Σοσιαλδημοκρατία θα είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν, και το ίδιο κι ο Σταλινισμός. Αλλά, αλίμονο, δε λειτουργεί έτσι η Ιστορία. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ασύμβατο με το σοσιαλισμό από τη μοιρολατρία.

Η πέραν του Κ.Κ. Αριστερά (σ.τ.Μ. ρεφορμιστική)

Αν και είναι το ΚΚΓ η βασική μέγγενη στη γαλλική εργατική τάξη, κι άρα πρωταρχικά υπεύθυνη για την προδοσία της, συγκεκριμένοι εκπρόσωποι της μη κομμουνιστικής αριστεράς επιχείρησαν κι αυτοί να παίξουν ένα ρόλο στην κρίση. Για να καταλάβουμε γιατί η εργατική τάξη τους φέρθηκε με την περιφρόνηση που τους αξίζει, είναι χρήσιμο να δούμε την ιστορία και τo μητρώο αυτών των ανθρώπων και θεσμών.

Το μεγάλο τμήμα της μη-κομμουνιστικής αριστεράς στη Γαλλία είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ-SFIO) – το γαλλικό τμήμα της Διεθνούς των Εργαζομένων (το όνομά της είναι στην πράξη η μόνη σύνδεση που διατηρεί με το διεθνισμό ή την εργατική τάξη.)

Το ΣΚ από τον Β’ ΠΠ ποτέ δεν κατάφερε να έχει πραγματικά εργατική βάση. Το 1951 υπολογιζόταν ότι το 32% των σοσιαλιστικών ψήφων ήρθε από κοινότητες με λιγότερους από 2.000 κατοίκους, και μόνο 31% από πόλεις με πάνω από 20.000 κατοίκους. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στις νοτιοδυτικές και μεσογειακές περιοχές. Τα μέλη του μειώνονται -το 1945 είχε 335.000 μέλη, το 1950 140.000, το 1962 91.000.

Το κόμμα είχε μικρή απήχηση στη νεολαία, εν μέρει λόγω της μισαλλοδοξίας του – το 1947 οι νεολαιίστικες οργανώσεις έχασαν την αυτονομία τους από τροτσκιστικές «αιρέσεις», δέκα χρόνια αργότερα οργανώσεις νεολαίας υπήρχαν σε μόνο 48 από τις 90 πανεπιστημιακές σχολές. Το κόμμα ήταν ανοιχτά ιμπεριαλιστικό. Ο Ζακ Φοβέ παρατηρεί ότι το κόμμα δεν ήταν ποτέ πριν τόσο ενιαία δεξιό, σε όλο το φάσμα από τον Μολέ και τον Λακόστ ως τον Ντεφέρ (που συχνά έπαιρνε πιο αριστερές θέσεις), από ό,τι στην «κρίση του Σουέζ».

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώπιον μη μελών του ΣΚ, ο Μιτεράν υποστήριξε με όλη του την καρδιά την ιμπεριαλιστική επίθεση στο Σουέζ και ο Μεντέζ-Φρανς απλώς έδωσε την τυπική έγκριση.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το ΣΚ αυτοχαρακτηρίζεται σαν μαρξιστικό κι επαναστατικό κόμμα, και χρησιμοποιεί και την αντίστοιχη γλώσσα.

Σύμβολο του ΣΚ είναι ο Γκι Μολέ, ο γενικός γραμματέας του ΣΚ από το 1946, που έχει δείξει απαράμιλλες ικανότητες στο να κουμαντάρει τη μηχανή του κόμματος.

Ο Μολέ ανέβηκε στην ιεραρχία από τα αριστερά του κόμματος. Σε μια σύσκεψη του ΣΚ το 1957, ακόμα θυμόταν αρκετά από τον Μαρξ ώστε να παραθέσει ένα απόσπασμα για να δικαιολογήσει την επιχείρηση στη Σουέζ.

Τι άλλο έχει μείνει στην ιστορία από τον Μολέ; Εκτός από τη Σουέζ και την πολιτική του στην Αλγερία, σημειώνονται και τα ακόλουθα σημεία:

Έπαιξε ρόλο-κλειδί στην επιστροφή του Ντε Γκωλ στην εξουσία το 1958, ένα ζήτημα στο οποίο το ΣΚ διχάστηκε. Στις 30 Μάη ο Μολέ συνάντησε τον Ντε Γκωλ, και δήλωσε στον Τύπο ότι

«ήταν μια από τις μεγάλες στιγμές της ζωής του».

Κατά τη διάρκεια των εκλογών εκείνον τον Νοέμβρη, ο Μολέ που δεν τον πολέμησαν οι Γκωλικοί υποψήφιοικυμάτιζε μια φωτογραφία-αυτόγραφο του Ντε Γκωλ στις εκλογικές συγκεντρώσεις.

Ο Μολέ παρέμεινε στην κυβέρνηση Ντε Γκωλ μέχρι το Δεκέμβρη του 1958, έπειτα έγραψε στον Ντε Γκωλ λέγοντας:

«Δε μετανιώνω για καμιά από τις αποφάσεις μου από το Μάη, κι είμαι ευτυχής και περήφανος που μπόρεσα να σας βοηθήσω να θέσετε τα θεμέλια των δημοκρατικών θεσμών σε πολύ πιο στέρεα βάση».

Το ΣΚ συνέχισε να υποστηρίζει το καθεστώς Ντε Γκωλ καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία.

Ανάμεσα στις άλλες προσωπικότητες του ΣΚ μπορούμε να αναφέρουμε:

Ζιλ Μος, υπουργός Εσωτερικών, 1947-50: Αναδιοργάνωσε τις αστυνομικές δυνάμεις, διορίζοντας, στα χνάρια του Βισύ, 8 υπερδιευθυντές για να ελέγχουν την αστυνομία αποτελεσματικά, και ήταν υπεύθυνος για τον πυροβολισμό απεργών από τα ΜΑΤ, που σκότωσαν δύο και τραυμάτισαν πολλούς.

Ρομπέρ Λακόστ: Διορισμένος από τον Μολέ σαν υπουργός-Αρμοστής στην Αλγερία. Ανάμεσα στα «επιτεύγματα» της αφεντιάς του μπορούν να αναφερθούν τα βασανιστήρια στον Ανρί Αλέγκ κι η εξαφάνιση και δολοφονία του Μορίς Οντέν. Όταν ήρθε στο προσκήνιο η Αλγερινή κρίση το 1958, ο ρόλος του Λακόστ συνδέθηκε με εκείνον του «Αλγερινο-Γαλλικού» ρεύματος (του ΣΚ) κι έγινε πιο ξεκάθαρος.

(Στις πρόσφατες εκλογές οι κύριοι Μολέ, Ντεφέρ, Λακόστ όλοι υποστηρίχθηκαν από το ΚΚΓ στο δεύτερο γύρο.)

Στην 5η Δημοκρατία το ΣΚ ενώθηκε για εκλογικούς λόγους με άλλες μικρότερες αριστερές ομάδες στη FGDS (Συμμαχία της Δημοκρατικής και Σοσιαλιστικής Αριστεράς-ΣΔΣΑ).

Η ΣΔΣΑ, όπως άλλοι συνασπισμοί γραφειοκρατιών, εκπροσωπεί το συνδυασμό των μειονεκτημάτων όλων των ομάδων που περιλαμβάνει. Μπορούμε να αναφέρουμε συγκεκριμένα την πολιτική της επιλογής υποψηφίων, η οποία εξασφαλίζει την επανεκλογή των ήδη εκλεγμένων βουλευτών όλων των συνιστωσών – κάτι που σημαίνει λίγες πιθανότητες για «νέο αίμα» στο κοινοβούλιο. Επίσης σημαίνει ότι η ΣΔΣΑ πρέπει να προσυπογράφει και να προωθεί ανθρώπους όπως τον Μαξ Λεζέν, προσωπικά υπεύθυνου για την απαγωγή του Μπεν Μπελά το 1956, ηγέτη του ακραίου «Αλγερινο-Γαλλικού» ρεύματος του ΣΚ και για ένα διάστημα υπουργό του Ντε Γκωλ στη Σαχάρα, ή ακόμα όπως τον Ζορζ Μπονέ, έναν μοχθηρό αντικομουνιστή της δεκαετίας του ’30, υπουργό Εξωτερικών την περίοδο των «Συμφωνιών του Μονάχου», προσωπικό φίλο του Ρίμπεντροπ (σ.σ. υπουργός Εξωτερικών του Χίτλερ) και αποκλεισμένο από το Κοινοβούλιο το 1944-53 σαν συνεργάτη πολέμου των Γερμανών σε περίοδο πολέμου. Ο Μπονέ κι ο Λεζέν επανεκλέχθηκαν κι οι δύο με την υποστήριξη του ΚΚ στο 2ο γύρο.

Ο υποψήφιος πρόεδρος κι ηγέτης της ΣΔΣΑ είναι ο Μιτεράν, από τη ΔΣΕΑ (Δημοκρατική και Σοσιαλιστική Ένωση της Αντίστασης.) Το 1953 ο Μιτεράν έγραψε:

«Για μένα η παραμονή της Γαλλίας στη Νότια Αφρική, από τη Μπιζέρτα ως την Καζαμπλάνκα, είναι πρώτιστο καθήκον της εθνικής πολιτικής (…) Πιστεύω στις αρετές της σταθερότητας και στην αναγκαιότητα για πυγμή».

Ταξιδεύοντας στην Αλγερία πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης το 1954, αρνήθηκε να συναντήσει εκπροσώπους των εθνικιστικών (εθνικοαπελευθερωτικών) κομμάτων. Όταν ξέσπασε η επανάσταση, αμέσως διέλυσε το κύριο εθνικιστικό κόμμα και δήλωσε:

«Η Αλγερία είναι Γαλλία, κι από το Φλαντέρ ως το Κογκό υπάρχει ένα έθνος, ένα Κοινοβούλιο. Αυτό λέει το Σύνταγμα, αυτή είναι κι η επιθυμία μας».

Η ΣΔΣΑ επίσης κληρονόμησε το τμήμα του Ριζοσπαστικού Κόμματος (σ.σ. αστικό κόμμα, «κόμμα του χρηματιστικού κεφαλαίου το χαρακτήριζε ο Τρότσκι) που δεν μπορούσε να συνυπάρξει με το Γκωλισμό. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, με μια μικρή αστική τάξη κι αγροτική βάση, ήταν το κυρίαρχο κόμμα το 1930, συνδύαζε τη γλώσσα των Γιακωβίνων με συντηρητικές πολιτικές (αντίθεση στο να ψηφίζουν οι γυναίκες κ.τ.λ.). Ο απαρατήρητος ρόλος του στην Αντίσταση το άφησε ένα διαιρεμένο και παρακμάζον κόμμα στην 4η Δημοκρατία. Έψαχνε συμμάχους καιροσκοπικά, συνεργάστηκε με τους Γκωλιστές στις δημοτικές εκλογές του 1947 και με τους Σοσιαλιστές το 1951 στις γενικές βουλευτικές εκλογές. Οι περισσότεροι βουλευτές του υποστήριξαν τη στρατιωτική επέμβαση στο Σουέζ και την αποστολή Ειδικών Δυνάμεων στην Αλγερία. Μεταξύ του Ιούνη 1957 και του Απρίλη 1958, δύο πρωθυπουργοί του Ριζοσπαστικού Κόμματος κυβέρνησαν τη Γαλλία – αυτήν την περίοδο ο στρατός άρχισε να φεύγει ραγδαία εκτός ελέγχου, τα βασανιστήρια άνθησαν στην Αλγερία και βομβαρδίστηκε το Σακιέτ στην Τυνησία.

Στην ΣΔΣΑ το Ριζοσπαστικό Κόμμα φαίνεται να εξασφαλίζει μια αίσθηση σεβασμού από τη μεσαία τάξη, και να προκαλεί νοσταλγία για το Λαϊκό Μέτωπο – στην καριέρα των Ριζοσπαστών πολιτικών, όπως ο Φελίξ Γκελάρ (πρωθυπουργός τον καιρό του βομβαρδισμού του Σακιέτ), η ΣΔΣΑ προσφέρει μια κοινοβουλευτική έδρα και οι Κομμουνιστές ψήφους στη 2η ψηφοφορία.

Μια πιο προσεχτική ανάλυση πρέπει να γίνει όσον αφορά το ΕΣΚ (PSU, Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα), που κράτησε με διαφορά την καλύτερη στάση από όλα τα επίσημα κόμματα στα γεγονότα του Μάη. Οι ρίζες του βρίσκονται στο 1958, όταν κάποια μέλη του ΣΚ έφυγαν, μην ανεχόμενα την ηγεσία Μολέ και πιο συγκεκριμένα την πολιτική του στην Αλγερία και την υποστήριξη στον Ντε Γκωλ. Αυτή η ομάδα περιλάμβανε και πρώην υπουργούς και δεν ήταν αποκλειστικά αριστερή. Σχημάτισε το Αυτόνομο Κόμμα που το 1960 με κάποιες αποχωρήσεις και νέα στοιχεία έξω από το ΣΚ μετεξελίχθηκε σε ΕΣΚ. Η πραγματική του ανάπτυξη βασίστηκε στην ξεκάθαρη αντίθεσή του στον πόλεμο στην Αλγερία όπως και στην παρελκυστική πολιτική του ΚΚ. Σαν αποτέλεσμα, η ιδεολογία του ΕΣΚ είναι ασαφής – η εφημερίδα «Κανάρ Ενσενέ» κάποτε σχολίασε κακόβουλα ότι στις επερχόμενες εκλογές κάθε κόμμα θα παρουσιάσει την πολιτική του, εκτός από το ΕΣΚ που θα παρουσιάσει δύο. Το 1965 οργάνωσε στην Γκρενόμπλ μια εκδήλωση για τις «couches nouvelles», την τεχνοκρατική ελίτ, πάνω στα οικονομικά προβλήματα κι έδειχνε μια ισχυρή τάση να γίνει η πολιτική έκφραση της τεχνοκρατίας. Συγκεκριμένα ανέπτυξε τη στρατηγική του εναλλακτικού σχεδίου, μια κατά κανόνα ρεφορμιστική συνταγή.

Αφού είπαμε αυτά, και ξεκαθαρίζοντας πως το ΕΣΚ σε καμιά περίπτωση δεν είναι επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα, πρέπει να αναγνωριστεί προς τιμήν του ότι είναι ένα ανοιχτό κόμμα, στο οποίο μπορεί να γίνει ελεύθερη συζήτηση και στο οποίο οι επαναστάτες μπορούν να δουλέψουν και να κάνουν προπαγάνδα. Στα πρόσφατα γεγονότα του Μάη όχι μόνο υποστήριξε με σθένος τους εξεγερμένους φοιτητές, αλλά υπερασπίστηκε τις διαλυμένες αριστερές ομάδες, και στις εκλογές κάλεσε μη-μέλη του από τις Επιτροπές Δράσης να κατεβούν σαν υποψήφιοι με το ΕΣΚ και με το πρόγραμμα των Επιτροπών Δράσης.

Για τους ξένους παρατηρητές, υπάρχει κίνδυνος το ΕΣΚ να μπερδευτεί με τον Πιερ Μεντέζ-Φρανς, έναν πολιτικό που αγαπήθηκε πολύ περισσότερο έξω από τη Γαλλία παρά μέσα σε αυτήν: ο Μεντέζ-Φρανς εκπροσωπεί την πιο δεξιά πτέρυγα του ΕΣΚ και σε αντίθεση με άλλα μέλη του ΕΣΚ λαμβάνει εκλογική υποστήριξη από την ΣΔΣΑ.

Η κυβερνητική θητεία του Μεντέζ-Φρανς του 1954-55 τον ανέδειξε σαν τον οπορτουνιστή και νεοκαπιταλιστή που στην πραγματικότητα ήταν. Πράγματι έκανε διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στην Ινδοκίνα, αλλά το κίνητρό του ήταν καθαρό. Όπως είπε, «πρέπει να διαλέξουμε-δεν μπορούμε να συγκροτήσουμε στρατό στην Ευρώπη όσο διαρκεί η αιμορραγία στην Ινδοκίνα».

Όταν η Αλγερινή Επανάσταση ξέσπασε, μίλησε ο νεοαποικιακός φιλελευθερισμός του Μεντέζ-Φρανς:

«Η Αλγερία είναι τμήμα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ποτέ ούτε η Γαλλία ούτε το Κοινοβούλιο ούτε οποιαδήποτε κυβέρνηση θα υποχωρήσουν σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα».

Ήδη σημειώσαμε τις δράσεις του υπουργού Εσωτερικών του, του Μιτεράν. Ήταν, επιπλέον, ο Μεντέζ-Φρανς που έστειλε τον Ζακ Σουστέλ στην Αλγερία σαν Γενικό Κυβερνήτη.

Πιο πρόσφατα ο Μεντέζ-Φρανς υποστήριξε το Ισραήλ κι αρνήθηκε να πάρει θέση υπέρ του Βιετνάμ.

Κατά τη διάρκεια του Μάη-Ιούνη 1968, αποξενωνόταν όλο και περισσότερο από το ΕΣΚ, όπου το «κέντρο», καθοδηγούμενο από το Μισέλ Ροκάρ και τον Μαρκ Εργκόν, ήθελε να υποστηρίξει τους εξεγερμένους φοιτητές μέχρι το τέλος, ενώ ο Μεντέζ-Φρανς ήθελε να προσκολληθεί στην προηγούμενη γραμμή του ΕΣΚ – που υποστήριζε τη δημιουργία μιας «νέας αριστεράς» μέσα από ένα παναριστερό μέτωπο με το ΚΚΓ και τη ΣΔΣΑ. (Λίγες μέρες αργότερα ανακοινώθηκε ότι ο Μεντέζ-Φρανς αποχώρησε από το ΕΣΚ.)

 

Υπήρχε επαναστατική κατάσταση;

Το κεντρικό επιχείρημα στη «θεωρητική» δικαιολόγηση των ηγετών του ΚΚΓ για την πολιτική του κόμματος ήταν ότι η κατάσταση στη Γαλλία δεν ήταν επαναστατική. Έτσι, στις 8 Ιούνη ο Ζιν Ρενέ Αντρέ, αρχιεκδότης της «LHumanite», έδωσε μια συνέντευξη στη «Morning Star»:

«Eρώτηση: Κάποιοι αριστεριστές ηγέτες έκαναν την πιο ισχυρή τους προπαγάνδα ότι τον τελευταίο μήνα στη Γαλλία υπήρχε επαναστατική κατάσταση, αλλά η ευκαιρία της επανάστασης προδόθηκε. Αυτοί οι αριστεριστές ηγέτες χαρακτήρισαν τις επερχόμενες εκλογές σαν προδοσία στον επαναστατικό αγώνα. Αυτά τα ίδια επιχειρήματα αντανακλώνται και στις βρετανικές εφημερίδες. Πώς τους απαντάτε;

Απάντηση Αντρέ: Στην πραγματικότητα υπήρξε στη Γαλλία ένα κίνημα για τις λαϊκές ανάγκες δίχως προηγούμενο. Αλλά για να υπάρχει επαναστατική κατάσταση πρέπει να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις:

1) Δε φτάνει να είναι σε κίνηση οι βασικές δυνάμεις του έθνους -κάτι που ίσχυσε- αλλά επίσης απαραίτητο είναι να κερδηθούν στην ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αλλά αυτό δεν κατακτήθηκε και από τους δέκα εκατομμύρια απεργούς εργάτες, για να μη μιλήσουμε για τα μεσαία στρώματα (ειδικά τους αγρότες).

2) Είναι αναγκαίο το κράτος να βρίσκεται σε αποσύνθεση. Αλλά ακόμα κι αν η κυβέρνηση ήταν ανήμπορη, ο τακτικός στρατός με τα τανκς και τα αεροπλάνα του ανέμενε σε κατάσταση ετοιμότητας να βρει πρόφαση από την τελευταία περιπέτεια για να πνίξει το εργατικό κίνημα στο αίμα και να εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική δικτατορία».

Η ίδια εξήγηση δόθηκε κι από τον Σεγκί στις 14 Ιούνη:

«Για να πούμε την αλήθεια, δεν τέθηκε ποτέ το ζήτημα του να αποφασίσουμε αν είχε έρθει η ώρα της εξέγερσης ή όχι, ούτε στο Ομόσπονδο Γραφείο ούτε στη Διοικούσα Επιτροπή, που αποτελούνται όπως είναι καλά γνωστό από σοβαρούς κι υπεύθυνους αγωνιστές, που δε συνηθίζουν να επιτρέπουν στους εαυτούς τους να μπερδεύουν τις επιθυμίες τους με την πραγματικότητα. Αν κάποια στιγμή απασχόλησε τους εργάτες το ζήτημα αυτό, η πένθιμη μαύρη σημαία της αναρχίας που κυμάτιζε υστερικά πάνω από τα μέλη των λεγόμενων ‘‘επαναστατικών επιτροπών’’ σύντομα άνοιξε τα μάτια τους και τους έφερε στο πλευρό μας, στο πλευρό αυτών που στον αγώνα συνδύασαν τις κόκκινες σημαίες των εργατών του κόσμου με τις τρίχρωμες της Γαλλίας, και την επαναστατική ιστορία του λαού μας. Όχι, τα 10 εκατομμύρια εργάτες στην απεργία δεν ήθελαν την εργατική εξουσία αλλά καλύτερες συνθήκες ζωής κι εργασίας, κι η συντριπτική πλειονότητα έκφρασε με την προσήλωσή της στη δημοκρατία την αντίθεσή τους στο να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία»!!!

Ας καταπιαστούμε με κάθε επιχείρημα ξεχωριστά.

Οι Ένοπλες Δυνάμεις

Πρώτα το ζήτημα του στρατού (και της αστυνομίας). Όταν ο Αντρέ λέει ότι «ακόμα κι αν η κυβέρνηση ήταν ανήμπορη, ο τακτικός στρατός… ανέμενε σε κατάσταση ετοιμότητας…» κι άρα η επανάσταση δεν ήταν δυνατή τότε στη Γαλλία, πρακτικά αποκλείει πλήρως τη δυνατότητα της επανάστασης συνολικά. Περιμένει κανείς στα αλήθεια τους αρχηγούς του στρατού να διατάξουν τα τάγματά τους να ταχθούν στο πλευρό των επαναστατημένων εργατών;

Ένα ειρηνικό πέρασμα του στρατού στο πλευρό του σοσιαλισμού είναι ακόμα λιγότερο πιθανό σενάριο κι από την ειρηνική κατάκτηση του Κοινοβουλίου. Όπως παραστατικά έγραψε κι ο Τρότσκι,

«ο στρατός είναι αντίγραφο της κοινωνίας , κι υποφέρει από όλες της τις ασθένειες, συνήθως όμως με υψηλότερο πυρετό».

Η ιεραρχία στη διοίκηση που υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία ανακλάται σε πιο ακραίο βαθμό στις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι ανώτερες κάστες των αξιωματικών διατηρούν στενές επαφές με τους καπιταλιστές, ενώ ο όγκος των στρατιωτών, αλλά σε πολύ πιο ασθενή έκφραση, ανακλά τη διάθεση του συνόλου των εργατών, από τους οποίους προέρχονται. Οι στρατιώτες δεν τολμούν να απειθαρχήσουν στις εντολές των αξιωματικών τους πριν πειστούν ότι ο δρόμος της εξέγερσης και της νίκης είναι ανοιχτός:

«Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, αναπόφευκτες ταλαντεύσεις θα συμβούν στο στρατό, θα διεξαχθεί ένας εσωτερικός αγώνας. Ακόμα και το πιο προχωρημένο τμήμα δε θα ταχθεί ανοιχτά κι ενεργά με το μέρος των εργατών αν οι στρατιώτες δεν δουν με τα μάτια τους ότι οι εργάτες θέλουν να πολεμήσουν και μπορούν να νικήσουν.

Ο πρώτος στόχος σε κάθε εξέγερση είναι να πάρει το στρατό με το μέρος της. Τα βασικά μέσα για να επιτευχθεί αυτό είναι η γενική απεργία, οι μαζικές διαδηλώσεις, οι συμπλοκές στους δρόμους, οι μάχες στα οδοφράγματα».

Στην πραγματικότητα μόνο μια επαναστατική πολιτική θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία του Γαλλικού Στρατού σαν στήριγμα του καπιταλισμού. Αυτό δεν υπήρξε στην πρόσφατη κρίση.

Πέντε χρόνια πριν, όταν ο Ντε Γκωλ απείλησε να επιστρατεύσει τις στρατιωτικές δυνάμεις ενάντια στους εργάτες, όλοι κατάλαβαν ότι μπλόφαρε.

Κατά τη διάρκεια της απεργίας των εργατών στα ορυχεία το 1963, εξέδωσε διάταγμα για επιστράτευση, διατάζοντας τους εργάτες να επιστρέψουν στη δουλειά άνευ όρων. Οι εργάτες τον αψήφησαν και κέρδισαν κινήσεις αλληλεγγύης από πολλούς χώρους, ενώ η υπόληψη του Ντε Γκωλ εξασθένησε σημαντικά.

Μέσα στην πρόσφατη μεγάλη απεργία, ο Ντε Γκωλ δεν τόλμησε να στρέψει το στρατό και την αστυνομία ενάντια στους εργάτες. Τα ΜΑΤ χρησιμοποιούνταν μόνο ενάντια στους φοιτητές, κι αργότερα, όταν η πλειονότητα των εργατών είχε επιστρέψει στη δουλειά, ενάντια σε μεμονωμένα εργοστάσια. 10 εκατομμύρια εργάτες δε θα μπορούσαν να πτοηθούν από το στρατό ή την αστυνομία. Έτσι η ανακατάληψη της Ρενώ-Φλιν από τα ΜΑΤ, που συνοδεύτηκε από βίαιες συγκρούσεις με φοιτητές κι εργάτες, στις οποίες σκοτώθηκε ένας φοιτητής, πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιούνη. Η παρατεταμένη μάχη μεταξύ ΜΑΤ κι εργατών στην Πεζώ στη Σοσό, στην οποία σκοτώθηκαν 2 εργάτες, έλαβε χώρα στις 11 Ιούνη. Και στις 2 περιπτώσεις σχεδόν όλοι οι εργάτες είχαν επιστρέψει στη δουλειά κι αυτά τα δύο εργοστάσια ήταν απομονωμένα.

Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο στρατός κυρίως απαρτίζεται από κληρωτούς φαντάρους. Ακόμα και χωρίς την ξεκάθαρη καθοδήγηση από ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα, υπήρχαν ενδείξεις εξέγερσης μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις. Έτσι η «Κανάρ Ενσενέ» στις 19 Ιούνη δημοσίευσε αναφορές από μια εξέγερση στο αεροπλανοφόρο Κλεμανσώ, που στο τέλος του Μάη θα υποβαλλόταν σε γαλλική πυρηνική δοκιμή στον Ειρηνικό, αλλά γύρισε πίσω στην Τουλόν. Τρεις οικογένειες ενημερώθηκαν ότι οι γιοι τους χάθηκαν «στη θάλασσα». Η «Δράση», εφημερίδα της UNEF, που έφερε μια πιο πλήρη αναφορά στην έκδοση της 14 Ιούνη, κατασχέθηκε. Είναι φανερό πως αν μια τέτοια αναφορά δημοσιευόταν ενώ η κατάσταση ακόμα έβραζε, η επίδρασή της σε άλλα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων θα μπορούσε να είναι ύψιστα σημαντική.

Και η «Λα Νουβέλ Αβάν-γκαρντ» και η «Παρτιζάν», οι δύο σοσιαλιστικές εφημερίδες, αναπαράγουν μια δήλωση του 1530 RIMCA (Σύνταγμα Μηχανικού Ξηράς) που έγινε στο Μιντσίγκ στις 22 Μάη. Τα ακόλουθα είναι αποσπάσματα από τη δήλωση:

«Η στρατιωτική γραφειοκρατία, με τις απαρχαιωμένες παραδόσεις της, είναι αφοσιωμένη σε μια κοινωνικά επιλεκτική συμπεριφορά, σχεδιασμένη να προστατεύει τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Η υπερβολικά πενιχρή εκπαίδευση στα όπλα που μας γίνεται στο στρατό, εκπροσωπεί την επιθυμία τους οι λαϊκές τάξεις να είναι απλά παθητικά κοπάδια που θα μπορούν να ποδηγετηθούν σε οποιαδήποτε επερχόμενη σύγκρουση (…)

Το ίσο δικαίωμα για όλους να πάρουν εκπαίδευση στα όπλα με κανέναν τρόπο δε δικαιολογεί το κλείσιμό τους μέσα σε στρατώνες για 14 ή 16 μήνες. Αυτή η σκανδαλωδώς συγκαλυμμένη ανεργία ίσως δικαιολογείται με ψεύτικους λόγους, αλλά αυτό δε μας αφορά γιατί εμείς δεν παίζουμε πραγματικό ρόλο στη διοίκηση της γαλλικής κοινωνίας. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι κάθε χρόνο υποβάλλονται με το νόμο σε ένα εξευτελιστικό καθεστώς ημιπεριορισμού (…)

Η στρατιωτική εκπαίδευση πρέπει να είναι ίσο δικαίωμα για όλους. Η στρατιωτική εκπαίδευση κι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρέπει να ενσωματωθούν διοικητικά, γεωγραφικά και χρονολογικά σε ένα ενιαίο σύστημα εθνικής εκπαίδευσης από το πιο πρώιμο στάδιο, και να ελέγχεται σύμφωνα με τις αρχές που τώρα απαιτούν και τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, του διαλόγου και της συλλογικής διεύθυνσης (…)

Όπως όλους τους κληρωτούς φαντάρους, μας στέλνουν στους στρατώνες. Μας προετοιμάζουν να επέμβουμε σαν δυνάμεις καταστολής. Οι εργάτες κι η νεολαία πρέπει να ξέρουν ότι οι στρατιώτες αυτής της μονάδας ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ.

Εμείς, μαζί με τις Επιτροπές Δράσης, εναντιωνόμαστε με κάθε κόστος στην περικύκλωση των εργοστασίων από στρατιώτες. Αύριο ή μεθαύριο μας έχει ζητηθεί να περικυκλώσουμε ένα εργοστάσιο όπλων, όπου οι 300 εργάτες που δουλεύουν εκεί θέλουν να κάνουν κατάληψη.

ΘΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΘΟΥΜΕ.

Στρατιώτες της μονάδας, δημιουργήστε τις επιτροπές σας!

Οι άμεσες διεκδικήσεις μας είναι:

1) Στρατιωτική θητεία μειωμένη σε 8 μήνες με αποτελεσματική εκπαίδευση.

2) Κατάργηση της αυστηρής πειθαρχίας σαν ασύμβατης με το περιεχόμενο της στρατιωτικής εκπαίδευσης.

3) Ελευθερία πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης στη μονάδα.

4) Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της στρατιωτικής εκπαίδευσης, βασισμένη στο διάλογο και τη συλλογική διαχείριση όλων των δραστηριοτήτων με τους εκπαιδευτές.

-Ζήτω αλληλεγγύη εργατών, φαντάρων, φοιτητών, φοιτητών και μαθητών!

-Ζήτω η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!

-ΖΗΤΩ Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ, Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ!»

Ακόμα και το ηθικό της αστυνομίας πέρασε σοβαρή κρίση. Η «Σάντεϊ Εξπρές» δημοσίευσε μια αναφορά από το Παρίσι:

«Αφού τους ζητήθηκε να στείλουν 10.000 αστυνομικούς για ενισχύσεις στο Παρίσι, προς βοήθεια επιβολής του νόμου και της τάξης, μια αντιπροσωπεία των αστυνομικών ενώσεων απευθύνθηκε στο υπουργείο Εσωτερικών με επιτακτική απαίτηση για αυξήσεις στους μισθούς.

Η απαίτηση έγινε δεκτή με μια δήλωση (συνδικαλιστή) ότι τα συνδικάτα εκπροσωπούν 51.000 εξεγερμένους αστυνομικούς και χωροφύλακες. Αυτή η δήλωση προειδοποίησε την κυβέρνηση: ‘‘Ένα κλίμα ακραίων τάσεων επικρατεί αυτήν την περίοδο στα αστυνομικά σώματα του έθνους’’».

Οι «Τάιμς» ανέφεραν:

«“Οι άντρες μου είναι κακοπληρωμένοι και κουρασμένοι”, είπε ένας αξιωματικός της αστυνομίας. “Είναι συνεχώς στο καθήκον…” Κοχλάζουν από τη δυσφορία τους από την αντιμετώπισή τους από την κυβέρνηση, και το τμήμα που έχει αναλάβει να συλλέγει πληροφορίες γύρω από τη δραστηριότητα των φοιτητών, έχει εσκεμμένα στερήσει την κυβέρνηση από πληροφορίες για τους ηγέτες των φοιτητών, για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους για αυξήσεις…

Ούτε έχει εντυπωσιαστεί η αστυνομία από τη συμπεριφορά της κυβέρνησης από τότε που ξέσπασαν τα επεισόδια. “Τρομάζουν στην ιδέα μη χάσουν την υποστήριξή μας”, δήλωσε κάποιος.

Αυτή η δυσαρέσκεια είναι ένας από τους λόγους για την προφανή αδράνεια της αστυνομίας τις τελευταίες μέρες στο Παρίσι. Την τελευταία βδομάδα, οι άντρες σε αρκετά τμήματα αρνήθηκαν να παραστούν στο καθήκον στα σταυροδρόμια και τις πλατείες της πρωτεύουσας».

Στο επόμενο θέμα της ίδιας εφημερίδας, ο ανταποκριτής υπεράσπισης Τσαρλς Ντάγκλας-Χόουμ, έγραψε:

«Σε μια ακραία περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσαν να επιστρατευτούν τα στρατεύματα, αλλά εκτιμάται ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο μια φορά, και μόνο για λίγο χρονικό διάστημα, πριν ο -κυρίως αποτελούμενος από κληρωτούς φαντάρους- στρατός εκτιθόταν σε ψυχολογικό στραπατσάρισμα μπροστά σε μια καθολική εκστρατεία υπονόμευσης (του καθεστώτος), κάτι που δε θα μπορούσε πιθανώς να αντέξει».

Η γενική απεργία: οι γενικές συνθήκες και δυνατότητες

Η γαλλική γενική απεργία ήταν μακράν η πιο μεγάλη γενική απεργία στην παγκόσμια ιστορία. Ποτέ ξανά δεν είχαν βγει σε απεργία 10 εκατομμύρια εργάτες. Αποσπώντας τη βιομηχανία από τα χέρια των καπιταλιστών, οι εργάτες αντιμετώπισαν ένα τελείως παραλυμένο κράτος: η ερώτηση «ποια τάξη έχει την εξουσία;» τέθηκε ανοιχτά. Αυτό συμβαίνει σε κάθε γενική απεργία. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι,

«Η γενική απεργία είναι από μόνη της μια πολιτική πράξη (…) Η γενική απεργία, όπως ξέρει κάθε μαρξιστής, είναι μια από τις πιο επαναστατικές μεθόδους αγώνα. Δεν είναι δυνατή παρά μόνο όταν ο ταξικός αγώνας υψώνεται πάνω από ειδικά και συντεχνιακά αιτήματα, κι επεκτείνεται σε όλες τις επαγγελματικές και γεωγραφικές βαθμίδες, σαρώνει γραμμές και κόμματα, κυμαίνεται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και κινητοποιεί την πλειονότητα του προλεταριάτου σε ενεργή αντίθεση με την αστική τάξη.

Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανώτερο από τη γενική απεργία, εκτός από την ένοπλη εξέγερση. Η όλη ιστορία του εργατικού κινήματος αποδεικνύει ότι η κάθε γενική απεργία, κάτω από οποιαδήποτε συνθήματα κι αν πραγματοποιείται, έχει μια εσωτερική τάση να αυτομετατρέπεται σε ανοιχτή επαναστατική σύγκρουση, σε έναν άμεσο αγώνα για την εξουσία.

Η θεμελιώδης σημασία της γενικής απεργίας, ανεξάρτητα από το αν κάποτε πετυχαίνει και κάποτε όχι επιμέρους νίκες (π.χ. οικονομικού χαρακτήρα), έγκειται στο γεγονός ότι θέτει το ζήτημα της εξουσίας με επαναστατικό τρόπο. Κατεβάζοντας τα ρολά στα εργοστάσια, τις μεταφορές, γενικά σε όλα τα μέσα επικοινωνίας, ηλεκτρικούς σταθμούς κ.τ.λ., η εργατική τάξη με αυτήν και μόνο την πράξη παραλύει όχι μόνο την παραγωγή, αλλά και την κυβέρνηση. Το ζήτημα της εξουσίας του κράτους μένει μετέωρο. Είτε πρέπει να καθυποταχθεί η εργατική τάξη από την πείνα και τη βία και να εξαναγκαστεί έτσι να θέσει ξανά σε κίνηση τη μηχανή του αστικού κράτους, για άλλη μια φορά, είτε η (αστική) κρατική εξουσία να υποχωρήσει μπροστά στο προλεταριάτο.

Ανεξάρτητα από ποια είναι τα συνθήματα και το κίνητρο για τα οποία ξεκινάει μια γενική απεργία, εφόσον συμπεριλαμβάνει πραγματικά το σύνολο του λαού κι ο λαός είναι αρκετά αποφασιστικός στον αγώνα, η γενική απεργία θέτει αναπόφευκτα σε όλες τις τάξεις του έθνους το ζήτημα: ‘‘ποιος είναι ο αφέντης του σπιτιού;’’».

Ωστόσο, το να θέτεις την ερώτηση δεν είναι το ίδιο με το να την απαντάς. Το ηθικό, η συνειδητοποίηση κι η οργάνωση των αντίπαλων τάξεων καθορίζουν το αν η γενική απεργία θα οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Το ξέσπασμα της γενικής απεργίας, με τη μισο-εξεγερτική διάθεση της εργατικής τάξης που τη συνόδευσε, δείχνει ότι η κατάσταση ήταν όντως προεπαναστατική, πιθανά και επαναστατική. Ανεξάρτητα από το αν η εργατική τάξη, σαν σύνολο, είχε συνειδητοποιήσει ότι το ζήτημα της κρατικής εξουσίας βρισκόταν στο επίκεντρο του αγώνα, το καθήκον μιας επαναστατικής ηγεσίας ήταν να το εξηγήσει, να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης, την πίστη της στις οργανώσεις της. Κι ήταν ακριβώς αυτό που το ΚΚΓ και το ΣΚΓ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑΝ.

Οικονομία και πολιτική στην απεργία

Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του ΚΚΓ είναι ότι το κίνημα του Μάη ήταν κυρίως ένα κίνημα για οικονομικές μεταρρυθμίσεις: υψηλότερους μισθούς, λιγότερες ώρες δουλειάς κ.τ.λ.

Ωστόσο, αν υπάρχει κάποια στιγμή που ο αγώνας για οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν χωρίζεται με κανένα σινικό τείχος από τον πολιτικό αγώνα για την εξουσία, αυτή είναι η στιγμή της γενικής απεργίας.

Πολύ καιρό πριν, το είχε επισημάνει αυτό η Ρόζα Λούξεμπουργκ:

«Το κίνημα δεν πηγαίνει μόνο προς μια κατεύθυνση, από τον οικονομικό στον πολιτικό αγώνα, αλλά επίσης και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάθε σημαντική μαζική πολιτική ενέργεια, αφού φτάσει στην κορύφωσή της, καταλήγει σε μια σειρά μαζικών οικονομικών απεργιών. Κι αυτός ο κανόνας δεν ισχύει μόνο για τη μεμονωμένη μαζική απεργία, αλλά και για την επανάσταση συνολικά. Με το άπλωμα, το ξεκαθάρισμα και την όξυνση του πολιτικού αγώνα, όχι μόνο δεν εξασθενεί ο οικονομικός αγώνας, αλλά αντιθέτως εξαπλώνεται και ταυτόχρονα γίνεται πιο οργανωμένος και σφοδρός. Υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο αγώνων. Κάθε νέα αντεπίθεση και νίκη του πολιτικού αγώνα έχει ισχυρό αντίκτυπο στον οικονομικό αγώνα, γιατί ταυτόχρονα διευρύνει το πεδίο δράσης των εργατών για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους κι ενισχύει την παρόρμηση να το κάνουν, ενισχύει το μαχητικό τους πνεύμα. Μετά από κάθε κύμα πολιτικής δράσης που σηκώνεται, απομένει ένα γόνιμο έδαφος από το οποίο ξεπηδούν χίλιοι οικονομικοί αγώνες. Αλλά ισχύει και το αντίστροφο. Ο διαρκής οικονομικός αγώνας των εργατών ενάντια στο κεφάλαιο τους διατηρεί ‘‘σε φόρμα’’ σε κάθε ‘‘διάλειμμα’’ του πολιτικού αγώνα. Ο οικονομικός αγώνας αποτελεί, ας πούμε, μια ανεξάντλητη δεξαμενή εργατικής δύναμης, από την οποία οι πολιτικοί αγώνες αντλούν νέα ενέργεια. Ο ακούραστος οικονομικός αγώνας του προλεταριάτου οδηγεί κάθε στιγμή σε οξείες μεμονωμένες συγκρούσεις εδώ κι εκεί, από τις οποίες ξεσπούν απρόβλεπτοι πολιτικοί αγώνες σε τεράστια κλίμακα.

Με λίγα λόγια, ο οικονομικός αγώνας είναι ο παράγοντας που προωθεί το κίνημα από τη μια πολιτική εστία στην άλλη. Ο πολιτικός αγώνας περιοδικά γονιμοποιεί το έδαφος για τον οικονομικό αγώνα. Η αιτία και το αποτέλεσμα εναλλάσσονται κάθε δευτερόλεπτο. Έτσι βλέπουμε ότι δύο στοιχεία, το οικονομικό και το πολιτικό, δεν έχουν την τάση να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο κατά την περίοδο των μαζικών απεργιών στη Ρωσία, πολύ περισσότερο να αναιρέσουν το ένα το άλλο, όπως θα αποφαίνονταν κάποια σχολαστικά σχήματα σκέψης».

Είναι υπεραπλούστευση είτε να υποτιμάς τη γαλλική γενική απεργία θεωρώντας την εξ ολοκλήρου ένα κίνημα (μόνο) για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες δουλειάς είτε να αναθεματίζεις σαν προδοσία την όποια έγερση πολιτικών ή οικονομικών αιτημάτων, σαν αντίθετη με τα «καθαρά» επαναστατικά αιτήματα. Σε διαφορετικούς εργασιακούς χώρους, διαφορετικές βιομηχανίες, διαφορετικές περιοχές, υπήρχε μια πλατιά ποικιλία αιτημάτων – κάποια απλά για μεγαλύτερους μισθούς και μεγαλύτερες διακοπές, κάποια για καθαρά πολιτικές αλλαγές, όπως η «απόλυση» του Πομπιντού ή του Ντε Γκωλ, πολλά για έλεγχο ή συμμετοχή κάποιου τύπου (στη διεύθυνση του εργοστασίου).

Η Γαλλία έδειξε πόσο λάθος είναι η στείρα οικονομίστικη συνδικαλιστική λογική:

α) Ένα επαναστατικό κίνημα δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά παρά μόνο από μια συσσώρευση επιμέρους οικονομικών αγώνων.

β) Ήταν μόνο μετά από μια άμεση πολιτική αντιπαράθεση που είδαμε την απελευθέρωση ενός τεράστιου κινήματος οικονομικών διεκδικήσεων.

Από την άλλη, σε μια κατάσταση κρίσης τα συγκεκριμένα οικονομικά αιτήματα μπορεί να είναι πιο επαναστατικά από μια αφηρημένη πολιτική γραμμή που επιβάλλεται από έξω. Πολλά οικονομικά «κελύφη» μπορεί να κρύβουν πολιτικό «ζουμί».

Αν υπάρχει ανάγκη απόδειξης ότι το κίνημα απείχε μακράν από το να είναι καθαρά οικονομικό, μπορούμε να ξεχωρίσουμε το γεγονός ότι σχετικά λίγοι εργάτες γράφτηκαν στα συνδικάτα κατά τη διάρκεια των ημερών του Μάη-Ιούνη και των επακόλουθών της. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι το 1936 τα μέλη της CGT αυξήθηκαν από 1 εκατομμύριο σε 5 εκατομμύρια, και της CFTC από 150.000 σε 500.000. Το 1945, ξανά, ο αριθμός των συνδικαλισμένων από το μηδέν ανήρθε στα 7 εκατομμύρια. Αυτή τη φορά (1968) η CGT ισχυρίζεται ότι κέρδισε 450.000 νέα μέλη κι η CFDT 280.000.

Ο Ντε Γκωλ πάντως δεν είχε καμιά αμφιβολία για την αντικαπιταλιστική επαναστατική δυναμική της γενικής απεργίας όταν μίλησε στις 7 Ιούνη στην τηλεόραση για να εξαγγείλει αιφνιδίως εκλογές.

Κουράστηκε να ανακηρύσσει τον εαυτό του ξανά και ξανά «εχθρό του καπιταλισμού». Η έμφασή του στη «συμμετοχή» εργασίας και κεφαλαίου δεν ήταν τίποτα άλλο από στοιχείο της γοητείας του σοσιαλισμού: η προσποίηση είναι ο φόρος τιμής της υποκρισίας στην πραγματικότητα.

 

Η συνειδητοποίηση της τάξης

Όταν ο Αντρέ είπε ότι 10 εκατομμύρια εργάτες απεργοί δεν είχαν κατακτήσει την ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης, ποιανού ευθύνη είναι αυτό αν αληθεύει; Ήταν το ΚΚΓ που επέμενε από την αρχή ότι δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση, ανεξάρτητα από τις μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν στη διάθεση των εργατών από την αρχή ως το τέλος του Μάη.

Η συνειδητοποίηση της τάξης δεν είναι «φυσικό» προϊόν των αντικειμενικών συνθηκών κατά τους ισχυρισμούς των χυδαίων μηχανιστικών υλιστών. Ούτε είναι συμπτωματικό προϊόν της υποκειμενικής σκέψης ατόμων ή κομμάτων. Η συνειδητοποίηση της τάξης είναι προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ενεργητικών ανθρώπων -συμπεριλαμβανομένων και των κομμάτων- και των αντικειμενικών συνθηκών που επικρατούν στον κόσμο.

Συχνά οι συνδικαλιστές ηγέτες διαμαρτύρονται ότι οι εργάτες είναι παθητικοί (σ.μ. το δικό μας αντίστοιχο είναι «δεν τραβάει ο κόσμος»). Κι αρκετά συχνά έτσι είναι. Αλλά οι ηγέτες είναι απαλλαγμένοι από ευθύνες γι’ αυτήν την παθητικότητα; Είναι η δράση των εργατών σαν ένα όπλο που μπορεί να παραμένει αχρησιμοποίητο για χρόνια στην τσέπη των ηγετών και μετά να το βγάλουν για να το χρησιμοποιήσουν όταν θελήσουν; Για να ξεπεράσουν την αδράνεια (προϊόν του αισθήματος της ανημποριάς και της απελπισίας), οι εργάτες πρέπει να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και πίστη στο κόμμα που μπαίνει μπροστά στη μάχη και τους οργανώνει.

Ίσως έχετε την αίσθηση ότι και κάποιος άλλος πιο πριν έχει φτάσει σε αυτά τα συμπεράσματα. Πράγματι, τα λόγια του Τρότσκι στη Γαλλική κατάσταση του Μάη-Ιούνη 1936 ταιριάζουν απόλυτα στην εκτίμηση για το Μάη-Ιούνη 1968:

«Η κατάσταση είναι επαναστατική, όσο επαναστατική μπορεί να είναι δεδομένων των μη επαναστατικών πολιτικών των κομμάτων της εργατικής τάξης. Πιο συγκεκριμένα, η κατάσταση είναι προεπαναστατική. Για να έρθει αυτή η κατάσταση σε πλήρη ωριμότητα, πρέπει να υπάρξει άμεση, ρωμαλέα, αδιάλειπτη κινητοποίηση των μαζών, κάτω από το σύνθημα της κατάκτησης της εξουσίας στο όνομα του σοσιαλισμού. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μετατρέπεται μια προεπαναστατική κατάσταση σε επαναστατική. Από την άλλη, αν συνεχίσουμε να κρατάμε στάση αναμονής, η προεπαναστατική κατάσταση αναπόφευκτα θα μετατραπεί σε αντεπανάσταση».

 

Η απάτη των βουλευτικών εκλογών

Και για ποιο λόγο το ΚΚΓ κι η CGT έκλεισαν τις απεργίες; Για την απατηλή προοπτική των βουλευτικών εκλογών. Όσο συνέχιζε η απεργία, ο Ντε Γκωλ ήταν τελείως αβοήθητος και δεν μπορούσε να διεξάγει εκλογές. Όταν στις 24 Μάη κάλεσε για δημοψήφισμα, αποδείχθηκε ότι ούτε ένα τυπογραφείο στη Γαλλία δεν υπήρχε για να τυπώσει τα ψηφοδέλτια του Στρατηγού, κι όταν σε απόγνωση προσπάθησε να τυπώσει ψηφοδέλτια στο Βέλγιο, οι Βέλγοι εργάτες αρνήθηκαν, σαν ένδειξη αλληλεγγύης στους απεργούς αδελφούς τους. Μετά το λόγο του Ντε Γκωλ στις 30 Μάη, το ΚΚΓ έριξε όλες του τις δυνάμεις σε μια εκλογική εκστρατεία. Το κεντρικό του σύνθημα ήταν ότι το ΚΚΓ αποτελούσε το «κόμμα της τάξης». Ο Βαλντέκ Ροσέ, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ, το ανέλυσε σε μια συνέντευξη στο Ράδιο Λούξεμπουργκ στις 20 Ιούνη:

«Ερώτηση: Η απερχόμενη πλειοψηφία σας κατηγορεί ότι θέλατε να έρθετε στην εξουσία μέσα από τα πρόσφατα γεγονότα. Έχετε αρνηθεί αυτήν την κατηγορία. Σημαίνει αυτό ότι το κόμμα σας οραματίζεται μόνο τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς την εξουσία;

Απάντηση: Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι το ΚΚ κατέφυγε στη βία για να πάρει την εξουσία, οι Γκωλικοί ηγέτες απατώνται οικτρά. Σε αντίθεση με τους συκοφαντικούς υπαινιγμούς του πρωθυπουργού Πομπιντού, το ΚΚ έκανε όλες του τις ενέργειες για την υποστήριξη της εργατικής τάξης μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Αυτή μας η στάση δεν είναι καθόλου στάση καιροσκοπική αφού συμβαδίζει πλήρως με τις αρχές μας».

Όταν τα μέσα επικοινωνίας κι η κρατική μηχανή βρίσκονται στα χέρια μιας εχθρικής άρχουσας τάξης, δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τις κοινοβουλευτικές εκλογές να κάνουν τίποτα άλλο από το να παίξουν το παιχνίδι της άρχουσας τάξης. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές πάντα παραμορφώνουν τον πραγματικό συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Οι Μπολσεβίκοι πήραν μόνο το ένα τέταρτο (1/4) του συνόλου των ψήφων στη Συντακτική Συνέλευση (9 από τα 36 εκατομμύρια ψήφους). Κι αυτό μετά την άνοδό τους στην εξουσία, μετά τη θέσπιση πολλών από τα πιο σημαντικά και δημοφιλή επαναστατικά μέτρα: η γη στους αγρότες, εργατικός έλεγχος στη βιομηχανία κ.λπ. Αυτό δεν εμπόδισε τους Μπολσεβίκους να κερδίσουν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Στα χρόνια που κράτησε ο Εμφύλιος η συντριπτική πλειοψηφία του ρωσικού λαού πάλεψε στο πλευρό των Μπολσεβίκων, δείχνοντας έτσι πολύ πειστικά ότι ο Λένιν είχε υπολογίσει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια το λαϊκό αίσθημα από ό,τι τα αποτελέσματα που φαινόταν να υποδεικνύει η Συντακτική Συνέλευση. Ο Λένιν ποτέ δεν ταύτισε τις ενδείξεις του κοινοβουλευτισμού με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων. Πάντα πρόσθετε μια ριζική «διόρθωση» υπέρ της άμεσης δράσης.

Στην εποχή μας ούτε ένα σοβαρό ζήτημα δεν αποφασίζεται από την κάλπη. Στις αποφασιστικές ταξικές αναμετρήσεις θα αποφασίσουν οι σφαίρες. Οι καπιταλιστές θα μετράν πολεμικές μηχανές, λόγχες και χειροβομβίδες στη διάθεσή τους.

Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός του ΚΚΓ ούτε καν «ανταμείφθηκε» με κοινοβουλευτικούς όρους.

α) Καταρχήν, η νεολαία (κάτω από 21), το πιο δυναμικό στοιχείο στις απεργίες και στις διαδηλώσεις, ήταν αποκλεισμένο από την ψηφοφορία.

β) Δεύτερον, οι ξένοι εργάτες, πολυάριθμοι στη Γαλλία, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απεργία, επίσης δεν μπορούσαν να ψηφίσουν.

γ) Τρίτον, με την υποχώρηση της απεργίας, πολλοί εργάτες αηδιασμένοι απείχαν από τις εκλογές, ενώ οι δυνάμεις της Δεξιάς οργανώνονταν για να εκμεταλλευτούν την κατάσταση.

Το ΚΚΓ έχασε 12% των ψήφων του πανεθνικά (604.000) σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Οι απώλειες αυτές βρίσκονταν σε άμεση συσχέτιση με την έκταση του αγώνα τις μέρες του Μάη-Ιούνη, και τη γύμνια της προδοσίας από το ΚΚΓ και τη CGT. Έτσι στην εκλογική περιφέρεια του Μοντμπελιάρ (όπου βρίσκεται το εργοστάσιο της Πεζώ-Σοσό) το ΚΚΓ έπεσε κατά 28%, και στην επικράτεια της Μελάν-Πουασύ (όπου βρίσκεται το εργοστάσιο της Ρενώ-Φλιν) το ΚΚΓ έπεσε κατά 25%.

Στην περιοχή του Παρισιού και της Σεΐν-ετ-Ουάζ, το ΚΚΓ έχασε τις 8 από τις 13 έδρες που είχε. Στη Συνοικία Καρτιέ Λατέν περίπου το 35% των ψηφοφόρων του απείχε.

Την ίδια στιγμή που το ΚΚΓ έχασε 604.000 ψήφους, η Συμμαχία της Αριστεράς (ΣΔΣΑ) έχασε 570.000 ψήφους (ή 14%). Το μόνο κόμμα της Αριστεράς που αύξησε σημαντικά τη δύναμή του ήταν το PSU (ΕΣΚ), που ήταν και το μόνο που «φλέρταρε» με τους εξεγερμένους φοιτητές. Οι ψήφοι του ανέβηκαν κατά 379.000 ή κατά 90%.

Ο Ντε Γκωλ χρησιμοποίησε το ΚΚΓ για να αποκαταστήσει το νόμο και την τάξη, αλλά ακόμα κι έτσι δεν του έδειξε καθόλου ευγνωμοσύνη γι’ αυτό (εκτός ίσως από την εξυπηρέτηση που έκανε στο ΚΚΓ να κηρύξει παράνομες όλες τις μικρές ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς, αλλά αυτό ήταν κάτι που ο Ντε Γκωλ έκανε κυρίως για τον εαυτό του.)

δ) Ο Ντε Γκωλ βάσισε την εκστρατεία του στο όνομα μιας αντικομουνιστικής σταυροφορίας. Δεν ήταν έκπληξη ότι η εκστρατεία τράβηξε την προσοχή οποιουδήποτε στη Γαλλία ήταν συντηρητικός ή διστακτικός, από τη στιγμή που ΟΛΟΙ, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΓ, χαρακτήριζαν τον αγώνα των φοιτητών, τη διάρκεια της απεργίας, τις αντεπιθέσεις ή ακόμα και την απλή περιφρούρηση της απεργίας ενάντια στις απεργοσπαστικές ενέργειες της αστυνομίας σαν «τυχοδιωκτικές ενέργειες» ή «προβοκάτσια» υποκινούμενη από, ένας θεός ξέρει ποιους, επαγγελματίες ταραχοποιούς, ακόμα και «ξένους πράκτορες».

Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τις διαφορές μεταξύ των παραπάνω δυνάμεων… Κι αν ο «τυχοδιωκτισμός» ήταν καταδικαστέος, γιατί να μην ψηφίσει ο κόσμος Ντε Γκωλ, παρά ΚΚΓ ή Συμμαχία της Αριστεράς; Οι Γκωλικοί τουλάχιστον είχαν μια καθαρή πολιτική: ποτέ δεν ακολούθησαν αυτούς που καταδίκαζαν, ενώ το ΚΚ κι η Συμμαχία «υποστήριξαν» την απεργία την ίδια στιγμή που καταδίκαζαν αυτούς που την είχαν βάλει μπρος κι ήθελαν να τη συνεχίσουν, και τους έκαναν επιθέσεις στις διαδηλώσεις, αποκαλώντας τους τυχοδιώκτες, ενώ διαδήλωναν κι οι ίδιοι. Η «Αριστερά» είχε δύο πρόσωπα κατά τη διάρκεια της απεργίας: τους απογοήτευσαν όλους, και τους εργάτες και τη μικροαστική τάξη.

Ένα καλό αποτέλεσμα που απέφερε η εκλογική «παράσταση» του ΚΚΓ είναι ότι θα είναι πολύ δύσκολο να την επαναλάβει. Όπως το έθεσε κι η «Λιουτ Ουβριέ» (εφημερίδα «Εργατική Πάλη»):

«Η κυβέρνηση, η αστική τάξη κι ο ίδιος ο Ντε Γκωλ μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η εκλογική πλειοψηφία δεν είναι το παν σε καμιά περίπτωση. Η απεργία του Μάη ξέσπασε λιγότερο από ένα χρόνο μετά τις εκλογές που, όπως και οι προηγούμενες, είχαν δώσει στον Ντε Γκωλ την πλειοψηφία στη Βουλή.

Ο Ντε Γκωλ κι η αστική τάξη μπορούσαν, αυτή τη φορά, να δώσουν τέλος στην απεργία, με το να υποσχεθούν νέες εκλογές στους εργάτες (…) είναι αλήθεια, με τη συνενοχή των ηγετών της CGT που διακήρυσσαν ότι η νέα «πλειοψηφία» θα μπορούσε να παρέχει ό,τι δεν είχε δώσει η πρόωρα τερματισμένη απεργία (…) αλλά το ίδιο κόλπο δεν θα μπορούσε να ‘‘πιάσει’’ δυο φορές.

Ο Ντε Γκωλ και οι συνεργάτες του το ήξεραν καλά αυτό, κι επίσης γνώριζαν καλά ότι η πλειοψηφία που μόλις είχαν κερδίσει δεν τους εξοπλίζει σε καμιά περίπτωση με καινούρια μέσα για να αντιμετωπίσουν μια νέα επίθεση από τους εργάτες».

Μετά τη δεξιά στροφή στο εκλογικό αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας, η ετυμηγορία του ΚΚΓ ήταν ότι η ευθύνη ανήκε πλήρως στους… αριστεριστές! Η «LHumanite» στις 24 Ιούνη διακήρυσσε:

«Κάθε οδόφραγμα, κάθε αμάξι που κάηκε, χάρισε εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους στο Γκωλικό Κόμμα: Αυτή είναι η αλήθεια».

Φυσικά το ΚΚΓ είχε δίκιο: η αριστερά «προκάλεσε» την αντίδραση.

Ο φιλελευθερισμός πάντα έλεγε στους εργάτες ότι με τον ταξικό αγώνα τους «προκαλούν» την αντίδραση. Οι ρεφορμιστές επαναλαμβάνουν την κατηγορία στους επαναστάτες. Αυτές οι κατηγορίες αυτοαναιρούνται, σε τελική ανάλυση, από την ίδια τους τη «σοφία»: αν οι καταπιεσμένοι δεν προκαλέσουν τους καταπιεστές, δεν θα υποχρεωθούν οι τελευταίοι να τους χτυπήσουν. Αν δεν προσπαθήσεις να κάνεις επανάσταση, δεν υπάρχει κίνδυνος αντεπανάστασης! Μείνετε υποταγμένοι κι αδρανείς, και κανένας δε θα σας πειράξει!

Η αντίθεση μεταξύ του μεγέθους της αντίδρασης στο Κοινοβούλιο και του μεγέθους της εξέγερσης στους δρόμους και τα εργοστάσια είναι μια επιπλέον επιβεβαίωση ότι η νίκη του σοσιαλισμού δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτή με κοινοβουλευτικά μέσα, αλλά μόνο μέσα από επανάσταση.

 

Συμπερασματικά

Η κύρια κατηγορία ενάντια στο ΚΚΓ δεν είναι ότι δεν καθοδήγησε μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση το Μάη και τον Ιούνη. Κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι αυτό ήταν εφικτό να γίνει. Αυτό που χρειαζόταν, ήταν το ΚΚΓ να ανυψώσει την αυτοπεποίθηση και την οργανωτική δύναμη της εργατικής τάξης, να ανυψώσει τη μαχητικότητά της.

Το ΚΚΓ εμπόδισε τις εκλογές δημοκρατικών απεργιακών επιτροπών. Απέτρεψε τη σύνδεση μεταξύ των επιτροπών. Έστειλε την πλειονότητα των εργατών μακριά από τα εργοστάσια. Εκείνοι που έμειναν, αφέθηκαν να παίζουν παιχνίδια αντί να εμπλακούν σε σοβαρή πολιτική συζήτηση. Έβαλε τα δυνατά του για να απομονώσει τους εργάτες από τους εξεγερμένους φοιτητές και νέους εργάτες.

Για να γίνει πραγματικότητα η εργατική εξουσία, μια σειρά βήματα είναι απαραίτητα:

1. Η δημιουργία επιτροπών βάσης στα εργοστάσια και η δικτύωσή τους σε τοπικά συμβούλια, συμβούλια κατά περιοχές και τελικά σε εθνικά συμβούλια εκπροσώπων των εργατών (σοβιέτ).

2. Ο εξοπλισμός, πρώτα των απεργιακών φρουρών και στη συνέχεια του συνόλου των εργατών, ενάντια στα ΜΑΤ.

3. Η εκκίνηση της λειτουργίας των εργοστασίων υπό τον έλεγχο των απεργιακών επιτροπών.

4. Η αποφασιστική συντριβή, ο αφοπλισμός και η διάλυση των ένοπλων δυνάμεων των καπιταλιστών.*

Η κατηγορία ενάντια στο ΚΚΓ είναι όχι ότι δεν «άλωσε» με μια επίθεση ένα από τα κάστρα του καπιταλισμού, αλλά ότι εμπόδισε οποιονδήποτε ακόμα κι από το ξεκινήσει την «έφοδο».

*Σημείωση: Mια επαναστατική Οργάνωση που έχει απήχηση σε λίγους μόνο εργάτες, πρέπει να προσαρμόσει το ίδιο πρόγραμμα τακτικά. Αφού σημείο εκκίνησης για την επαναστατική ηγεσία είναι η εμπειρία των ίδιων των εργατών -οι ίδιες οι απόψεις κι η στάση τους-, μια μικρή επαναστατική ομάδα θα πρέπει να είναι πολύ ταπεινή στο να διατυπώνει τα προαναφερθέντα μεταβατικά αιτήματα. Ενώ στο δημόσιο λόγο της θα έπρεπε να επικεντρώσει στο αίτημα για δημοκρατικά εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές, και στην ανάγκη να τις συνδέσει, το βασικό προπαγανδιστικό αίτημά της πρέπει να είναι το τελικό αίτημα: για την εργατική εξουσία, το «όλη την εξουσία στα σοβιέτ» (που δεν υπάρχουν ακόμα). Δεν υπάρχει περίοδος που να είναι πιο σημαντική η σύνδεση μεταξύ προπαγάνδας και αγκιτάτσιας, από όσο σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Ωστόσο, δεν υπάρχει άλλη περίοδος που το να μπερδεύεις την αγκιτάτσια με την προπαγάνδα εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους. Ο πειρασμός για τις μικρές επαναστατικές οργανώσεις στη Γαλλία να μπουν σε πλειοδοτικούς διαγωνισμούς με το ΚΚΓ («εσείς ζητάτε λεφτά – εμείς εργατική εξουσία») είναι πολύ μεγάλος. Οι λεκτικές υπερβολές συχνά πηγαίνουν μαζί με την πρακτική ανικανότητα.

Χωρίς να επιτευχθούν οι δημοκρατικές απεργιακές επιτροπές, το σύνθημα για την εργατική εξουσία απλά θα παραμείνει κενό.

[Σ.Μ. Προπαγάνδα =η πολιτική συζήτηση που γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο. Αγκιτάτσια =ο δημόσιος πολιτικός λόγος που απευθύνεται σε μαζικά ακροατήρια με στόχο την παρακίνησή τους σε δράση π.χ. σε συνελεύσεις, συγκεντρώσεις, έξω από τα εργοστάσια κ.λπ.]

Ταξίδι πίσω στο χρόνο: το προηγούμενο του 1936

Ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα των τελευταίων 50 χρόνων είναι ότι αν μια επαναστατική κατάσταση δεν την εκμεταλλευτεί ένα επαναστατικό κόμμα, η κατάσταση μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε αντεπαναστατική. Πρόκειται σήμερα η Γαλλία να διανύσει άλλη μια μακρά περίοδο αντίδρασης, όπως συνέβη μετά τον Ιούνη του 1936; Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση που πρέπει να κάνουν σε κάθε σοσιαλιστή.

Υπάρχουν «τρομακτικές» ομοιότητες μεταξύ του Μάη-Ιούνη 1936 και του Μάη-Ιούνη 1968.

Το 1936 η γενική απεργία επίσης ξεκίνησε αυθόρμητα. Η πρώτη κατάληψη εργοστασίου -κανείς δεν γνωρίζει το άτομο που είχε την ιδέα γι’ αυτήν την τακτική- έγινε στο εργοστάσιο Μπρεζινιέ στη Λε Χαβρ στις 11 Μάη, αμέσως μετά την απόλυση αγωνιστών που είχαν απεργήσει τη μέρα της Πρωτομαγιάς. Στις 13 Μάη έγινε η κατάληψη στην Τουλούζ, στις 14 Μάη στην Κουρμπεβουά -μόλις και μετά βίας ακούστηκαν στο Παρίσι, εκτός από τον αστικό Τύπο που τις ανέφερε σύντομα, ενώ η «LHumanite» δεν ανέφερε τις καταλήψεις ως τις 20 Μάη. Ωστόσο, ένα άρθρο της στις 24 Μάη συζήτησε για την τακτική της κατάληψης και τα πλεονεκτήματά της, κι αυτό αναμφισβήτητα συνέβαλε στην εξάπλωση των απεργιών. Οι απεργίες με καταλήψεις από κει και πέρα εξαπλώθηκαν ραγδαία, με δύο τρόπους:

α) Σε περιοχές μεταξύ γειτονικών εργοστασίων και β) μεταξύ διαφορετικών εργοστασίων της ίδιας επιχείρησης. Μέχρι το τέλος του Ιούνη το κύμα της απεργίας είχε εξαπλωθεί στο Βέλγιο, κι αν είχε συνεχιστεί, υπήρχαν σημάδια ότι θα έφτανε ως τη Γερμανία.

Οι απεργίες ήταν βέβαια αυθόρμητες – τόσο στην υποκίνησή τους όσο και, αργότερα, στις πολλές τους αρνήσεις να δεχτούν τις λύσεις που διαπραγματεύονταν τα συνδικάτα. Ήταν στις βιομηχανίες με πολύ μικρό βαθμό συνδικαλιστικής οργάνωσης που οι απεργίες ξεκίνησαν πρώτα κι απλώθηκαν απίστευτα γρήγορα – οι εργάτες στο Μέταλλο (4% οι συνδικαλισμένοι εργάτες), στην υφαντουργία (5%), στις προμήθειες τροφίμων (3%), σε μεγάλα εμπορικά κέντρα (1%). Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει πώς μια κοπέλα, τρεμάμενη, από το εμπορικό κέντρο «Πρι Γιουνίκ» ήρθε στα γραφεία των συνδικάτων, για να ανακοινώσει ότι έπεισε τους εργάτες του κέντρου να βγουν σε απεργία και τώρα δεν ξέρει τι να κάνει. Τα συνδικάτα έστειλαν ανώτερους να τη βοηθήσουν να ετοιμάσει μια λίστα αιτημάτων.

Η έκταση της απεργίας ήταν μικρότερη από το 1968. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα νούμερα για το συνολικό αριθμό των απεργών, αλλά ο Σαλενγκρό, υπουργός Εσωτερικών, τους υπολόγισε σε 1,5 εκατομμύριο στο ψηλότερο σημείο της απεργίας. Σε πολλές περιοχές πρακτικά δεν έγινε αισθητή η απεργία. Οι εργοδότες αρνήθηκαν οποιαδήποτε πρόταση να χρησιμοποιήσουν βία για να σταματήσουν τις καταλήψεις των εργοστασίων.

Τότε ήρθε η σειρά του SFIO (ΣΚ) και του ΚΚΓ: πούλησαν τον αγώνα για οικονομικά οφέλη στις «Συμφωνίες της Ματινιόν». Οι εργάτες, παρ’ όλα αυτά, κέρδισαν αρκετές παραχωρήσεις. Η εργάσιμη βδομάδα μειώθηκε στις 40 ώρες, ο μέσος μισθός ανέβηκε 11%. Τα συνδικάτα μαζικοποιήθηκαν αλματωδώς. H CGT ισχυριζόταν ότι μεγάλωσε από 1 εκατομμύριο σε 5 εκατομμύρια, η CFTC από 150.000 σε 500.000.

Από τα κέρδη της απεργίας πολλά ραγδαία εξανεμίστηκαν: το Φεβρουάριο του 1937 ο Μπλουμ παραδέχτηκε ότι

«η αύξηση του κόστους ζωής κατά τη διάρκεια των 8 τελευταίων μηνών επιβάλλει στις πλάτες των βιοπαλαιστών και των οικογενειών τους ένα φορτίο βαρύτερο από τα οφέλη των μέτρων που πάρθηκαν προς όφελός τους».

Ακόμα και μεταξύ 9 Ιούλη και 3 Σεπτέμβρη 1936 υπήρχαν μεγάλες αυξήσεις στις τιμές- το κιλό ψωμί ανέβηκε από 1,60 σε 1,90 φράγκο, η δωδεκάδα αυγά από 7,25 σε 8,35 φράγκα. Αν εξετάσουμε μια λίγο πιο μακρά περίοδο, από το 1935 ως το 1939, ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός για τους άντρες εργάτες αυξήθηκε στο Παρίσι κατά 49% και στην επαρχία κατά 42%, ενώ την ίδια περίοδο το κόστος ζωής αυξήθηκε στο Παρίσι κατά 57% και στην επαρχία κατά 52%.

Η 40ωρη βδομάδα δεν κράτησε πολύ. Σε ένα δελτίο ειδήσεων στις 12 Δεκέμβρη 1938, ο Νταλαντιέ ανακοίνωσε την επαναφορά της εργάσιμης εβδομάδας στις 48 ώρες.

Τα πολιτικά αποτελέσματα της «ηττημένης επανάστασης» ήταν ακόμα πιο ζοφερά. Ο Αλεσάντρ Λαμπέρ-Ριμπό, ο αντιπρόεδρος της επιτροπής Σιδηρουργών, κι ένας επιφανής εκπρόσωπος των Γάλλων εργοδοτών, είπε στις 18 Νοέμβρη 1937:

«Οι συμφωνίες της Ματινιόν έσωσαν τη Γαλλία από εξαιρετικά τρομακτικά γεγονότα, από σοβαρές ταραχές ικανές να μετατραπούν σε εμφύλιο πόλεμο».

Η αποδοχή του συμβιβασμού έδωσε την ευκαιρία στην άρχουσα τάξη να ανασυνταχθεί. Κι έπειτα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον όλων των εργατών στη Γαλλία.

Οι εργάτες αντεπιτέθηκαν. Υπήρχαν νέες καταλήψεις εργοστασίων το Μάρτη – Απρίλη του 1938 (Σιτροέν, Γκνομ-ε-Ρόν), αλλά το κίνημα τώρα είχε πεσμένο ηθικό κι η τάξη τώρα δεν ήταν προετοιμασμένη σα σύνολο να ζήσει την ίδια εμπειρία δύο φορές. Όταν η κυβέρνηση Μπλουμ έπεσε τον Απρίλη του 1938, αντικαταστάθηκε από μια μετριοπαθή κυβέρνηση χωρίς Σοσιαλιστές, με ηγέτη τον Νταλαντιέ. Η κυβέρνηση Νταλαντιέ, που το ΚΚΓ καλούσε την εργατική τάξη να στηρίξει στις εκλογές του 1936, υπέγραψε τις «συμφωνίες του Μονάχου», τσάκισε τη γενική απεργία της CGT το Νοέμβρη του 1938, και στις 26 Σεπτέμβρη 1939 κήρυξε το ΚΚ παράνομο. Το ΚΚ δαγκώθηκε από το στόμα που με τόσο αγνά συναισθήματα τάιζε.

Η αποθάρρυνση της εργατικής τάξης σε ό,τι ακολούθησε μετά τον Ιούνη 1936 έκανε δυνατή τη συνθηκολόγηση με το φασισμό το 1940.

Το προηγούμενο της Ιταλίας

Ακόμα πιο δραματικές ήταν οι επιπτώσεις από την αντεπίθεση τη αντίδρασης μετά τη μαζική απεργία διαρκείας με καταλήψεις, το Σεπτέμβρη του 1920 στην Ιταλία. Η κατάληψη ήρθε μετά από 3 μήνες ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα πάνω σε άμεσα υλικά αιτήματα: αύξηση των μισθών λόγω της αύξησης του κόστους ζωής. Οι διαπραγματεύσεις τελικά κατέρρευσαν και τα συνδικάτα αντέδρασαν με σαμποτάζ (επιβράδυνση της παραγωγής) που ήταν να ξεκινήσει στις 21 Αυγούστου. Το εργοστάσιο της Άλφα-Ρομέο στη Μίλαν, ωστόσο, προχώρησε σε λοκ-άουτ κι οι εργάτες στις 28 Αυγούστου προχώρησαν σε κατάληψη. Την 1η Σεπτέμβρη οι εργάτες μετάλλου κι οι μηχανικοί είχαν καταλάβει τα εργοστάσιά τους στο Τορίνο, το Μιλάνο, τη Γένοβα και τη Σαβόνα, και τις επόμενες μέρες οι καταλήψεις εξαπλώθηκε σε όλη την Ιταλία. Στο Τορίνο και σε κάποιες άλλες πόλεις, μάλιστα, οι εργάτες καλούσαν σε ξεσηκωμό κι άλλους κλάδους εργοστασίων.

Τα εργοστασιακά συμβούλια ανέλαβαν την ηγεσία του κινήματος κι από την αρχή ήταν αρμόδια για τη διεύθυνση των εργοστασίων. Η παραγωγή συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια όλης της απεργίας, στο βαθμό που το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η επιτυχία διέφερε από χώρο σε χώρο, και συχνά, παρά την αλληλεγγύη των άλλων εργατών, ειδικά των σιδηροδρομικών, που έφερναν πρώτες ύλες και αγαθά πρώτης ανάγκης στα εργοστάσια, τα εργοστάσια ξέμεναν από πόρους.

Το να γίνει η απεργία «λειτουργική» εξυπηρετούσε ένα διπλό σκοπό:

α) δοκίμαζε κι αποδείκνυε την υπευθυνότητα των εργατών, και

β) τα προϊόντα προς πώληση μπορούσαν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο μέσο υποστήριξης των εργατών, όταν το απεργιακό ταμείο δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες τους. Ο τελευταίος σκοπός ωστόσο δεν έγινε αντιληπτός, κι οι απεργοί εργάτες περίμεναν να βασιστούν στους γενναιόδωρους εράνους άλλων εργατικών χώρων για να αντέξουν.

Συγκροτήθηκαν κόκκινες ένοπλες πολιτοφυλακές για την προστασία των εργοστασίων, αλλά πέρα από λίγες μεμονωμένες περιπτώσεις, δεν χρειάστηκαν στην πράξη – η πυκνότητα κι η αγωνιστικότητα των απεργών ήταν αρκετές για να κρατάν μακριά τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.

Ξεκινώντας από οικονομικές απαιτήσεις, η απεργία σύντομα απέκτησε ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο και μετατράπηκε σε ενέργεια νομιμοποίησης των εργατικών συμβουλίων και, στην πραγματικότητα, του εργατικού ελέγχου.

Οι αντιδράσεις των βιομηχάνων ποικίλλανε, από έξαλλες εκκλήσεις στην κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει βία μέχρι και πλήρη παραίτησή τους. Ο Τζιολίτι αρνήθηκε να παρέμβει στην απεργία σαν διαπραγματευτής, ξέροντας καλά ότι το κίνημα θα στραγγαλιστεί από το PSI και τη CGL (το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη συνδικαλιστική ομοσπονδία που ελέγχει).

Μετά από ένα μήνα καταλήψεων, οι ρεφορμιστές προώθησαν ένα πολύ θολό αίτημα για δημοψήφισμα, με την ουτοπική υπόσχεση θέσπισης του εργατικού ελέγχου κάποια στιγμή στο μέλλον. Έτσι η απεργία σταμάτησε, χωρίς να έχει απαντήσει ποτέ στο ζήτημα της εξουσίας που προέκυψε. Το καπιταλιστικό κράτος δεν ανατράπηκε. Η εξουσία δεν κατακτήθηκε από την εργατική τάξη.

Η αντίδραση των αστών δεν άργησε να έρθει. Η καπιταλιστική τάξη τρομοκρατήθηκε υπερβολικά από τις καταλήψεις. Έτσι, ο Ανιέλι, ο ιδιοκτήτης της Φίατ, είχε τόσο πεσμένο ηθικό, που ήταν έτοιμος να παραδώσει το εργοστάσιό του στους εργάτες. Όλες οι κοινωνικές τάξεις βγήκαν από την κρίση πεπεισμένες ότι η παλιά τάξη πραγμάτων είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η απεργία δεν είχε θέσει το πολιτικό ζήτημα της ανατροπής της αστικής τάξης και του κράτους της, έδωσε χρόνο στην αστική τάξη να ανασυνταχθεί και να επιβάλει τη δικιά της «νέα τάξη» στο ετοιμοθάνατο φιλελεύθερο κράτος. Οι νικητές σύντομα αποδείχτηκε ότι είναι θύματα.

Έτσι οι ρίζες του φασισμού βρίσκονται στην ήττα του 1920, αλλά για τη νίκη του πρέπει να παρατεθεί κι ένας αριθμός άλλων παραγόντων: πρώτα και κύρια, η οικονομική κρίση του 1921, που στέρησε τους εργάτες από τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν τη δύναμή τους και επέφερε συντριπτικά χτυπήματα στην αυτοπεποίθησή τους.

Άμεσες προοπτικές

Τα επόμενα χρόνια δεν προβλέπεται καμιά κατάρρευση του δυτικού καπιταλισμού – με τη μορφή της οικονομικής κρίσης και της μαζικής ανεργίας. Η ανάπτυξη του γαλλικού καπιταλισμού θα συνεχιστεί με τα πάνω και τα κάτω του. Αν o μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της συνολικής παραγωγής μεταξύ του 1950 και του 1960 ήταν 4,4%, κι αν μεταξύ του 1963 και του πρώτου τετάρτου 1/4) του 1968 ήταν 2%, κανείς μπορεί να περιμένει μια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, ακόμα κι αν είναι κάπως επιβραδυνόμενη.

Το ίδιο διάστημα, εξαιτίας των ταχέων τεχνολογικών αλλαγών, που θα συνοδευτούν από όξυνση στο διεθνή ανταγωνισμό κι επιτάχυνση των συγχωνεύσεων στη βιομηχανία, μπορούμε να περιμένουμε αυξανόμενη ανεργία, πληθωρισμό και συμπίεση των μισθών.

Η οικονομική θέση της Γαλλίας επιδεινώθηκε πολύ σοβαρά σαν αποτέλεσμα των γεγονότων του Μάη-Ιούνη. Το Μάη η Γαλλία έχασε 306.000.000 δολάρια από τα αποθεματικά της, τον Ιούνη 1.088.600.000 δολάρια και τον Ιούλιο 666.800.000 δολάρια. Συνολικά σε 3 μήνες έχασε 2.055 εκατομμύρια δολάρια, σχεδόν το 1/3 των αποθεματικών που διατηρούσε στο τέλος του Απρίλη. Ακόμα και πριν τα πρόσφατα γεγονότα, η διεθνής οικονομική κατάσταση δεν ήταν και πολύ καλή. Τα προηγούμενα δύο χρόνια το γαλλικό ισοζύγιο εσόδων-εξόδων είχαν βυθιστεί από πλεόνασμα σε έλλειμμα 33 εκατομμυρίων δολαρίων το 1967.

Aκόμα και πριν από τα πρόσφατα γεγονότα, η γαλλική βιομηχανία δυσκολευόταν στο διεθνή ανταγωνισμό. Σύμφωνα με μια αναφορά από την Επιτροπή Παραγωγής του Γαλλικού κοινοβουλίου, το ποσοστό που αντιστοιχεί στη Γαλλία στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ βιομηχανικών προϊόντων από τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 4,5%, έναντι 19% της Γερμανίας και 11,5% της Μεγάλης Βρετανίας. Το ποσοστό της αντίστοιχα, στις εισαγωγές στην Ιαπωνία για τα ίδια προϊόντα είναι 3,5 % έναντι 14% της Γερμανίας και 11,3% της Βρετανίας. Η Γαλλία καλύπτει όλες τις εισαγωγές της σε βιομηχανικά προϊόντα από τις εξαγωγές της σε ποσοστό μόνο 107% (με νούμερα του 1966) ενώ η Ιαπωνία 100%, η Γερμανία 230%, η Βρετανία 220%.

Με την άρση των τελευταίων τελωνειακών φραγμών μεταξύ των χωρών της Κοινής Αγοράς (1 Ιουλίου 1968), η γαλλική βιομηχανία πρέπει να νιώθει την πίεση περισσότερο από ποτέ. Η ισχύς της σε σχέση με τον κύριο συνεταίρο κι ανταγωνιστή της, τη Γερμανία, δεν είναι και πολύ μεγάλη. Η γερμανική παραγωγικότητα είναι 70% μεγαλύτερη από τη γαλλική στις μηχανικές κατασκευές, 90% στο ατσάλι, 200% στα πλαστικά, 200% στις οργανικές βαφές.

Η αύξηση στους μισθούς μετά τα γεγονότα του Μάη-Ιούνη θα επηρεάσει τη γαλλική κατάσταση στην εξαγωγική αγορά. Μια πρόσφατη σφυγμομέτρηση της εταιρείας ερευνών αγοράς «IFOP» για λογαριασμό της δεκαπενθήμερης οικονομικής εφημερίδας «Λες Ινφορμασιόν Ιντιστριέλ ε Κομερσιάλ» («Τα εμπορικά και Βιομηχανικά Νέα»), έδειξε ότι το 60% των βιομηχάνων ανέμενε οι πωλήσεις τους στο εξωτερικό να πέσουν. Μόνο το 19% θεωρούσε τις αυξήσεις στους μισθούς «ανεκτές», ενώ το 66% τις θεωρούσε «δυσβάσταχτες» και το 13% «καταστροφικές».

Το πεδίο δράσης που ανοίγεται για τους Γάλλους καπιταλιστές δεν προσφέρεται για μεγάλους ελιγμούς. Ακόμα και πριν τις αυξήσεις μισθών του Μάη-Ιούνη, η συμπίεση των περιθωρίων για κέρδος τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ ισχυρή.

Κάποιες από τις βιομηχανίες κι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να «απορροφήσουν» τις αυξήσεις στους μισθούς πολύ καλύτερα από άλλες. Αυτό το έχουν ήδη ξεκαθαρίσει κάποια από τα διευθυντικά στελέχη των μεγάλων εταιρειών.

Τα επιπλέον έξοδα (σ.μ. οι αυξήσεις στους μισθούς) της εταιρείας υφασμάτων «Σομέρ» δε θα επηρεάσουν την οικονομική ανάκαμψή της. Στην πραγματικότητα τα σχέδια για βελτίωση της παραγωγικότητας έπρεπε να παρέχουν την αναγκαία αποζημίωση.

Ο πρόεδρος της «Πεσινέ» (εταιρεία χημικών) έθεσε καθαρά τις εναλλακτικές που υπάρχουν: «να γίνει προσπάθεια να προχωρήσουμε με τους πιο αποδοτικούς ή να πέσουμε στη μετριότητα».

Ο Μπαουμγκάρτνερ, πρόεδρος της Ρον-Πουλάνκ, δήλωσε ότι «για τις εταιρείες τα επιπλέον ‘‘έξοδα’’ θα είναι μόνο φαινομενικά». Πιστεύει ότι πρέπει να παρθούν μέτρα προς την κατεύθυνση:

«να σταθεροποιηθεί η κατάσταση των παραγωγών από τους οποίους εξαρτώνται αναμφισβήτητα οι ανταγωνιστικές ικανότητες της χώρας… Από τη μεριά μας, θα συνεχίζουμε να αναθεωρούμε εκείνες τις δραστηριότητές μας που δεν ικανοποιούν τις παρούσες απαιτήσεις (της αγοράς) και να αναπτύσσουμε εκείνες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς» κ.τ.λ.

Οι συγχωνεύσεις θα γίνονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν.

Η ανεργία θα αυξηθεί, αν κι είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε πόσο απότομη θα είναι αυτή η αύξηση. Η σφυγμομέτρηση από την εταιρεία που προαναφέρθηκε, έδειξε ότι το 1/4 των εταιρειών που ερωτήθηκαν αναμένει «μείωση της απασχόλησης», ενώ η τεράστια πλειονότητα είπε πως δεν θα προσλάμβανε άλλους εργάτες προς το παρόν. Κάποιοι οικονομολόγοι προβλέπουν μέχρι κι 1 εκατομμύριο ανέργους τον ερχόμενο χειμώνα.

Την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός αναμένεται να επιφέρει σημαντικά πλήγματα. 9 στις 10 γαλλικές επιχειρήσεις σκοπεύουν να ανεβάσουν τις τιμές τους μεταξύ 5 και 10% σαν αποτέλεσμα των πρόσφατων αυξήσεων στους μισθούς. Σύμφωνα με μια αναφορά του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, οι γαλλικές τιμές στη λιανική μπορούν να αυξηθούν μεταξύ 6 κι 7% αυτό το χρόνο εξαιτίας της γενικής απεργίας.

Έτσι άμεσα, την επόμενη περίοδο, μπορούμε να αναμένουμε την κλιμάκωση του βιομηχανικού εργατικού αγώνα στη Γαλλία, άλλοτε σε μεμονωμένους χώρους και κλάδους, κι άλλοτε μετατρεπόμενου σε μαζικές αντιπαραθέσεις, όχι μόνο με τα αφεντικά, αλλά και με την κυβέρνηση.

 

Οι προοπτικές: Τα όρια του αυθόρμητου

– η αναγκαιότητα του επαναστατικού κόμματος

Τα γεγονότα του Μάη-Ιούνη έθεσαν τα δύο ζητήματα, των ορίων της αποτελεσματικότητας του αυθόρμητου και της ανάγκης για επαναστατικό κόμμα, με τον πιο οξύ και επείγοντα τρόπο.

Οι επαναστάσεις πράγματι ξεκινούν σαν αυθόρμητες διαδικασίες, χωρίς την καθοδήγηση ενός κόμματος. Η Γαλλική Επανάσταση ξεκίνησε με τη μονομιάς κατάληψη της Βαστίλλης. Κανένας δεν το οργάνωσε αυτό. Υπήρχε κάποιο κόμμα που ηγούνταν του λαού στην εξέγερση; Όχι. Ακόμα κι οι μελλοντικοί ηγέτες των Γιακωβίνων, για παράδειγμα ο Ροβεσπιέρος, στην αρχή δεν εναντιώθηκαν στη μοναρχία, και δεν ήταν ακόμη οργανωμένοι σε ένα κόμμα. Στις 14 Ιουλίου 1789, η επανάσταση ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια των μαζών.

Το ίδιο ήταν αλήθεια και για τη Ρωσική Επανάσταση του 1905 και του Φλεβάρη του 1917. Η Επανάσταση του 1905 ξεκίνησε με μια αιματηρή σύγκρουση μεταξύ από τη μια πλευρά του στρατού και της αστυνομίας του τσάρου, κι από την άλλη μεριά του όγκου των εργατών, αντρών, γυναικών, παιδιών με επικεφαλής τον παππά Γκαπόν (που στην πραγματικότητα ήταν πράκτορας του τσάρου). Ήταν οι εργάτες οργανωμένοι υπό μια καθαρή και αποφασιστική ηγεσία, διαποτισμένη με μια σοσιαλιστική πολιτική; Σίγουρα όχι. Κουβαλώντας εικονίσματα, ήρθαν ζητιανεύοντας από τον αγαπημένο τους «μικρό Θεό» -τον τσάρο- να τους βοηθήσει ενάντια στους εκμεταλλευτές τους.

Αυτό ήταν και το πρώτο βήμα στη μεγάλη επανάσταση.

12 χρόνια μετά, το Φλεβάρη του 1917, οι μάζες, αυτή τη φορά πιο έμπειρες, ανάμεσα στις οποίες υπήρχαν και περισσότεροι σοσιαλιστές από την προηγούμενη επανάσταση, και πάλι ξέσπασαν αυθόρμητα.

Κανένας ιστορικός δεν ήταν ικανός να κατονομάσει έναν οργανωτή της Φεβρουαριανής Επανάστασης, γιατί πολύ απλά δεν ήταν οργανωμένη.

Ωστόσο, μετά το ξέσπασμά τους από αυθόρμητες εξεγέρσεις, οι επαναστάσεις κινούνται με διαφορετικό τρόπο. Στη Γαλλία η μετάβαση από την ημι-δημοκρατική κυβέρνηση των Γιρονδίνων σε μια επαναστατική κυβέρνηση, που σάρωσε πλήρως τις φεουδαρχικές σχέσεις ιδιοκτησίας, δεν έγινε από ανοργάνωτες μάζες χωρίς κομματική ηγεσία, αλλά κάτω από την αποφασιστική ηγεσία του Γιακωβίνικου κόμματος. Χωρίς ένα τέτοιο κόμμα στο πηδάλιο, αυτή η σημαντική εξέλιξη, που απαιτούσε μάχη με όλες του τις δυνάμεις εναντίον των Γιρονδίνων, θα ήταν αδύνατη. Ο λαός του Παρισιού μπορούσε αυθόρμητα και χωρίς ηγεσία να εξεγερθεί απέναντι στο βασιλιά, μετά από δεκαετίες καταπίεσης. Αλλά η πλειονότητα του λαού ήταν πολύ συντηρητική κι υστερούσε πάρα πολύ σε ιστορική εμπειρία και γνώση – έτσι δεν μπορούσε να διακρίνει, μετά από 2 ή 3 χρόνια επανάστασης, μεταξύ αυτών που ήθελαν να οδηγήσουν την επανάσταση ως το τέλος κι αυτών που στόχευαν σε κάποιον συμβιβασμό.

Η ιστορική κατάσταση απαιτούσε αγώνα μέχρις εσχάτων ενάντια στο κόμμα του συμβιβασμού, τους συμμάχους του χθες. Η συνειδητοποιημένη ηγεσία αυτού του μεγάλου εγχειρήματος εξοπλίστηκε από το Γιακωβίνικο κόμμα, που όρισε την ημερομηνία κι οργάνωσε την ανατροπή των Γιρονδίνων στις 10 Αυγούστου 1792 μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Όμοια η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια αλλά οργανώθηκε πρακτικά σε όλα τα συγκεκριμένα σημεία, μέχρι και την ημερομηνία, από τους Μπολσεβίκους. Κατά τη διάρκεια των ζιγκ-ζαγκ της Επανάστασης μεταξύ του Φλεβάρη και του Οκτώβρη -η διαδήλωση του Ιούνη, οι μέρες του Ιούλη κι η επακόλουθη τακτική υποχώρηση, η απόκρουση του πραξικοπήματος του δεξιού Κορνίλοφ κ.τ.λ.- οι εργάτες κι οι φαντάροι ήρθαν πιο κοντά στην επιρροή κι υπό την καθοδήγηση του Μπολσεβίκικου κόμματος. Κι ένα τέτοιο κόμμα ήταν απαραίτητο για να οδηγήσει την επανάσταση από τα αρχικά της στάδια στην τελική της νίκη.

Ο αυθορμητισμός είναι αναπόφευκτα ακανόνιστος κι ανομοιογενής, κι έτσι, ενώ όλες οι επαναστάσεις στην ιστορία ξεκινούν αυθόρμητα, καμιά δεν τελειώνει αυθόρμητα. Οι μέρες στο Παρίσι έδειξαν καθαρά ότι ενώ λίγες εκατοντάδες φοιτητές ή εργάτες μπορούν να χτίσουν ένα οδόφραγμα, για να ανατρέψουν ένα καπιταλιστικό καθεστώς και να αρπάξουν την κρατική εξουσία είναι απαραίτητη μια πολύ μεγαλύτερη και συγκεντρωτική οργάνωση.

Ο κεντρικός ρόλος του Κόμματος στη σοσιαλιστική επανάσταση συνοψίστηκε πολύ καθαρά από τον Τρότσκι:

«Τα γεγονότα έχουν αποδείξει ότι χωρίς ένα κόμμα ικανό να διευθύνει την προλεταριακή επανάσταση, η επανάσταση από μόνη της καθίσταται αδύνατη (σ.μ. δεν μπορεί να ολοκληρωθεί). Η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την εξουσία με την αυθόρμητη εξέγερση. Ακόμα και στην σε υψηλό βαθμό πολιτισμένη κι εκβιομηχανισμένη Γερμανία, η αυθόρμητη εξέγερση των εργατών -το Νοέμβρη 1918- το μόνο που κατάφερε ήταν να παραδώσει την εξουσία στα χέρια της αστικής τάξης. Μια τάξη ιδιοκτητών μπορεί να πάρει την εξουσία που έχει αποσπαστεί βίαια από μια άλλη τάξη ιδιοκτητών, επειδή είναι ικανή να βασιστεί στα πλούτη της, το μορφωτικό της επίπεδο, και τους αναρίθμητους δεσμούς με την παλιά κρατική μηχανή. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να εξυπηρετήσει τόσο την εργατική τάξη όσο το δικό της κόμμα. Ο ρόλος που έπαιξαν στις αστικές επαναστάσεις η οικονομική δύναμη της αστικής τάξης, η μόρφωσή της, τα δημοτικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια, είναι ρόλος που μπορεί να αναπληρωθεί στην προλεταριακή επανάσταση μόνο από το κόμμα του προλεταριάτου. Ο ρόλος του κόμματος γίνεται όλο και πιο σημαντικός από τη σκοπιά τού ότι ο εχθρός έχει γίνει επίσης πολύ πιο συνειδητοποιημένος. Η αστική τάξη, στους διαδοχικούς αιώνες εξουσίας της, έχει τελειοποιήσει μια πολιτική διαπαιδαγώγηση πολύ ανώτερη από ό,τι η παλιά γραφειοκρατική μοναρχία».

Μακάρι οι εργάτες στο Παρίσι το 1968 να θυμόντουσαν την εμπειρία του Παρισιού το 1936 ή των Ιταλών εργατών! Το επαναστατικό κόμμα, είναι, ας πούμε, η μνήμη της τάξης, η αποθήκευση της πείρας του ταξικού αγώνα διεθνώς, το πανεπιστήμιο της τάξης.

Αφού η εργατική τάξη αντιμετωπίζει την υψηλά συγκεντρωτική και πειθαρχημένη εξουσία των καπιταλιστών, δεν πρέπει από τη μεριά της να υπάρχει μια λιγότερο συγκεντρωτική και πειθαρχημένη οργάνωση μάχης.

Τόσο ο συγκεντρωτισμός όσο κι η δημοκρατία είναι απαραίτητα:

Συγκεντρωτισμός, επειδή επιβάλλεται να διασφαλίσουμε την ενότητα στη δράση όλων των κομματιών του προλεταριάτου και το συγχρονισμό των διαδηλώσεων κάτω από ένα κοινό σύνθημα: αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν μια πραγματικά συγκεντρωτική ηγεσία βρίσκεται στη διάθεση υπεύθυνων κεντρικών και τοπικών σωμάτων, σταθερών στη σύνθεσή τους και στη στάση τους στην πολιτική γραμμή.

Δημοκρατία, επειδή αυτά τα καθοδηγητικά κεντρικά και τοπικά σώματα, που κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι πολύ μικρά, πρέπει να εκλέγονται από όλα τα μέλη του κόμματος, να ελέγχονται από αυτά και να λογοδοτούν σε αυτά.

Λόγω της αστάθειας που διαμορφώνεται στον καπιταλισμό που έχει εξαπλωθεί παντού, ο ταξικός αγώνας πρόκειται να κάνει πολλές απότομες στροφές. Από τη στιγμή που οι αλλαγές στις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες δε βρίσκουν άμεση έκφραση στη συνειδητοποίηση και τη δραστηριοποίηση της τάξης, καθώς οι τελευταίες εμποδίζονται από το απόλυτο βάρος των παραδοσιακών ρεφορμιστικών οργανώσεων, πρέπει να προσδοκούμε πολλά ζιγκ-ζαγκ στο κίνημα, από οικονομικές απεργίες σε πολιτικούς αγώνες και το αντίστροφο, από μια ημι-επαναστατική κατάσταση στο αντίθετό της, από «νηνεμία» σε μαζικές απεργίες που ο σκοπός κι η διάθεσή τους είναι εξεγερσιακού χαρακτήρα. Η ανομοιογένεια μεταξύ των τμημάτων της τάξης, μεταξύ διαφορετικών εργοστασίων και βιομηχανιών, πρόκειται να συνεχιστεί, κάποιες φορές σε ανώτερο κι άλλες σε κατώτερο επίπεδο, κι έπειτα η ισορροπία που έχει επιτευχθεί θα ταραχθεί εκ νέου.

Οι εργάτες των προχωρημένων εργοστασίων με μεγάλη πείρα από το ΚΚΓ και τη CGT όλο και περισσότερο θα έχουν την τάση να απομακρύνονται από αυτές τις οργανώσεις (ΚΚΓ και CGT), ενώ σε αυτά τα εργοστάσια που βρίσκονται πιο πίσω (σ.μ. πολιτικά και συνδικαλιστικά), πολλοί ακόμα θα μπαίνουν σε αυτές τις οργανώσεις.

Αυτό που χρειάζεται σε τέτοιες συνθήκες είναι μια επαναστατική οργάνωση που να είναι ικανή όχι μόνο να διακρίνει την επαναστατική από την αντεπαναστατική κατάσταση -αυτό είναι αρκετά εύκολο- αλλά μεταξύ όλων των αποχρώσεων των μεταβατικών ενδιάμεσων σταδίων ανάμεσά τους.

Μια οργάνωση σαν αυτή θα πρέπει να είναι ικανή να παίρνει πρωτοβουλίες, να είναι άκαμπτη στις αρχές της και πολύ ευπροσάρμοστη κι ελαστική στις τακτικές της, έχοντας πάντα υπόψη της τις απότομες στροφές της κατάστασης.

Για την Επαναστατική Αριστερά στη Γαλλία υπάρχουν τώρα πολύ καλύτερες προοπτικές να χτιστεί ένα τέτοιο κόμμα από όσες έχουν υπάρξει τα τελευταία 40 χρόνια. Για πρώτη φορά ένα ολόκληρο κομμάτι της κοινωνίας -οι φοιτητές και δεκάδες χιλιάδες νέοι εργάτες, στην πράξη η νεολαία στο σύνολό της- απελευθερώθηκε από την επιρροή του ΚΚΓ, κι έχει καθιερωθεί μια βάση στα αριστερά του Σταλινισμού.

Τώρα κεντρικό καθήκον για τους επαναστάτες είναι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Μόνο έτσι μπορούν να ταχθούν οι εργάτες σε μια ανοιχτά επαναστατική έφοδο ενάντια στον καπιταλισμό, για την εργατική εξουσία.

Χωρίς την ηγεσία ενός επαναστατικού κόμματος, εκατομμύρια Γάλλοι εργάτες ξανά και ξανά θα εξαπατηθούν και θα αδρανοποιηθούν. Για τους επαναστάτες δεν είναι εύκολος στόχος να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Ωστόσο, είναι αναγκαίο με τα έργα και τα λόγια τους να κατακτήσουν την εμπιστοσύνη χιλιάδων και μετά εκατομμυρίων εργατών.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια των πολλών γκρίζων ημερών που έρχονται, οι εργάτες θα απορροφηθούν από τρέχουσες έγνοιες κι ενδιαφέροντα, για την υπεράσπιση μισθών κι εργασιακών συνθηκών. Οι επαναστάτες πρέπει να προσπαθήσουν να ενώσουν τους εργάτες στη βάση της οικονομικής αντίστασης ενάντια στα αφεντικά, αλλά και στο έδαφος της πολιτικής αντίστασης ενάντια στο κράτος. Είναι απαραίτητο να συνεχίσουν μια ενεργητική προπαγανδιστική καμπάνια για τη δημιουργία επιτροπών στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς, αγκαλιάζοντας όλους τους εργάτες σε κάθε εργοστάσιο, ανεξάρτητα του αν είναι συνδικαλισμένοι ή όχι. Ο στόχος τέτοιων επιτροπών θα πρέπει να είναι:

1) να συνεχίσουν την αντίσταση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, και

2) να προωθήσουν το αίτημα του εργατικού ελέγχου στις συνθήκες εργασίας και στην παραγωγή. Οι επαναστάτες μπορούν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των μαζών μόνο εφόσον παίξουν ηγετικό ρόλο στον αγώνα για τα ενδιάμεσα, τα μεταβατικά αιτήματα. Η μακριά διαδρομή μπροστά μας θα είναι μάλλον δουλειά χρόνων παρά μηνών.

Το έξοχο βάθος, πλάτος και δύναμη του αυθόρμητου μαζικού κινήματος αποκαλύφθηκαν σε όλο το μεγαλείο τους τις μέρες του Μάη. Ωστόσο, φάνηκαν το ίδιο έντονα και τα όριά του. Ακόμα κι οι απεργιακές επιτροπές, για να μη φτάσουμε στα σοβιέτ, δε θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αυθόρμητα, αντιμετωπίζοντας την αντίθεση του αντεπαναστατικού ΚΚΓ, με τον έλεγχό του πάνω στην εργατική τάξη. Ήδη από τις πρώτες αψιμαχίες (κεφαλαίου-εργασίας) στο δρόμο για την εργατική εξουσία, το αυθόρμητο έχει αποδειχθεί ανεπαρκές.

Μαθήματα για τους Άγγλους επαναστάτες

Από πολλές απόψεις η κατάσταση του βρετανικού εργατικού κινήματος είναι διαφορετική από αυτήν του γαλλικού. Κάποιες διαφορές διευκολύνουν τη δουλειά των σοσιαλιστών. Κάποιες τη δυσκολεύουν.

Πρώτον, σε αντίθεση με το μαζικό εργατικό ΚΚ στη Γαλλία, που παρουσιάζεται αντίθετο στην επίσημη πολιτική σκηνή, κι άρα είναι ικανό να εμπλέκεται σε «αγώνες», έστω κι ελεγχόμενους, στην Αγγλία το Εργατικό Κόμμα είναι στην εξουσία. Ενώ ο Βαλντέκ Ροσέ μπορεί από καιρό σε καιρό να επιδεικνύει το «αριστερό» προσωπείο του, ο Ουίλσον είναι υποχρεωμένος να δείχνει μόνο τα αναρίθμητα «δεξιά» πρόσωπά του. Άρα ο στόχος να εκτεθεί ο Ουίλσον είναι ασύγκριτα πιο εύκολος από το να εκτεθεί ο Ροσέ.

Δεύτερον, το ΚΚΓ έχει βαθιές οργανωτικές ρίζες στα εργοστάσια, το Εργατικό Κόμμα όχι. Το ΚΚΓ διαθέτει «κομματική αστυνομία» για να εμποδίζει τους τροτσκιστές, τους μαοϊκούς και τους αναρχικούς να πουλάν τα έντυπά τους στα εργοστάσια, το Εργατικό Κόμμα όχι. Το ΚΚΓ μπορούσε να κινητοποιήσει 20.000 κομματικούς «φρουρούς» για να διαχωρίσει τους φοιτητές από τους εργάτες στη διαδήλωση της 13ης Μάη. Το Εργατικό Κόμμα δε διαθέτει 20.000 ακτιβιστές.

Τρίτον, οι Βρετανοί εργάτες, σε αντίθεση με τους Γάλλους, είναι αρκετά οργανωμένοι στη βάση, με εκπροσώπους στους εργασιακούς χώρους δημοκρατικά εκλεγμένους. Οι βρετανοί εργάτες εμπλέκονται σε χιλιάδες «ανεπίσημες» απεργίες (σ.τ.Μ. απεργίες που ξεσπάνε «από τα κάτω» χωρίς την έγκριση των συνδικαλιστικών ηγεσιών) κάθε χρόνο, ενώ οι Γάλλοι είχαν συμμετοχή μέχρι τώρα σε σχετικά λίγες και σποραδικές τέτοιες απεργίες.

Σε αντίθεση με τους παραπάνω παράγοντες που διευκολύνουν το χτίσιμο επαναστατικής οργάνωσης στην Αγγλία σε σχέση με τη Γαλλία, υπάρχουν μεγάλα εμπόδια που κάνουν τη βρετανική κατάσταση πιο δύσκολη.

1. Η δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε εργοστάσια σε πρωτοβάθμιο επίπεδο στη Βρετανία συνυπάρχει με μια έλλειψη συνδέσμου μεταξύ τους. Απεργίες που να εμπλέκουν ένα σημαντικό αριθμό εργοστασίων ή κι όλα τα εργοστάσια, είναι σχεδόν άγνωστες έννοιες στην Βρετανία, ενώ είναι αρκετά συνηθισμένες στη Γαλλία.

2. Στη Βρετανία ο συνδικαλισμός έχει καθιερωθεί σαν κάτι το τελείως ξεκομμένο από την πολιτική, έτσι ώστε οι απεργίες για πολιτικά ζητήματα να είναι μια έννοια άγνωστη, ενώ στη Γαλλία έχουν μια μακριά παράδοση. Όπως ήδη το επισήμανε κι ο Μαρξ, το Βρετανικό εργατικό κίνημα στερείται της τάσης προς τη θεωρία και τη γενίκευση.

 

Η Γαλλία σήμερα, η Αγγλία αύριο!

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ρυθμό των γεγονότων, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι θα υπάρξει επιτάχυνση (της Ιστορίας). Ένα πράγμα έχει γίνει ξεκάθαρο από τη γαλλική κρίση, ένα ζήτημα που ήταν ο πυρήνας της πολιτικής σκέψης της Λούξεμπουργκ, του Λένιν και του Τρότσκι: η αμεσότητα της επανάστασης – αμεσότητα φυσικά στην κλίμακα της ιστορίας. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε το χρόνο, τη διάρκεια και τη διαδρομή της ερχόμενης επαναστατικής κρίσης στο βρετανικό καπιταλισμό, αλλά δεν είναι μακριά.

Η αστραπιαία ταχύτητα με την οποία ξέσπασε η γαλλική έκρηξη, κι η αποτυχία της εξέγερσης να υπερβεί τα όρια μιας γενικής απεργίας, δείχνουν πόσο επείγουσα ανάγκη είναι για τους επαναστάτες στη Βρετανία να δουλεύουν στην κατεύθυνση για το χτίσιμο δεσμών με το μεγάλο όγκο των εργατών στον καθημερινό αγώνα τους, και μέσα από αυτόν τον αγώνα να χτίσουν ένα μαχητικό επαναστατικό κόμμα.

Για μια μεγάλη περίοδο αυτό που έλειπε στη Δύση ήταν βασικά η αυθόρμητη και μαζική αντίσταση της εργατικής τάξης. Αυτό αρχίζει να αλλάζει, κι αύριο μπορεί να αλλάξει πολύ γρήγορα. Έτσι, στις μεγάλες μάχες του μέλλοντος, αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι μια προσηλωμένη επαναστατική οργάνωση, που θα συνδέει όλες τις αντιστάσεις μεταξύ τους και δε θα επικεντρώνει τις προσπάθειές της στις μέγιστες παραχωρήσεις που μπορούν να γίνουν μέσα σε αυτό το σύστημα, αλλά στην επανάσταση, στην εργατική εξουσία.

*Πρώτη έκδοση: Αύγουστος 1968. Το Πρωτότυπο, μαζί με τη βιβλιογραφία, μπορείτε να το βρείτε στο MarxistsInternet Archive» https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1968/france/index.htm

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.