Ο Μαρξισμός και το Κόμμα- ενότητες 2.3 και 2.4

image_pdfimage_print

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

(ενότητες 3 και 4  από το δεύτερο κεφάλαιο)

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

  1. Σοσιαλισμός από τα έξω;

 

Σε αυτό το σημείο, έχουμε συνοψίσει τα κύρια προχωρήματα που έγιναν από το Τι να κάνουμε; πάνω στη θεωρία του κόμματος που βρίσκουμε στον Μαρξ και που επικρατούσε σε πιο δογματική μορφή στον Ρωσικό «οικονομισμό» και σε ορισμένη έκταση στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Όμως, απομένει μια σημαντική πλευρά της επιχειρηματολογίας του Λένιν που δεν έχουμε διαπραγματευτεί -σημαντική όχι λόγω της κεντρικότητάς της στη θεωρία και πρακτική του ίδιου του Λένιν, αλλά λόγω της επιρροής της σε πολλούς μετέπειτα οπαδούς. Αναφερόμαστε στη θέση ότι η «πολιτική συνείδηση» μπορεί μόνο να εισαχθεί στο κίνημα της εργατικής τάξης «από τα έξω», κάτι που παρεμβάλλεται για να δώσει θεωρητική δικαιολόγηση στην επίθεση κατά του αυθορμητισμού. Αυτή η θέση εμφανίζεται στο Τι να κάνουμε; σε δύο μορφές. Η μία, που ήδη έχουμε παραθέσει, είναι ότι:

Η ταξική πολιτική συνείδηση μπορεί να μεταφερθεί στους εργάτες μόνο από τα έξω, δηλαδή μόνο έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών.

Η άλλη είναι πως:

Έχουμε πει ότι δε θα μπορούσε να υπάρχει σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μεταξύ των εργατών. Θα έπρεπε αυτή να τους μεταφερθεί από τα έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη, αποκλειστικά με δική της προσπάθεια, είναι ικανή να αναπτύξει μόνον συνδικαλιστική συνείδηση δηλ. την πεποίθηση ότι είναι αναγκαίο να συνενώνεται σε σωματεία, να μάχεται τους εργοδότες και να πασχίζει να υποχρεώσει την κυβέρνηση να περάσει απαραίτητη εργατική νομοθεσία κλπ. Η θεωρία του σοσιαλισμού, ωστόσο, ανέκυψε από φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες επεξεργασμένες λεπτομερώς από μορφωμένους εκπροσώπους των ιδιοκτητριών τάξεων, από διανοούμενους. Σύμφωνα με το κοινωνικό τους στάτους, οι ίδιοι οι ιδρυτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς, ανήκαν στην αστική διανόηση. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, στη Ρωσία, το θεωρητικό δόγμα της σοσιαλδημοκρατίας αναδείχθηκε εν γένει ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του κινήματος της εργατικής τάξης∙ αναδείχθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξέλιξης της σκέψης μέσα στην επαναστατική σοσιαλιστική διανόηση.[1]

Υπάρχει μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των δύο διατυπώσεων. Η πρώτη είναι απλά ένας ακραίος και ελαφρώς αδέξιος τρόπος να πεις ότι οι εργάτες πρέπει να καταλάβουν την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων και όλες τις μορφές καταπίεσης, γνώση που προέρχεται από μια πολύ ευρύτερη σφαίρα απ’ότι («έξω από») το εργοστάσιο. Ως τέτοια, θα μπορούσε κανείς να ψιλολογήσει τη φρασεολογία, μα το περιεχόμενο είναι σαφώς άμεμπτο. Στη δεύτερη διατύπωση, ωστόσο, το «από τα έξω» σημαίνει εκτός της εργατικής τάξης, ειδικότερα από την αστική διανόηση και επιπρόσθετα φέρει μια απόπειρα θετικής περιγραφής των καταβολών και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αυτό εγείρει προβλήματα αξιοσημείωτης θεωρητικής σπουδαιότητας, ιδιαίτερα για τη θεωρία του κόμματος, οπότε είναι αναγκαίο ν’αποτολμηθεί εδώ μια αρκετά λεπτομερής κριτική ανάλυση της αντίληψης του Λένιν.

Η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει είναι πως ο Λένιν εδώ εξέφραζε ιδέες παρμένες κατευθείαν από τον Καρλ Κάουτσκι* και όντως χρησιμοποιεί μια περικοπή από τον Κάουτσκι για να παράσχει στον εαυτό του θεωρητικό κύρος.

Αλλά ο σοσιαλισμός και η ταξική πάλη αναδεικνύονται δίπλα-δίπλα και όχι το ένα έξω από το άλλο∙ το καθένα αναδεικνύεται υπό διαφορετικές συνθήκες. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να αναδειχθεί μόνο στη βάση βαθιάς επιστημονικής γνώσης. Πράγματι, η σύγχρονη οικονομική επιστήμη είναι τόσο προϋπόθεση για την σοσιαλιστική παραγωγή, όσο, λόγου χάρη, η σύγχρονη τεχνολογία και το προλεταριάτο δε μπορεί να δημιουργήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο, άσχετα με το πόσο ίσως το επιθυμεί∙ και τα δύο προκύπτουν από τη σύγχρονη κοινωνική εξέλιξη. Το όχημα της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο αλλά η αστική διανόηση.[2]

Αυτή η προσφυγή στον Κάουτσκι, δεδομένης της μηχανιστικής έκδοσης μαρξισμού του τελευταίου και της επακόλουθης πολιτικής της εξέλιξης, είναι φανερά ένα σήμα κινδύνου για εκείνους από εμάς που εργάζονται με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων άποψης και ένας αριθμός κατοπινών Λενινιστών κριτικάρουν αυτό το σημείο. Ο Τρότσκι σχολιάζει ότι ο ίδιος ο Λένιν «μεταγενέστερα αναγνώρισε την προκατειλημμένη φύση και με αυτό, τη σφαλερότητα της θεωρίας του».[3] Ο Λούτσιο Μάγκρι αποκαλεί την περικοπή από τον Κάουτσκι σε ένα πρόσφατο άρθρο «σχήμα διαφώτισης»[4] και ο Νάιτζελ Χάρις αναφέρεται σ’αυτή ως «ελιτίστικη δήλωση».[5]

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι αν κανείς δεχτεί κυριολεκτικά τη διατύπωση Λένιν-Κάουτσκι ότι η πολιτική συνείδηση προέρχεται από την αστική διανόηση και την ίδια στιγμή ότι η πολιτική πάλη πρέπει να επικυριαρχεί της οικονομικής πάλης, τότε λίγα κι ακριβά απομένουν απ’τη θεμελιώδη ρήση του Μαρξ πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι πράξη της ίδιας της εργατικής τάξης»: αντίθετα ο ρόλος της εργατικής τάξης θα ήταν αυστηρά εξαρτημένος. Η πραγματικά επαναστατική τάξη θα ήταν όχι η εργατική, μα οι δυσαρεστημένοι διανοούμενοι, άδηλα επιβεβαιώνοντας έτσι την τυπική αστική εικόνα των ριζοσπαστικών κινημάτων ως φτιαγμένων από μια κακεντρεχή μεσοαστική ηγεσία και μια «αθώα», χειραγωγημένη, εργατική βάση. Η διαίρεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, εγγενής στην ταξική κοινωνία, αντί να υπερκερασθεί, μεταφέρεται στο σοσιαλιστικό κίνημα και καθαγιάζεται στο επαναστατικό κόμμα.

Στην πραγματικότητα η όλη παρουσίαση επιστήμης, θεωρίας και σοσιαλιστικής συνείδησης (που εδώ εξισώνονται) είναι τελείως μη-μαρξιστική και έχει περισσότερα κοινά με θετικισμό και ιδεαλισμό δέκατου ένατου αιώνα. Η επιστήμη παρατηρείται σαν αναπτυσσόμενη σε πλήρη απομόνωση από την κοινωνική ζωή, από την πρακτική. Όσο αφορά τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και την αστική κοινωνική επιστήμη, αυτό φαίνεται να είναι αλήθεια, στο βαθμό που ο στοχαστής τείνει στην απομόνωση του ησυχαστηρίου, αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, μια σύγχυση παραγμένη από την αστική κοινωνία. Γι’αυτόν τον λόγο ο Μαρξ αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η φιλοσοφία ή οποιοσδήποτε άλλος κλάδος γνώσης έχει τη δική του ιστορία, ανεξάρτητη από την ιστορία των ενεργών στην κοινωνία ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τη θεωρία του σοσιαλισμού, ακόμη και η σχετική και απατηλή αυτονομία της αστικής επιστήμης δεν υπάρχει και δε θα’πρεπε να υπάρχει, αν αυτή η θεωρία πρόκειται να είναι γνήσια επαναστατική. Αντίθετα, πρέπει να’ναι στενά σχετισμένη με, επηρεασμένη από τη δραστηριότητα της εργατικής τάξης και βασισμένη σ’αυτήν. Γι’αυτό ο Μαρξ γράφει:

Όπως ακριβώς οι οικονομολόγοι είναι οι επιστημονικοί αντιπρόσωποι της μπουρζουαζίας, έτσι οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές είναι οι θεωρητικοί του προλεταριάτου. Καθόσον το προλεταριάτο δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένο για να συγκροτήσει τον εαυτό του σε τάξη, καθόσον επομένως η πάλη του προλεταριάτου με τη μπουρζουαζία δεν έχει προσλάβει πολιτικό χαρακτήρα και καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένες, μέσα στην ίδια την αστική κοινωνία, για να δώσουν μια ένδειξη των υλικών προϋποθέσεων που είναι απαραίτητες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και τη συγκρότηση μιας νέας κοινωνίας, αυτοί οι θεωρητικοί παραμένουν Ουτοπικοί που, για να ανακουφίσουν την ταλαιπωρία των καταπιεσμένων τάξεων, αυτοσχεδιάζουν συστήματα και κυνηγούν μια αναμορφωτική επιστήμη. Αλλά καθώς συνεχίζεται η ιστορία και καθώς η πάλη του προλεταριάτου σχηματοποιείται πιο καθαρά, αυτοί δεν έχουν παραπέρα ανάγκη να ψάχνουν για μια επιστήμη μέσα στα ίδια τους τα μυαλά∙ οφείλουν μόνο να παρατηρούν το τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και να κάνουν τους εαυτούς τους όχημα της έκφρασής του.[6]

 

Μια εξέταση της ιστορίας της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής σκέψης, επίσης αντικρούει σαφώς τη θεωρία «Λένιν-Κάουτσκι» για «ξεχωριστή εξέλιξη». Η ίδια η ιδέα του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν ήταν κάτι επινοημένο ή ανακαλυμμένο από τον Μαρξ∙ περισσότερο αναδύθηκε από του αγώνες των μαζών ως την άκρα αριστερή πτέρυγα των αστικών επαναστάσεων στην Αγγλία και τη Γαλλία -μάρτυρας των Ισοπεδωτών και της Συνωμοσίας των Ίσων του Μπαμπέφ** (στην οποία ο Μαρξ αναφερόταν ως το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα παγκόσμια). Η Ράγια Ντουναγιέβσκαγια στο Μαρξισμός και Ελευθερία καταγράφει τον αντίκτυπο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και της πάλης των Άγγλων εργατών για την εργάσιμη μέρα πάνω στη δομή του Κεφαλαίου. Γράφει:

Κανείς δεν είναι περισσότερο τυφλός στην μεγαλοσύνη των συνεισφορών του Μαρξ από εκείνους που τον επαινούν στους ουρανούς για την ιδιοφυία του, λες κι εκείνη η ιδιοφυία είχε ωριμάσει έξω από τους υφιστάμενους αγώνες της περιόδου που αυτός έζησε. Λες κι αυτός κέρδισε τα ερεθίσματα από την αμιγή ανάπτυξη των δικών του σκέψεων, αντί από τους ζωντανούς εργάτες που άλλαζαν την ζωντανή πραγματικότητα με τις πράξεις τους.[7]

Όντως, ήταν από τους εξεγερμένους εργάτες του Παρισιού [στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 -ΣτΜ] που ο Μαρξ έμαθε πως η εργατική τάξη δε μπορεί απλώς να αναλάβει την υπάρχουσα κρατική μηχανή, μα πρέπει να τη συντρίψει.

Η ιστορία επίσης παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα εργατών που ξεσηκώνονται αυθόρμητα σε πολύ μεγαλύτερα ύψη από τον συνδικαλισμό και τη συνδικαλιστική πολιτική: οι Χαρτιστές, η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, η Παρισινή Κομμούνα, οι Ρώσοι εργάτες το 1905 και το Φλεβάρη του 1917, η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και ούτω καθεξής.

Όμως, η κριτική του τρόπου με τον οποίο ο Λένιν δικαιολογούσε θεωρητικά την τοποθέτησή του εκείνο τον καιρό, δεν υποσκάπτει, όπως μερικοί αγιογράφοι του Λένιν ίσως ισχυρίζονται, την συνολική βάση της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα. Το γεγονός ότι οι εργάτες φτάνουν στη σοσιαλιστική συνείδηση αυθόρμητα, δε συνεπάγεται επιστροφή σε μια σοσιαλδημοκρατική βαθμιδωτή άποψη, επειδή αυτή  η συνείδηση δεν αναπτύσσεται βαθμιαία, συσσωρευόμενη σταθερά και αναπότρεπτα. Αντίθετα, κάνει γιγάντια και ξαφνικά άλματα μπροστά και μπορεί να υποστεί εξίσου καταστροφικά ναυάγια. Ούτε και η συνειδητοποίηση εξαπλώνεται ομοιόμορφα  μέσα στην τάξη, ώστε η συνειδητοποίηση των προχωρημένων σοσιαλιστών εργατών να πρέπει να οργανώνεται και να συγκεντροποιείται για να αυξάνει στο μέγιστο τη συνολική επιρροή της μέσα στην ιδεολογικά ετερογενή τάξη. Αργότερα σε αυτήν την εργασία, θα επιστρέψουμε σε αυτές τις ιδέες και θα τις αναπτύξουμε, ειδικά κατά την πραγμάτευση της συνεισφοράς της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

 

  1. Η διάσπαση Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων

Εξαιτίας της μεγάλης του θεωρητικής, ιστορικής και πρακτικής σημασίας, το Τι να κάνουμε; τείνει να θεωρείται ως το ιδρυτικό ντοκουμέντο του Μπολσεβικισμού. Με μια ορισμένη έννοια αυτό είναι σωστό, που’ναι κι ο λόγος που το υποβάλαμε σε τόσο λεπτομερή ανάλυση. Αλλά δεν ήταν το Τι να κάνουμε; που άμεσα επέφερε τη διάσπαση του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος στις φράξιες των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων. Αντίθετα, η παμφλέτα λειτούργησε ως ένα σημείο αφετηρίας στην πάλη για το δεύτερο συνέδριο του ΡΣΔΕΚ***, ενώνοντας μαχητές σε πανρωσική βάση κι έχοντας την φαινομενικά ενωμένη υποστήριξη των ηγετικών διανοουμένων του Ρωσικού μαρξισμού -τους Πλεχάνοβ, Μάρτοβ, Άξελροντ, Τρότσκι κλπ. Η προσπάθεια να τεθεί το πρόγραμμα του Τι να κάνουμε; στην πράξη, ήταν που παρήγαγε τη διάσπαση. Εκείνοι που νόμιζαν του εαυτούς τους σύμφωνους στη θεωρία, βρέθηκαν σε βίαιη ασυμφωνία όταν εκείνες οι θεωρίες μεταφράστηκαν σε πρακτικούς κανόνες και αποφάσεις στο Δεύτερο Συνέδριο στο Λονδίνο το 1903.

Η ιστορία της ανάπτυξης της διάσπασης είναι και περίπλοκη και ασαφής. Μια καταγραφή χτύπημα-το-χτύπημα είναι διαθέσιμη στο Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα Πίσω του Λένιν, γραμμένο αμέσως μετά τη διάσπαση στα 1904. Εν συντομία, αυτό που συνέβη ήταν το εξής. Η προηγουμένως ενωμένη (και κυρίαρχη) Ισκραϊκή τάση στο κόμμα, διαιρέθηκε πάνω στη διατύπωση της Παραγράφου Ι των Κανονισμών. Η διατύπωση του Μάρτοβ ήταν η ακόλουθη: «Μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος είναι κάποιος που αποδέχεται το πρόγραμμά του, υποστηρίζει το κόμμα οικονομικά και αποδίδει τακτική προσωπική βοήθεια σε αυτό, υπό την διεύθυνση μιας από τις οργανώσεις του.» Ενώ στο σχέδιο του Λένιν διαβάζεται: «μέλος του Κόμματος είναι κάποιος που αποδέχεται το πρόγραμμά του και που υποστηρίζει το Κόμμα και οικονομικά και με προσωπική συμμετοχή σε μία από τις Κομματικές οργανώσεις.» [Δική μου η υπογράμμιση -Τζ.Μ.] Πάνω σε αυτό το ζήτημα οι Ισκραϊκοί διασπάστηκαν σε δύο καθορισμένες φράξιες. Ο Πλεχάνοβ υποστήριξε τον Λένιν, μα όταν έφτασε στην ψηφοφορία, ο Μάρτοβ, με τη βοήθεια αντι-συγκεντρωτικών «οικονομίστικων» στοιχείων που παρέμεναν στο κόμμα, κέρδισε την πλειοψηφία. Όμως, με την αποχώρηση των οικονομιστών της Ραμπότσαγια Ντιέλο και της Μπουντ**** σε μετέπειτα συνεδρίαση, η πλειοψηφία πέρασε στη φράξια του Λένιν, κάτι που του έδωσε τη δύναμη να προωθήσει τη δική του λίστα υποψηφίων για την εκδοτική ομάδα της Ίσκρα. Αυτό αντικατέστησε την παλιά ομάδα των έξι (Πλεχάνοβ, Άξελροντ, Ζασούλιτς, Λένιν, Μάρτοβ, Ποτρέσοβ) με μια ομάδα τριών (Λένιν, Πλεχάνοβ, Μάρτοβ). Ο Μάρτοβ και οι υποστηρικτές τους αρνήθηκαν να αποδεχτούν αυτή την απόφαση και ο Μάρτοβ παραιτήθηκε από την Ίσκρα. Οι όροι Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι (που σημαίνουν «πλειοψηφία» και «μειοψηφία») αναφέρονταν στην ψηφοφορία για την εκδοτική ομάδα, αλλά, επειδή επίσημα οι δυο φράξιες παρέμειναν μέρη του ίδιου κόμματος, τα ονόματα κόλλησαν και πέρασαν στην ιστορία.

Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης είναι ανάγκη να αποτείνουμε δύο ερωτήματα. Πρώτο, για ποιο πράγμα στ’αλήθεια ήταν αυτές οι αντιδικίες, φαινομενικά σαν καυγάς για το μοίρασμα της τρίχας; Δεύτερο, ποιος ήταν ο αντίκτυπος της διάσπασης στην ανάπτυξη της Λενινιστικής θεωρίας του κόμματος; Για να συλλάβουμε το πραγματικό νόημα οποιασδήποτε αντιδικίας στο μαρξιστικό κίνημα, είναι πάντα αναγκαίο να τη δούμε στο περιβάλλον της. «Η αλήθεια είναι χειροπιαστή» όπως άρεσε στον Λένιν να λέει. Σε αυτό το πνεύμα βρίσκουμε να γράφει ο Πάουλ Φρέλιχ, ο οποίος συνοψίζει την κατάσταση ως εξής:

Για να καταλάβουμε αυτές τις διαμάχες, είναι απαραίτητο να έχουμε στο νου την κατάσταση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος εκείνο τον καιρό, με τα ασταθή και αναρχικά δίκτυα κύκλων του και τις συνθήκες στις οποίες ένας παράνομος κομματικός οργανισμός όφειλε να λειτουργεί υπό την απολυταρχία. Τη ίδια στιγμή, είναι απαραίτητο να καταλάβουμε ότι στις συζητήσεις για τους καταστατικούς κανόνες απέληγαν βαθιοί πολιτικοί ανταγωνισμοί, ανταγωνισμοί που ωστόσο μόνο γίνονταν αισθητοί παρά εκφράζονταν ξεκάθαρα σε κάθε επιχείρημα. Ο Λένιν διαισθανόταν σκοτεινούς κινδύνους να καιροφυλακτούν και ήθελε να τους αποκρούσει οργανώνοντας το κόμμα πιο σφιχτά. Είχε επίγνωση των τρομακτικών καθηκόντων που θα αντιμετώπιζε το κόμμα στην επικείμενη επανάσταση και ήθελε να το σφυρηλατήσει σε σιδερένιο όπλο. Και τελικά, αναγνώρισε ότι αυτός μόνος από όλη την ομάδα της «Ίσκρα» θα ήταν ικανός να ηγηθεί του κόμματος με την αναγκαία αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Ο πολύ απρόσωπος και αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα εξηγεί το πείσμα του σε αυτό το ζήτημα.

Η φρασεολογία των δύο προτάσεων για την Παράγραφο Ι των καταστατικών κανονισμών ίσα που δίνει μια υπόνοια του ανταγωνισμού. Είναι σίγουρο ότι ο Μάρτοβ ήθελε ένα κόμμα με ακαθόριστα σύνορα σε συμφωνία με την πραγματική κατάσταση του κινήματος και με ισχυρή αυτονομία για τις μεμονωμένες ομάδες∙ ένα κόμμα αγκιτάτσιας που θα αγκάλιαζε πλατιά και χαλαρά κάθε έναν που αποκαλούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Ο Λένιν, ωστόσο, ένιωθε πως ήταν σημαντικό να υπερβεί την αυτονομία και την απομόνωση των τοπικών ομάδων και έτσι να αποφύγει τους εγγενείς στις υπεραπλουστευμένες και αποστεωμένες ιδέες τους κινδύνους, για να μη μιλήσουμε για την καθυστερημένη πολιτική τους ανάπτυξη. Ήθελε ένα στέρεα και σφιχτά οργανωμένο κόμμα που, ως η πρωτοπορία της τάξης, θα συνδεόταν στενά με αυτή, αλλά την ίδια στιγμή θα ήταν καθαρά διακριτό από αυτή.[8]

Υπήρχε, ωστόσο, άλλη μια πλευρά της διαμάχης στην οποία ο Λένιν προσκολλήθηκε. Υπήρχε μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία της διατύπωσης του Μάρτοβ∙ «ότι μια Κομματική οργάνωση [θα ήταν] αρμόδια να θεωρεί κομματικό μέλος τον καθένα που της αποδίδει τακτική προσωπική βοήθεια υπό τη διεύθυνσή της» και «ότι μια επιτροπή θα απένεμε λειτουργίες και θα επόπτευε την εκτέλεσή τους». Ο Λένιν σχολιάζει:

Τέτοιες ειδικές απονομές ποτέ δε θα γίνουν, βέβαια, στις μάζες των εργατών, στις χιλιάδες των προλετάριων (για τους οποίους ο Σύντροφος Άξελροντ κι ο Σύντροφος Μαρτίνοβ μιλούν) -αυτές θα δίνονται συχνά σε… καθηγητές… μαθητές λυκείου… και επαναστάτες νεολαίους… Με μια λέξη, η φόρμουλα του Συντρόφου Μάρτοβ ή θα παραμείνει νεκρό γράμμα, μια κούφια φράση, ή θα αποβεί προς όφελος κύρια και σχεδόν αποκλειστικά των «διανοούμενων που είναι βαθιά εμποτισμένοι με αστικό ατομισμό» και δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε μια οργάνωση. Στα λόγια, η διατύπωση του Μάρτοβ υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πλατιών στρωμάτων του προλεταριάτου, αλλά στην πραγματικότητα υπηρετεί τα συμφέροντα των αστών διανοούμενων, που ντροπαλά αποφεύγουν την προλεταριακή πειθαρχία και οργάνωση.[9]

Η Ράγια Ντουναγιέβσκαγια επίσης εστιάζει σε αυτό το σημείο ως το κεντρικό ζήτημα της αντιδικίας.

Η πειθάρχηση από τις τοπικές ήταν τόσο κρίσιμη για την αντίληψη του Λένιν που επικράτησε πάνω στην λεκτική προσχώρηση στη μαρξιστική θεωρία, την προπαγάνδιση μαρξιστικών απόψεων και την κατοχή μιας κάρτας μέλους… Ο Λένιν επέμεινε ότι ο μαρξιστής διανοούμενος χρειαζόταν την ιδεολογική πειθαρχία των προλετάριων στην τοπική, επειδή αλλιώς δεν αντιστεκόταν μόνο στην τοπική πειθαρχία, μα επίσης αντιστεκόταν στο να είναι θεωρητικά πειθαρχημένος από το οικονομικό περιεχόμενο της Ρώσικης επανάστασης.[10]

Ήταν αυτή η επιείκεια στους αστούς διανοούμενους που αποτέλεσε πιθανώς την κύρια αιτία της Μαρτοβικής εχθρότητας προς τον Λένιν (και αυτό θα ταίριαζε πολύ καλά στο μοτίβο των μελλοντικών διαφορών Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων). Όμως για να εξουδετερώσει αυτή την ιδιαίτερη παρέκκλιση ο Λένιν δεν χρειαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Καουτσκικής σοσιαλδημοκρατικής ορθοδοξίας. Οι οργανωτικές απόψεις των Μενσεβίκων μπορούσαν να συγκαταλεχθούν μαζί με εκείνες των Μπέρνσταϊν, Ζωρές***** και της γενικής οπορτουνιστικής τάσης στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία[11] και υπήρξε μέχρι και μια μακροσκελής περικοπή από τον ίδιο τον Κάουτσκι για να ταιριάξει ο λογαριασμός.[12] Αυτό που ήταν κρίσιμο για την ανάπτυξη της σκέψης του Λένιν -δηλ. αυτό που τον κατέστησε ικανό να κάνει μια εντυπωσιακή καινοτομία σε μια μαρξιστική προσέγγιση της οργάνωσης- ήταν το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ του κόμματος της τάξης και της τάξης της ίδιας, που ο Λένιν αναγκάστηκε να διασαφηνίσει μέσω της διαμάχης για τους όρους της ιδιότητας του μέλους.

Όσο πιο δυνατές οι κομματικές μας οργανώσεις, αποτελούμενες από αληθινούς σοσιαλδημοκράτες, όσο λιγότερη αμφιταλάντευση και αστάθεια υπάρχει μέσα στο κόμμα, τόσο πλατύτερη, πιο ποικιλόμορφη, πλουσιότερη και γονιμότερη θα είναι η επιρροή του κόμματος στα στοιχεία των μαζών της εργατικής τάξης που το περιβάλλουν και καθοδηγούνται από αυτό. Το κόμμα, ως η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, δεν πρέπει να συγχέεται, τελικά, με ολόκληρη την τάξη. [δική μου η έμφαση -Τζ. Μ.][13]

Είναι αυτή η τελευταία πρόταση που σηματοδοτεί τη ρήξη με την αντίληψη του Μαρξ για την οργάνωση, στην οποία η διάκριση μεταξύ κόμματος και τάξης παραμένει θολωμένη και πιο αποφασιστικά, με την ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη του κόμματος ως αντιπροσώπου της τάξης. Αυτό που κάνει αυτή τη ρήξη μόνιμη παρά προσωρινή και οικουμενικής παρά μονάχα Ρώσικης σημασίας, είναι ότι ο Λένιν τη γειώνει όχι στις πρακτικές ανάγκες της μυστικότητας (αν και αυτές φυσικά δεν χάνονται απ’τα μάτια) ούτε και σε μια σφαλερή θεωρία εισαγωγής της συνειδητότητας «από τα έξω», αλλά στην αντικειμενική κατάσταση του προλεταριάτου υπό τον καπιταλισμό:

Ακριβώς επειδή υπάρχουν διαφορές στο βαθμό συνειδητότητας και στο βαθμό δραστηριότητας, μια διάκριση πρέπει να γίνει στο βαθμό εγγύτητας στο κόμμα… θα ήταν… «νοοτροπία ουράς» να σκεφτόμαστε ότι ολόκληρη η τάξη, ή σχεδόν ολόκληρη η τάξη, μπορεί ποτέ να αρθεί, υπό τον καπιταλισμό, στο επίπεδο της συνειδητότητας και δραστηριότητας της πρωτοπορίας της, του σοσιαλδημοκρατικού της κόμματος.[14]

Μεγάλης σημασίας σε αυτό το χωρίο είναι η κατηγορία «νοοτροπίας ουράς» που απευθύνεται στους αντιπάλους του. «Νοοτροπία ουράς» (από το Ρωσικό κβοστ=ουρά) είναι ο παραστατικός και πολεμικός όρος του Λένιν για το «φαταλισμό» που επρόκειτο να αποδειχθεί αχίλλειος πτέρνα της Δεύτερης Διεθνούς. Η αντίθεση μεταξύ της Μπολσεβίκικης ακτιβιστικής, επαναστατικής κοσμοαντίληψης και της φαταλιστικής μακαριότητας της «νοοτροπίας ουράς» των Μενσεβίκων, διατρέχει σαν μια κόκκινη κλωστή το Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω. Τίποτα δεν το απεικονίζει καλύτερα αυτό, από μία εκ των αντιδικιών με τον Τρότσκι.

Στην κατηγορία των επιχειρημάτων, που αναπόφευκτα ξεφυτρώνουν όταν γίνονται προσπάθειες δικαιολόγησης της διατύπωσης του Μάρτοβ, ανήκει ειδικότερα η δήλωση του Συντρόφου Τρότσκι ότι «ο οπορτουνισμός παράγεται από πιο πολύπλοκες (ή: καθορίζεται από βαθύτερες) αιτίες από τη μία ή την άλλη πρόταση στους Κανονισμούς: έρχεται στο προσκήνιο από το σχετικό επίπεδο ανάπτυξης της αστικής δημοκρατίας και του προλεταριάτου.» Το θέμα δεν είναι ότι οι διατάξεις στους Κανονισμούς μπορεί να παράγουν οπορτουνισμό, μα ότι με τη βοήθειά τους μπορεί να σφυρηλατηθεί ένα περισσότερο ή λιγότερο αιχμηρό όπλο κατά του οπορτουνισμού. Όσο βαθύτερες οι αιτίες του, τόσο πιο αιχμηρό θα’πρεπε να είναι αυτό το όπλο. Επομένως, το να δικαιολογείς μια διατύπωση που ανοίγει την πόρτα στον οπορτουνισμό πάνω στο έδαφος ότι ο οπορτουνισμός έχει «βαθύτερα αίτια» είναι πρώτης γραμμής νοοτροπία ουράς.[15]

Ο Τρότσκι αναλύει και εξηγεί ένα φαινόμενο και το αφήνει ως εκεί. Ο Λένιν δέχεται την εξήγηση αλλά θέλει να τη χρησιμοποιήσει για να κάνει κάτι γι’αυτό.

 

* Καρλ Κάουτσκι, (Οκτώβρης 1854, Πράγα – Οκτώβρης 1938, Άμστερνταμ), ο γνωστότερος θεωρητικός του γερμανικού SPD και της Β’ Διεθνούς, θεωρούταν αυθεντία και «Πάπας του Μαρξισμού» πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου στα 1914. Εφαρμόζοντας μια μισομαρξιστική-μισομηχανιστική μέθοδο σκέψης, έγινε ανίκανος να συλλάβει τον τρόπο εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Διατύπωσε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία τα ίδια μονοπώλια καταλήγουν να επιβάλουν τα συμφέροντά τους σε όλες τις χώρες και ο ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος γίνεται ασύμφορος γι’αυτά. Με την ανάπτυξη του Πολέμου αποκαλύφθηκε περίτρανα πως ο «κεντρισμός» του κατέληγε σε μια ιδεαλιστική αντίληψη ομαλής κοινοβουλευτικής μετατροπής του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, μέσω των προλεταριακών κομμάτων και σε πρακτική άρνηση της επαναστατικής βίας (θεωρούσε λάθος και την Οκτωβριανή Επανάσταση). Θεωρούσε δίκαιο και αμυντικό τον πόλεμο της Γερμανίας κατά της Τσαρικής Ρωσίας, αλλά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου συμμετείχε στη διάσπαση του SPD και το σχηματισμό του USPD, διαφωνώντας από μικροαστική-δημοκρατική σκοπιά με την υπερπατριωτική θέση του πρώτου. Λίγο πριν αυτοεξοριστεί στην Ολλανδία για να αποφύγει την προσάρτηση της Αυστρίας στη χιτλερική Γερμανία, επιχειρηματολογούσε για την υπερτίμηση του χιτλερικού κινδύνου.

** -Ισοπεδωτές (Levellers): Η ριζοσπαστική πτέρυγα της αγγλικής αστικής επανάστασης του 1648, αποτελούμενη από μικροαστικά και αγροτικά κατώτερα στρώματα. Αμφισβητώντας τη μοναρχία, μάχονταν για «λαϊκή κυριαρχία», εκτεταμένο εκλογικό δικαίωμα, ανεξιθρησκία και ισονομία. Καταπολεμήθηκαν από την αστική πτέρυγα της επανάστασης που υποστήριζε τη συνταγματική μοναρχία (Κρόμγουελ) και οι ηγέτες τους στον αστικό επαναστατικό στρατό εκτελέστηκαν.

-Η Συνωμοσία των Ίσων στόχευε στην πρόκληση ένοπλης εξέγερσης των κατώτερων στρωμάτων κατά του αστικού Διευθυντηρίου που προέκυψε από τη συντηρητικοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης και διοικούσε τη Γαλλία. Είχε  απώτατο σκοπό την «καθαρή δημοκρατία» και τον «εξισωτικό κομμουνισμό». Το σχέδιο αποκαλύφθηκε το Μάη του 1796 και σε ένα χρόνο η ηγεσία -και ο Μπαμπέφ- εκτελέστηκε.

*** Το Δεύτερο Συνέδριο έγινε μεταξύ 17 (30) Ιούλη και 10 (23) Αυγούστου 1903. Ξεκίνησε στις Βρυξέλλες, αλλά λόγω διώξεων από τις βελγικές αρχές μετακινήθηκε στο Λονδίνο.

**** Μπουντ (Bund): Γενική Ομοσπονδία (Μπουντ) Εβραίων Εργατών Λιθουανίας, Πολωνίας και Ρωσίας από το 1897. Κοσμικό σοσιαλιστικό αντισιωνιστικό κόμμα για μια δημοκρατική και σοσιαλιστική Ρωσία, με αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων στους Εβραίους. Το 1903 έφυγε από το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, όταν η πλειοψηφία του της αρνήθηκε μια αυτόνομη θέση εντός του. Αντιτάχθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση πιστεύοντας κι αυτή στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Με τον αντισημιτισμό των Λευκών κατά τον εμφύλιο πόλεμο, αναγνώρισε τελικά τη Σοβιετική εξουσία και μέλη της υπηρέτησαν στον Κόκκινο Στρατό. Μετά διασπάστηκε και το μεγαλύτερο μέρος της μπήκε οριστικά στους Μπολσεβίκους ως το 1921. Πολλοί πρώην Μπουντικοί πέθαναν στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν τη δεκαετία του ’30.

*****  Ο Ζαν Λεόν Ζωρές (Σεπτέμβρης 1859 – Ιούλης 1914), σοσιαλιστής ηγέτης της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας. Έγινε σοσιαλιστής το 1893, ποτέ όμως μαρξιστής. Περισσότερο πίστευε σε μια σταδιακή εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας σε σοσιαλισμό. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου κράτησε πασιφιστική στάση και δολοφονήθηκε από φανατικό εθνικιστή.

[1] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.31-32.

[2] στο ίδιο σ.40.

[3] Τρότσκι, Στάλιν, Λονδίνο 1968, σ.58.

[4] Λούτσιο Μάγκρι, «Προβλήματα της Μαρξιστικής Θεωρίας του Επαναστατικού Κόμματος», Νέα Αριστερή Επιθεώρηση (New Left Review), 60, σ.104.

[5] Νάιτζελ Χάρις, Πεποιθήσεις στην Κοινωνία, Λονδίνο 1971, σ.156.

[6] Μαρξ, Επιλεγμένα Έργα στη Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Φιλοσοφία, στο Τ.Μπ. Μπότομορ και Μ. Ράμπελ (συντ.), Λονδίνο 1972, σ.82-83.

[7] Ράγια Ντουναγιέβσκαγια, ο.π. σ.81.

[8] Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λονδίνο 1972, σ.82-83.

[9] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, ο.π. σ.66.

[10] Ράγια Ντουναγιέβσκαγια, ο.π. σ.180-81.

[11] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, ο.π. σ.199.

[12] στο ίδιο σ.121-23.

[13] στο ίδιο σ.57.

[14] στο ίδιο σ.58.

[15] στο ίδιο σ.71.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.