Οι 2.000 λέξεις που θρυμμάτισαν τον πάγο

image_pdfimage_print

(Αναφορά στα 50χρονα της «Άνοιξης της Πράγας»)

του Χάρη Παπαδόπουλου

Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1968, στους δρόμους της Πράγας και σε πολλές εκατοντάδες άλλα σημεία μέσα στην επικράτεια της Τσεχοσλοβακίας, δύο στρατοί, τρομεροί και αδυσώπητοι, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Ολόκληρος ο πλανήτης κρατούσε την ανάσα του μπροστά στη σύγκρουση που θα ακολουθούσε.

Ο ένας στρατός ήταν φοβερός για την αρματωσιά του, τα τανκς και τα κανόνια του, τα ανεξάντλητα εφόδιά του και τον πολύ μεγάλο αριθμό των ανδρών του. Ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας, Πολωνίας, Ανατολικής Γερμανίας, Βουλγαρίας και Ουγγαρίας που είχαν εισβάλει στην Τσεχοσλοβακία μέσα στη νύχτα: 200.000 στρατιώτες οπλισμένοι ως τα δόντια, με 4.600 τανκς. Τις αμέσως επόμενες μέρες οι στρατιώτες αυτοί θα τετραπλασιαστούν σε αριθμό, χωρίς αυτό να καλυτερεύσει ουσιαστικά την κατάστασή τους. Διότι οι εισβολείς στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα βρεθούν καθηλωμένοι στις θέσεις τους από έναν τρομερότερο στρατό που τους εμπόδιζε κάθε κίνηση. Οι εργατικές μάζες και η νεολαία της Τσεχοσλοβακίας, μιας χώρας που διέθετε περίπου τον πληθυσμό της Ελλάδας, είχαν βγει στους δρόμους και είχαν περικυκλώσει κάθε τανκ του εισβολέα. Οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες ανέβαιναν πάνω στις λαμαρίνες και απαιτούσαν εξηγήσεις με αυστηρό ύφος από τα πληρώματα των αρμάτων.

Οι εργάτριες και οι εργάτες δεν είχαν όπλα, δεν είχαν οργάνωση, δεν είχαν καν χρόνο και στοιχειώδη μέσα -τις πρώτες ώρες- για να γράψουν έστω προκηρύξεις στις γλώσσες των εισβολέων. Όμως το κουράγιο κάλυπτε την παντελή έλλειψη των μέσων. Η εργατική τάξη της Τσεχοσλοβακίας βγήκε στο δρόμο σαν ένας άνθρωπος για να απαιτήσει το δίκιο της.

50 χρόνια μετά, οι φωτογραφίες από τα εξεγερμένα πλήθη που περικυκλώνουν τα ρωσικά τανκς είναι από τις πιο τρανταχτές αποδείξεις πως το μοναδικό μέλλον που μπορεί να έχει το ανθρώπινο γένος είναι ο ξεσηκωμός ενάντια στους δυνάστες και τους καταπιεστές του. Πως τα πράγματα αλλάζουν μονάχα όταν μπει σε δράση ο μυθικός γίγαντας, ο οργισμένος λαός.

Κι όποιος άνθρωπος στην Αριστερά και στα κινήματα σήμερα νιώθει να χάνει τις ελπίδες και το θάρρος του, όποιος νομίζει πως οι επαναστάσεις είναι πράγματα που συνέβησαν σε άλλες εποχές και τώρα πια είναι παρωχημένες, όποιος απελπίζεται πως τώρα οι συσχετισμοί δεν αλλάζουν, ας κάνει τον κόπο να διατρέξει τις φωτογραφίες από τον ξεσηκωμό της Πράγας. Ας κοιτάξει τα καθαρά και φωτεινά πρόσωπα των ανθρώπων που κυκλώνουν τα τανκς και τους απελπιστικά στριμωγμένους ρώσους φαντάρους και αξιωματικούς που προσπαθούν να απολογηθούν. Ας κοιτάξει, και θα αντιληφθεί πως δεν υπάρχει συγκλονιστικότερη στιγμή στην ιστορία από την εξέγερση και πως οι ομορφότεροι άνθρωποι στον κόσμο είναι οι σκλάβοι που σπάνε τα δεσμά τους.

Όμως, ο εργατονεολαιίστικος ξεσηκωμός στην Τσεχοσλοβακία ηττήθηκε τελικά, έστω και με πολύ μεγάλο κόπο, από τους γραφειοκράτες του Κρεμλίνου. Παρόλο που χρειάστηκαν έναν ολόκληρο χρόνο και περισσότερο οι άρχουσες γραφειοκρατίες της Μόσχας και της Πράγας για να «ειρηνεύσουν» τον κόσμο, στο τέλος κέρδισαν τη μάχη.

Υπήρχε άλλος δρόμος; Ήταν δυνατόν οι εξεγερμένες μάζες να νικήσουν τον εισβολέα; Μπορούσε η τρομερή χρονιά του 1968 να σημειώσει ως πρώτη νικηφόρα επανάσταση αυτήν που έδειχνε να ξεκινά στα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας;

Το παρόν κείμενο θα επιχειρήσει να τοποθετηθεί σ’ αυτά τα ζητήματα και να βοηθήσει στο ξετύλιγμα της συζήτησης. Αλλά για να στοιχειοθετήσουμε κάποιες απαντήσεις, θα πρέπει πρώτα να δώσουμε σε αδρές γραμμές τα συμβάντα στην τσεχοσλοβάκικη κοινωνία της «Άνοιξης της Πράγας». Ακόμη, θα χρειαστεί να εξετάσουμε το τι ακριβώς ήταν αυτό που επιχειρήθηκε με την ταμπέλα «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο».

Τα ρολόγια στην Πράγα έδειχναν σταθερά μεσάνυχτα

Η Τσεχοσλοβακία, λίγο καιρό πριν γίνει το κέντρο της μαύρης δίνης της εξέγερσης στο Ανατολικό στρατόπεδο, ήταν η πιο νομοταγής χώρα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η Τσεχοσλοβακία σημείωνε στη δεκαετία 1950-1960 ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 8%. Έχοντας ήδη αρκετά ανεπτυγμένη βιομηχανία πριν προσδεθεί στο ρωσικό στρατόπεδο, η χώρα μπορούσε να εξασφαλίζει όχι μονάχα το απαραίτητο μέρισμα για τα προνόμια της άρχουσας γραφειοκρατίας, αλλά και ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο ζωής για την εργατική τάξη.

Την οικονομική άνθηση συμπλήρωνε η ασφυκτική καταστολή. Το 1951 η Πράγα ζούσε σε επανάληψη μια δική της εκδοχή των Δικών της Μόσχας. Ο μέχρι τότε Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Σλάνσκυ, μαζί με άλλα 13 ανώτατα στελέχη του Κόμματος, οδηγούνται σε δίκη-παρωδία με την κατηγορία της τροτσκιστο-τιτο-σιωνιστικής συνομωσίας. Σημαντική λεπτομέρεια: Ο ίδιος ο Ρούντολφ Σλάνσκυ, ήρωας της Αντίστασης κατά των Ναζί και Εβραίος, προχωρά σε «αυθόρμητη» ομολογία πως υπήρξε πάντοτε πράκτορας του ταξικού εχθρού και του κατακτητή, σε συνεργασία με τον προδότη Τίτο και την 4η Διεθνή. Αποδείξεις φυσικά δεν υπάρχουν για το παραμικρό, πέρα από τις ομολογίες. Ο Σλάνσκυ και συνολικά έντεκα από τους 14 κατηγορούμενους -συμπτωματικά όλοι Εβραίοι- θα απαγχονιστούν άμεσα. Την τερατώδη ατμόσφαιρα της δίκης της Πράγας αναπαριστούν έργα όπως η κινηματογραφική ταινία του Κώστα Γαβρά «Η ομολογία» και το θεατρικό του Ντάριο Φο «Ο εργάτης ξέρει 300 λέξεις».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας ήταν πάντοτε ένα μαζικό κόμμα, το μοναδικό κομμουνιστικό κόμμα σε όλο τον κόσμο που σε κοινοβουλευτικές εκλογές -το 1946- είχε καταφέρει να αποσπάσει το θαυμαστό ποσοστό 38%. Το 1948 το κόμμα είχε πάρει εύκολα την εξουσία με πραξικόπημα, ανακηρύσσοντας τη χώρα σε «Λαϊκή Δημοκρατία». Τώρα, η προηγούμενη ηγεσία του μαχητικού -έστω σταλινικού- παρελθόντος είχε αποκεφαλιστεί. Η καινούργια ηγεσία είχε μικρή σχέση με τους παλιότερους αγώνες, αλλά σημαντικούς δεσμούς με το διευθυντικό απαράτ. Η χώρα που θα γινόταν για μια δεκαετία το υπόδειγμα της οικοδόμησης του κρατικού καπιταλισμού, διέθετε πια την καθοδήγηση που απαιτούνταν.

Όσο για το κυνήγι των εβραϊκής καταγωγής στελεχών του τσεχοσλοβακικού κόμματος, ήταν το δείγμα γραφής της απόλυτης εναρμόνισης με την κατάσταση πνευμάτων που επικρατούσε στη Μόσχα: Εβραίοι φορτώνονται το κρίμα για κάθε αποτυχία και κάθε καθυστέρηση, εβραίοι γιατροί κατηγορούνται για συνομωσία κατά της ζωής του Στάλιν κλπ. Τα μεσάνυχτα του κόσμου είχαν έρθει και στην Πράγα.

Το ράγισμα του πάγου

Όμως, ο εύθραυστός γάμος της ευμάρειας με τον τρόμο δεν κράτησε για πάντα. Αρχές της δεκαετίας του ’60 οι ρυθμοί ανάπτυξης της Τσεχοσλοβακίας μειώνονται απότομα. Το 1962 λιγότερο από 1%, το 1963 κάτω από το μηδέν. Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες του υποτιθέμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ευρώπη, πρώτα από όλα η ίδια η Ρωσία.

Λίγο πολύ σε κάθε χώρα του Ανατολικού Στρατοπέδου ξεκινά μια συζήτηση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας για το πώς θα ξεκολλήσουν τις οικονομίες των χωρών τους από την κρίση. Και σε κάθε χώρα διαμορφώνονται δύο σχολές σκέψεις: Στη μία, τη «μεταρρυθμιστική», φτιάχνονται σχέδια για κάποιου είδους «σοσιαλισμό της αγοράς». Εδώ η έμφαση δινόταν λιγότερο στον κεντρικό σχεδιασμό και περισσότερο στην αυτόνομη παρουσία των μεγάλων επιχειρήσεων απέναντι στην αγορά, τη διεθνή αρχικά και σιγά-σιγά και την εγχώρια. Τα σχέδια αυτά προβλέπανε πως όσες «σοσιαλιστικές» επιχειρήσεις δεν τα βγάζουν πέρα, θα μειώνουν το προσωπικό τους και εν τέλει θα κλείνουν.

Το αντίπαλο στρατόπεδο, το «συντηρητικό», θα επιμείνει στην κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και στις μεγάλες επενδύσεις σε ισχυρές βιομηχανικές μονάδες. Συχνά βέβαια οι μεγάλες επενδύσεις μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο με προσφυγή στο δανεισμό από τις τράπεζες της Δύσης. Η Πολωνία αργότερα, το 1980-1981, θα βουλιάξει στο χάος και τον εργατικό ξεσηκωμό εξαιτίας των μέτρων λιτότητας για να πληρωθούν οι τραπεζίτες της Δύσης. Μ’ άλλα λόγια, και τα δύο είδη σχεδίων οδηγούσαν τις πολιτικές προοπτικές της γραφειοκρατίας σε βάθος χρόνου σε αδιέξοδο.

Οι προτάσεις των «μεταρρυθμιστών» για περικοπές εργατικών θέσεων δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν δημοφιλείς μέσα στην εργατική τάξη. Όμως, σε μια σειρά χώρες του κρατικού καπιταλισμού οι δυο σχολές σκέψης αρχίζουν και μεταμορφώνονται σε πολιτικά αντίπαλα στρατόπεδα. Και κάθε στρατόπεδο που διεκδικεί την εξουσία χρειάζεται συμμάχους. Και για να τους κερδίσει πρέπει να ενστερνιστεί ορισμένα αιτήματά τους.

Οι «μεταρρυθμιστές» στην Τσεχοσλοβακία και άλλες χώρες αρχίζουν να ζητούν άρση της λογοκρισίας, δικαιώματα στην ελεύθερη έκφραση και στον ανοιχτό διάλογο, ακόμη και κάποιο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας από τη βάση. Συγκεκριμένα στην Τσεχοσλοβακία επικεφαλής του ρεύματος ιδεών της «μεταρρύθμισης» εμφανίζεται ο Ότο Σικ, ένας οικονομολόγος του Κόμματος που σχηματοποιεί τις οικονομικές και πολιτικές προτάσεις του σε ένα πρόγραμμα που έγινε γνωστό ως «Τρίτος Δρόμος». Αυτό το πρόγραμμα επιμένει σε σοβαρές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες ο Ότο Σικ δηλώνει πως δεν έχουν νόημα ούτε οι οικονομικές. Ο «Τρίτος Δρόμος» δεν θα αργήσει να γίνει δημοφιλής στους διανοούμενους της χώρας, κατόπιν στη φοιτητική νεολαία και μετά στην εργατική τάξη.

Η διεκδίκηση περισσότερης ελευθερίας από τους «μεταρρυθμιστές» δεν είναι ολότελα υποκριτική. Η Τσεχοσλοβακία κάθε άλλο παρά είναι χώρα της πρωταρχικής συσσώρευσης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να λύσει τα οικονομικά προβλήματα με το μαστίγιο μονάχα. Αντίθετα, σύμφωνα με τους μεταρρυθμιστές, το καρότο είναι πολύ περισσότερο μέσα στο πνεύμα των νέων αναγκών της οικονομίας. Η ειδικευμένη και μορφωμένη εργατική τάξη και ακόμη πιο πολύ οι έμπειροι τεχνικοί χρειάζονται ατμόσφαιρα ελευθερίας για να αναπτύξουν παραγωγικά τα ταλέντα τους στην οικονομία.

Η παράταξη των «συντηρητικών» στην Τσεχοσλοβακία θα επιχειρήσει μια τακτική υποχώρηση: Το 1962, στο 12ο Συνέδριο του Κόμματος θα συζητηθούν ανοιχτά τα σχέδια του «Τρίτου Δρόμου» και ο διάλογος θα συνεχιστεί στον κομματικό τύπο. Με την τσεχοσλοβακική οικονομική κρίση του 1963 η εσωκομματική κόντρα θα αναζωπυρωθεί. Το σχέδιο του Σικ θα γίνει δεκτό από την ηγεσία του κόμματος το 1964, αλλά θα αρχίσει να μπαίνει σε μια δειλή και αβέβαιη εφαρμογή μόλις το 1967. Ο ηγέτης του κόμματος από την αποκαθήλωση του Σλάνσκυ, ο Νοβότνι, από τη μια θα υποχωρεί όσο πιο αργά μπορεί στην πίεση των μεταρρυθμιστών, από την άλλη θα επιχειρήσει να στείλει τα πιο πιστά στελέχη του στα εργοστάσια για να ξεσηκώσουν τον κόσμο ενάντια στους «μεταρρυθμιστές» και στα μελλοντικά σχέδια απολύσεων που θα ακολουθήσουν.

Στην Κίνα το 1966 ο Μάο είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί την οργή της φοιτητικής νεολαίας και να οργανώσει τους Κόκκινους Φρουρούς ενάντια στα αντίπαλα κομμάτια της γραφειοκρατίας που ήθελαν μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και επιχειρηματική πρωτοβουλία στη θέση του απόλυτου κεντρικού σχεδιασμού.

Αλλά ο Νοβότνι δεν είναι Μάο. Δεν είχε ηγηθεί μιας επανάστασης στο παρελθόν ούτε τον αντιμετώπισε ποτέ ο κόσμος ως σύμβολο της νέας χώρας που είχε σπάσει επιτέλους τα δεσμά της αποικιοκρατίας. Ο Νοβότνι στην Τσεχοσλοβακία το 1967, αντίθετα με τον Μάο στην Κίνα, προσωποποιούσε ό,τι οι εργάτες και οι εργάτριες μισούσαν περισσότερο: τα χρόνια της αστυνομοκρατίας, της αυθαιρεσίας και του τρόμου. Παντού οι άνθρωποι του Νοβότνι απομονώνονταν από τις εργατικές μάζες.

Οι λογοτέχνες και οι κριτικοί της τέχνης μπαίνουν στη μάχη

Πολλές επαναστάσεις και εξεγέρσεις στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έχουν ξεκινήσει με αφορμή κάποια διαμάχη στη λογοτεχνία. Στην Ουγγαρία το 1956 ο αρχικός επαναστατικός πυρήνας που προκάλεσε χιονοστιβάδα γεγονότων ήταν ο «κύκλος Πέτοφι», μια ομάδα ανοιχτών διαλέξεων και συζητήσεων πάνω στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Στην ιρανική επανάσταση του 1979 όλα ξεκίνησαν από μαζικές συγκεντρώσεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που συνωστίζονταν για να ακούσουν κάτω από μεγάφωνα τα απαγορευμένα λυρικά ποιήματα δημιουργών που είχαν δυσαρεστήσει τον Σάχη. Στην Κίνα η λεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» ξεκίνησε από μια διένεξη αντιτιθέμενων κριτικών για ένα θεατρικό έργο. Η τέχνη είναι αιτία και αφορμή για εκατομμύρια ανθρώπους για να αγκαλιάσουν τα σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα και να αντιληφθούν τη θέση τους μέσα σ’ αυτά. Κι ακόμη, σε κοινωνίες όπου η παραμικρή ελεύθερη συζήτηση φιμώνεται, η κουβέντα για την τέχνη συχνά γίνεται η αρχική ρωγμή που οδηγεί όλο το γιγαντιαίο φράγμα της απολυταρχίας σε κατάρρευση. Η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας του 1968 δεν διαφέρει από αυτόν τον κανόνα.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 υπήρξε ένα ζήτημα επί της λογοτεχνίας στη χώρα αυτή όπου παίρνοντας θέση, φανέρωνες αμέσως αν στρέφεσαι υπέρ ή κατά της ηγεσίας του Κόμματος. Εκτιμούσες ή όχι το ταλέντο του Φραντς Κάφκα; Θεωρούσες πως ο συγγραφέας αυτός αξίζει να διαβαστεί σήμερα ή είναι πια εντελώς παλαιομοδίτικος;

Η κομματική γραφειοκρατία μισούσε και απεχθανόταν τον Κάφκα, όπως μισεί ο ένοχος τον μάρτυρα που έρχεται να ξεσκεπάσει την απάτη. Αντίθετα, οι άνθρωποι των γραμμάτων που υπερασπίζονταν τον συγγραφέα της «Δίκης» και του «Πύργου». Τον ένιωθαν ως μεγαλοφυή προφήτη, ως αυτόν που προειδοποίησε έγκαιρα για τον ερχομό του τέρατος της γραφειοκρατίας, αλλά και ως σύμβολο αντίθεσης με την εξουσία.

Σε ένα συνέδριο συγγραφέων εξετάστηκε το θέμα της λογοτεχνικής εγκυρότητας του Κάφκα στη σημερινή εποχή. Γρήγορα η συζήτηση των συνέδρων προχώρησε πάνω στο αν στις (υποτιθέμενες) σοσιαλιστικές χώρες ισχύει ακόμη το φαινόμενο της αλλοτρίωσης που περιέγραφε ο Μαρξ στα νεανικά γραπτά του. Οι Ανατολικογερμανοί σύνεδροι (ο Κάφκα έγραφε στα γερμανικά) επέμεναν πως αλλοτρίωση του ατόμου υφίσταται μόνο στη Δύση, ενώ οι Τσεχοσλοβάκοι αντέτειναν πως αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» για να καταλήξει σε πιο προσγειωμένα συμπεράσματα.

Η συζήτηση για το ταλέντο του Κάφκα και την αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου βγήκε από τους τοίχους του συνεδρίου και απλώθηκε σε όλη τη χώρα μέσα από τα σχετικά άρθρα της «Λογοτεχνικής εφημερίδας». Το φύλλο αυτό έφτασε να κυκλοφορεί σε 140.000 αντίτυπα, τιράζ ασύλληπτο για λογοτεχνικό έντυπο σε τόσο μικρή χώρα, και στην πράξη κατέληξε να διακινείται χέρι με χέρι ανάμεσα σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος αντιμετώπισε την επιτυχία του εντύπου διώχνοντας τον αρχισυντάκτη της, όμως ούτε και ο επόμενος κατάφερε να ελέγξει τους ενθουσιώδεις συντάκτες. Μάλιστα, τον Ιούνη του 1967 σε συνέδριο συγγραφέων πάλι, τρεις από τους συντάκτες της «Λογοτεχνικής εφημερίδας» πραγματοποιούν ομιλίες πολιτικής κριτικής προς το καθεστώς.

Άμεσα ο Νοβότνι, γενικός γραμματέας του Κόμματος και πρόεδρος της χώρας, προχωρά σε διάγγελμα όπου στιγματίζει το Συνέδριο των Συγγραφέων ως κατευθυνόμενο από την «αντισοσιαλιστική εκστρατεία της Δύσης». Οι τρεις συντάκτες διαγράφονται από το Κόμμα. Ανάμεσά τους είναι ο Πάβελ Κόχουτ, ο δημιουργός του φημισμένου μυθιστορήματος «Θηλυκός Δήμιος» και ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, που θα γίνει μετά από 20 χρόνια ο τελευταίος Πρόεδρος της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας. Η εφημερίδα μπαίνει κάτω από τον άμεσο έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας. Προσωρινά, η «Λογοτεχνική εφημερίδα» σταματά να κάνει αντιπολίτευση.

Στις 31 Οκτώβρη 1967 στην Πράγα πραγματοποιούνται διαδηλώσεις φοιτητών στις εστίες τους απαιτώντας περισσότερες ώρες ηλεκτροδότηση και συνολικότερη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Οι διαδηλώσεις τσακίζονται ανελέητα από την Αστυνομία. Αλλά, για πρώτη φορά, μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος ακούγονται γενικευμένες επικρίσεις ενάντια στη βία της Αστυνομίας.

Οι μεταρρυθμιστές, αθόρυβα, είχαν προχωρήσει σε διεύρυνση των συμμαχιών τους, ανοίγοντας γέφυρες με τα ανώτερα κομματικά στελέχη σλοβάκικης καταγωγής. Η Σλοβακία ήταν στην πράξη ο φτωχός συγγενής της ανεπτυγμένης Τσεχίας. Η νέα συμμαχία μέσα στην Κεντρική Επιτροπή άνοιγε ταυτόχρονα τα ζητήματα της πολιτικής και οικονομικής φιλελευθεροποίησης της χώρας, μαζί με τα παράπονα των παραγκωνισμένων Σλοβάκων. Η διάσταση απόψεων ήταν γενικευμένη και η μάχη για την εξουσία ξεκάθαρη.

Η χιονοστιβάδα ξεκινά την πορεία της

Στις 5 Γενάρη 1968 η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής αντικαθιστά τον άλλοτε κραταιό Νοβότνι από Γενικό Γραμματέα, εκλέγοντας στη θέση αυτή ένα άγνωστο στέλεχος από τη Σλοβακία, τον Αλεξάντερ Ντούπτσεκ. Ο Νοβότνι παραμένει για λίγο ακόμη Πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, αλλά το αξίωμα αυτό είναι ουσιαστικά τιμητικό.

Αρχικά η νέα ηγεσία προσπάθησε να εξασφαλίσει πως όλα θα μοιάζουν αναλλοίωτα και μουδιασμένα, όπως με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Ο λόγος: για να μην προκληθεί η ηγεσία του Κρεμλίνου να επέμβει στη χώρα. Έτσι, το οικονομικό πρόγραμμα δεν επιταχύνεται δραστικά και ο Ότο Σικ, αρχιτέκτονας του «τρίτου δρόμου», παραμένει στην αφάνεια χωρίς να αναλαμβάνει κάποια θέση.

Πράγματι, οι εκκλήσεις του Νοβότνι στον Μπρέζνιεφ, ηγέτη του ρωσικού κομμουνιστικού κόμματος και κράτους, αγνοούνται συστηματικά. Οι Ρώσοι ξέρουν τον Νοβότνι, και τώρα που έχασε την εξουσία από τα χέρια του, τον θεωρούν απλώς μηδενικό. Σε όλες τις καμπές της κρίσης που θα ακολουθήσει, ο Μπρέζνιεφ θα συνδιαλέγεται μονάχα με μεταρρυθμιστές, επιχειρώντας τη μια να πλησιάσει αυτούς και την άλλη να τρομοκρατήσει εκείνους. Πάντοτε όμως θα απευθύνεται σε στελέχη που έχουν δεσμούς με τον κόσμο, ποτέ δεν θα χάσει χρόνο με τις μαριονέτες.

Όμως, αν για τους Ρώσους ο Νοβότνι ήταν ένα αμελητέο άθυρμα, για τη νέα ηγεσία της γραφειοκρατίας στην Τσεχοσλοβακία αποτελούσε ακόμα υπαρκτό κίνδυνο. Πέρα από την απόπειρα προσεταιρισμού της εργατικής βάσης στα εργοστάσια ο προηγούμενος γενικός γραμματέας Νοβότνι επιχειρεί να επηρεάσει τους στρατηγούς. Η νέα ηγεσία καταλαβαίνει πως πρέπει να σφίξει τα λουριά στα συντηρητικά στελέχη του κόμματος, που ακόμα κατέχουν τις περισσότερες θέσεις-κλειδιά. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να καλλιεργήσει τις σχέσεις με τους από κάτω, για να περάσει η νέα γραμμή χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς στην κοινωνία.

Από τον Φλεβάρη 1968 η λογοκρισία χαλαρώνει σε σημαντικό βαθμό. Τα άρθρα των εφημερίδων αναφέρονται πια στο τι πραγματικά συμβαίνει στην Τσεχοσλοβακία και στον έξω κόσμο. Έτσι οι εφημερίδες γίνονται ανάρπαστες, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων χαρτιού. Όσο για τις πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση, οι πιο δημοφιλείς είναι οι προσκλήσεις στο τηλεοπτικό στούντιο στελεχών, υπουργών και ακόμη του ίδιου του νέου γενικού γραμματέα του κόμματος: ο κάθε φορά καλεσμένος ανακρίνεται με ελάχιστο τακτ από τους δημοσιογράφους. Όλη η χώρα ζει πρωτόγνωρες στιγμές.

Στους χώρους δουλειάς προωθούνται «συμβούλια αυτοδιαχείρισης», «επαναστατικές κινηματικές επιτροπές» κλπ. Παρά τους εντυπωσιακούς τίτλους τους πρόκειται απλώς για εκλεγμένα όργανα των εργατών και των εργατριών, που αναλαμβάνουν να τους εμπλέξουν στη διαχείριση των εργοστασίων και στη συμμετοχή τους στις θυσίες που θα απαιτηθούν.

Όμως, για πρώτη φορά σε 20 χρόνια οι εργαζόμενοι/ες εκλέγουν τους εκπροσώπους τους. Κι αυτό είναι συγκλονιστικό για τους ίδιους. Αυτή η εξέλιξη που φαίνεται όλο υποσχέσεις σ’ αυτούς, στους διευθυντές των επιχειρήσεων δείχνει ακατανόητη και αχρείαστη. Οι διευθυντές απλά δεν ξέρουν τι να κάνουν με τις εκλεγμένες επιτροπές, ενώ αυτές έχουν πολλά να πουν για την αυθαιρεσία των διευθυντικών στελεχών. Πολύ σύντομα οι επιτροπές αρχίζουν να οργανώνουν απεργίες, για να μάθει η διοίκηση να τις υπολογίζει. Και στα αιτήματα των απεργών, δίπλα στις καταγγελίες της αυθαιρεσίας, μπαίνουν οι διεκδικήσεις για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Συχνά, οι απεργίες καταφέρνουν, πέρα από τη διεκδίκηση των αιτημάτων, να προκαλέσουν απολύσεις των διευθυντών.

Οι απεργίες που από τον Μάη 1968 θα απλώνονται σαν πυρκαγιά σε ξερό κάμπο, δεν θα αργήσουν να περάσουν τα σύνορα της χώρας. Μια σειρά αποφασισμένες απεργίες θα ξεκινήσουν στην Πολωνία. Ο Γκομούλκα, ηγέτης της πολωνικής γραφειοκρατίας, μεταρρυθμιστής ο ίδιος αλλά με ρυθμούς χελώνας, τρομοκρατήθηκε πως η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο.

Όμως και ο ίδιος ο νέος ηγέτης της Τσεχοσλοβακίας, ο Ντούμπτσεκ, θα επιχειρήσει να συγκρατήσει τα γκέμια των εργατικών μαζών: «Είναι αναρχία να καταλαβαίνεις τη δημοκρατία ως μια κατάσταση στην οποία ο καθένας παρεμβαίνει στα πάντα και κάνει ό,τι θέλει». Η γραφειοκρατία θα ήθελε πολύ να σταματούσαν οι εξελίξεις πριν φτάσουν οι εργατικές κινητοποιήσεις σε αυτό το σημείο. Όμως δεν βρέθηκε ακόμη το ποτάμι που θα σταματήσει τη ροή του και θα επιστρέψει πίσω στην κοίτη του.

Τον Ιούνη 1968 θα κυκλοφορήσει το κείμενο των «2.000 λέξεων» του συγγραφέα Λούντβιχ Βακούλικ, ένα ντοκουμέντο που καλούσε σε παραπέρα ξήλωμα της αυθαιρεσίας και της γραφειοκρατίας. Κι ενώ δυο μήνες πριν, το νέο Πρόγραμμα Δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, με το οποίο ο Ντούπτσεκ είχε την ελπίδα να προσεταιριστεί την εργατική τάξη έγινε δεκτό από την κοινή γνώμη ως κοινοτοπία, χωρίς να προκαλέσει καμιά ιδιαίτερη συζήτηση, το κείμενο «2.000 λέξεις» αναδεικνυόταν ως το μανιφέστο του κινήματος από τα κάτω.

Πέρα από την Πολωνία, η γραφειοκρατία που έβλεπε με τρόμο τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία ήταν αυτή της Ανατολικής Γερμανίας. Οι γραφειοκράτες πίσω από το τείχος του Βερολίνου κρατούσαν την πλέον εχθρική στάση στον Τύπο τους και στις διεθνείς επικοινωνίες με τις ηγεσίες των άλλων ανατολικών χωρών απέναντι στο τσεχοσλοβακικό πείραμα που άρχισε να τιτλοφορείται στην Πράγα ως «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Όμως και η ίδια η ρωσική γραφειοκρατία αρχίζει να αισθάνεται τα τσιμπήματα του φόβου των πιθανών εργατικών εκρήξεων. Για ολόκληρο το γραφειοκρατικό στρατόπεδο εκτός Τσεχοσλοβακίας, «συντηρητικό» ή «μεταρρυθμιστικό», το φαινόμενο της «Άνοιξης της Πράγας» ήταν θανάσιμη απειλή.

Μετά τις πρώτες συζητήσεις του Μπρέζνιεφ και του Ντούπτσεκ και τη συνάντηση της Μπρατισλάβας (πρωτεύουσας της Σλοβακίας) στις 5 Αυγούστου έγινε φανερό πως οι γραφειοκράτες των άλλων ανατολικών χωρών δεν έψαχναν τρόπους συνεννόησης με τους τσεχοσλοβάκους ομολόγους τους. Οι συναντήσεις μάλλον είχαν στόχο το «ζύγισμα» των τσεχοσλοβάκων, την αναγνωριστική προσπάθεια να διακρίνουν ιδιαίτερα στρατόπεδα μέσα στα στελέχη του Ντούμπτσεκ. Πολύ σύντομα, οι ρώσοι γραφειοκράτες θα αντιληφθούν πως ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές υπάρχει «αριστερά, δεξιά και κέντρο». Και ενώ το κέντρο που βάλλεται πανταχόθεν το εκπροσωπεί ο γενικός γραμματέας Ντούμπτσεκ, τη δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης την εκφράζει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γκούσταβ Χούζακ, που θέλει συνεργασία με τις «αδελφές χώρες», τη Ρωσία δηλαδή και τους δορυφόρους της, απέναντι στο εργατικό κίνημα που δεν συγκρατείται πια.

Οι χώρες που σε λίγες μέρες πρόκειται να εισβάλουν στην Τσεχοσλοβακία, κάνουν συνάντηση εκπροσώπων των κυβερνήσεών τους στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Ντούμπτσεκ προσπαθεί να αγνοήσει το δυσοίωνο σημάδι πως η κυβέρνησή του δεν καλέστηκε στη συνάντηση. Το ίδιο θα αρνηθεί να δώσει βάση στις πληροφορίες των τσεχοσλοβάκων στρατηγών για τις κινήσεις των στρατευμάτων των «αδελφών» χωρών που έδειχναν προετοιμασία εισβολής στην Τσεχοσλοβακία.

Η ηγεσία του Ντούμπτσεκ πέρα από τις συνεχείς αναβολές ενόψει κάθε σημαντικής απόφασης, προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση με το έκτακτο συνέδριο του Κόμματος που είχε αναγγελθεί για τον Σεπτέμβρη 1968. Όμως, και σε αυτό το πεδίο της αντιπαράθεσης ο Ντούμπτσεκ έχανε κατά κράτος.

Παντού στην κοινωνία, αλλά και στις κομματικές οργανώσεις, αντί να συζητούνται οι «Θέσεις» της ηγεσίας για το συνέδριο, συζητιούνταν πλατιά και υπογράφονταν με ενθουσιασμό οι «2.000 λέξεις». Τα στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στο κόμμα ενόψει συνεδρίου είχαν να κάνουν αποκλειστικά με αυτό το κείμενο. Πέρα από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του κειμένου μέσα στις κομματικές οργανώσεις, απέναντί του συνέτασσαν τις γραμμές τους οι «συντηρητικοί», που θεωρούσαν τις «2.000 λέξεις» ως απειλή για την ίδια την ύπαρξή τους. Μαζί τους διάλεξε στρατόπεδο και ο αντιπρόεδρος Γκούσταβ Χούζακ που κατήγγειλε το κείμενο των «2.000 λέξεων» ως «ανοιχτή τρομοκρατία απέναντι στην κομματική ηγεσία». Η ηγεσία του Ντούμπτσεκ αντίθετα, προσπαθώντας να μην έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τη λαϊκή βάση κατήγγειλε μονάχα τις «ατυχείς σαράντα λέξεις» μέσα στο κείμενο των «2.000 λέξεων». Καθόλου τυχαία οι «άτυχες σαράντα λέξεις» ήταν αυτές που καλούσαν σε ανεξάρτητη δράση την εργατική τάξη και τη νεολαία.

Συνολικά οι «2.000 λέξεις» ήταν πολύ πιο ήπιο και ουσιαστικό κείμενο απ’ όσο θα περίμενε κανείς, αν πίστευε τις καταγγελίες των γραφειοκρατών. Το κείμενο χαιρέτιζε τις θετικές πρωτοβουλίες της ηγεσίας του κόμματος, αλλά εξέφραζε και την αποθάρρυνση εξαιτίας της κωλυσιεργίας της και τον φόβο πως οι όποιες μεταρρυθμίσεις θα παρθούν πίσω. Ακόμη, προειδοποιούσε σαφώς να μην υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη στο κόμμα και σε κανέναν ηγέτη, αλλά μόνο στην πρωτοβουλία των εργατικών μαζών και της νεολαίας.

Αυτό το κείμενο θα είναι και η πρόφαση για τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να εισβάλουν τη νύχτα της 20ης προς 21 Αυγούστου 1968 στην Τσεχοσλοβακία. Θα το καταγγείλουν δημόσια ως «πλατφόρμα της αντεπανάστασης».

Η εισβολή του ρωσικού στρατού και των δορυφόρων θα έρθει εντελώς απροειδοποίητη για την τσεχοσλοβακική ηγεσία, αλλά όχι και για την ηγεσία των ΗΠΑ. Τρεις μέρες πριν την εισβολή, ο πρόεδρος Τζόνσον στον Λευκό Οίκο είχε ενημερωθεί από το ίδιο το Κρεμλίνο και είχε εκφράσει την κατανόησή του. Οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να διαχειριστούν την απρόσμενη στρατιωτική ήττα τους του Φεβρουαρίου 1968 στο Βιετνάμ, στην περίφημη επίθεση Τετ, και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν το ογκούμενο αντιπολεμικό κίνημα στο ίδιο το εσωτερικό τους. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κρατήσει το δυτικό στρατόπεδο διαφορετική στάση στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας, πέρα από χλιαρές αντικομμουνιστικές κορώνες. Οι ΗΠΑ κράτησαν απόλυτα διακριτική στάση απέναντι στη γραφειοκρατία του Μπρέζνιεφ και δεν άφησαν να διαρρεύσει το παραμικρό για την επικείμενη εισβολή.

«Λένιν ξύπνα, ο Μπρέζνιεφ τρελάθηκε» (σύνθημα στους τοίχους της Πράγας τις μέρες της εισβολής)

Ο τσεχοσλοβάκικος στρατός δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση στους εισβολείς. Ο Ντούπτσεκ είχε προειδοποιήσει τους στρατηγούς του να μη δώσουν την ελάχιστη αφορμή, και -το κυριότερο- να μην πέσει η παραμικρή ποσότητα οπλισμού στα χέρια της εργατικής τάξης. Για μήνες οι τσεχοσλοβακικές ένοπλες δυνάμεις θα μείνουν ατιμωτικά περιορισμένες στα στρατόπεδά τους. Πολύ αργότερα, θα αρχίσουν δοκιμαστικά κάποιες κοινές περιπολίες με την αστυνομία, όταν πια οι γραφειοκράτες της Μόσχας και της Πράγας θα φοβούνται πολύ λιγότερο την αντίδραση των μαζών.

Έτσι, σε αντίθεση με την ουγγρική επανάσταση το 1956, η αντίσταση των μαζών στην Τσεχοσλοβακία θα είναι σχετικά αναίμακτη. Από τους εισβολείς δολοφονήθηκαν συνολικά περίπου 100 διαδηλωτές μέσα σε έναν χρόνο, ενώ 50 στρατιώτες του στρατού κατοχής θα χτυπηθούν από τις βόμβες μολότωφ των εξεγερμένων μαζών. Ο πιο γνωστός νεκρός της εξέγερσης ήταν ο φοιτητής Γιαν Πάλαχ που θα αυτοπυρποληθεί διαμαρτυρόμενος για τους συμβιβασμούς της γραφειοκρατίας με τους εισβολείς.

Όμως η αντίσταση στους δρόμους δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε πάθος, πείσμα και εφευρετικότητα από καμία άλλη εξεγερτική διαδικασία στην Ιστορία. Σε ολόκληρη τη χώρα οι οδικές πινακίδες εξαφανίστηκαν ή στράφηκαν σε λάθος κατεύθυνση. Έτσι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο στα στρατεύματα των εισβολέων να προσανατολιστούν για το πού έπρεπε να πάνε. Η ίδια η μεσαιωνική και πολυδαίδαλη Πράγα έχασε μεμιάς όλες τις πινακίδες οδοσήμανσης και τα νούμερα των σπιτιών και των πολυκατοικιών. Η πόλη που γέννησε τον Κάφκα μεταμορφώθηκε σε ανεξιχνίαστο λαβύρινθο, όπου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προσανατολιστείς αν δεν ήσουν κάτοικος της γειτονιάς.

Η πρωτεύουσα της Σλοβακίας, η Μπρατισλάβα, δεν έμεινε πίσω σε επινοητικότητα. Ένα βράδυ η πόλη σταμάτησε να έχει νερό. Οι δυνάμεις κατοχής στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουν το πού βρισκόταν ο αγωγός νερού και να τον επιδιορθώσουν. Έτσι, αναγκάστηκαν να αποκαταστήσουν την υδροδότηση της πόλης φέρνοντας καθημερινά νερό με ελικόπτερα από την Ουγγαρία.

Το σαμποτάζ και τον ψυχολογικό πόλεμο τον συμπλήρωναν οι αντιπαραθέσεις των μαζών με το στρατό κατοχής στους δρόμους και οι δυναμικές απεργίες. Πρακτικά ολόκληρη η χώρα συμμετείχε στο κίνημα αντίστασης, ακόμη και κομμάτια της μεσαίας γραφειοκρατίας στην αρχή. Ένας από τους πιο κρίσιμους κρίκους της αντίστασης στην εισβολή ήταν η κινητή ραδιοφωνία που συνέχιζε να πληροφορεί τον κόσμο και να καλεί σε αντίσταση. Αυτό το έργο το είχε αναλάβει εξολοκλήρου ο διευθυντής της ραδιοφωνίας-τηλεόρασης με το επιτελείο του. Το κινητό ραδιόφωνο δεν αποκάλυπτε μονάχα τα ψέματα της προπαγάνδας των εισβολέων, αλλά συντόνιζε και το κίνημα αντίστασης, όπως με την ταυτόχρονη εξαφάνιση των οδοσημάνσεων.

Το προαναγγελθέν συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας πραγματοποιήθηκε κανονικά, όχι σε κάποιο εντυπωσιακό μέγαρο, αλλά μέσα στο κατειλημμένο εργοστάσιο Τέσλα. Το συνέδριο καταδίκασε την εισβολή, και επαναβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του στην ηγεσία του Ντούμπτσεκ.

Εν τω μεταξύ, από τις πρώτες ώρες της εισβολής, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ο πρωθυπουργός Τσέρνικ και τα πιο σημαντικά μέλη του υπουργικού συμβουλίου είχαν απαχθεί στη Μόσχα. Εκεί κρατήθηκαν πέντε ολόκληρες ημέρες, μέχρι να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία. Στη Μόσχα οι γραφειοκράτες ανακρίνονταν συνεχώς από τους Ρώσους για το πώς θα αντιμετωπιζόταν το κίνημα των μαζών. Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στους «φιλοξενούμενους» να αναγγείλουν «οικειοθελώς» πως παραδίδουν την εξουσία στον Γκούσταβ Χούζακ και αποσύρονται. Αλλά, τελικά, η ρώσικη γραφειοκρατία κατέληξε σε μια ευφυέστερη κίνηση.

Έξι ακριβώς μέρες μετά την εισβολή, οι αιχμάλωτοι γραφειοκράτες επέστρεψαν εντελώς ελεύθεροι στην Πράγα, και μάλιστα χωρίς να χάσουν τις θέσεις τους στην εξουσία. Οι πρώην αιχμάλωτοι είχαν υπογράψει απλώς ένα χαρτί, το «πρωτόκολλο της Μόσχας» όπου δεσμεύονταν απέναντι στα «αδελφά κόμματα» πως θα εργαστούν σθεναρά υπέρ της «ομαλοποίησης της κατάστασης». Σημαντική λεπτομέρεια σε αυτό το κατάπτυστο έγγραφο: Ο Ντούμπτσεκ και τα υπόλοιπα στελέχη που το υπέγραψαν ανέλαβαν την ευθύνη να κηρύξουν άκυρο το 14ο Συνέδριο του Κόμματος (αυτό που πραγματοποιήθηκε στο εργοστάσιο Τέσλα) και τις αποφάσεις του και να εκκαθαρίσει το κόμμα από τα «ασταθή» στοιχεία. Ο Ντούμπτσεκ θα αναλάβει από τις 27 Αυγούστου 1968 μέχρι τον Απρίλη 1969 που θα αποπεμφθεί ήσυχα, να κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά της ματαίωσης και της αποκαρδίωσης του κινήματος αντίστασης. Συνολικά μισό εκατομμύριο άνθρωποι θα διαγραφούν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και το Κόμμα θα κρατήσει στο δυναμικό του μονάχα τους απόλυτα υποταγμένους.

Στην επιστροφή του Ντούμπτσεκ ο κόσμος του κινήματος αντίστασης είχε οργανώσει ενθουσιώδη υποδοχή. Ακόμη περισσότερο, γύρω από την ηγεσία που είχε απαχθεί στη Μόσχα, συσπειρώθηκε με τρομερή ζέση η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Και έτσι, το κεντρικό επιτελείο της αντίστασης βρέθηκε απόλυτα ελεγχόμενο από τις δυνάμεις του εχθρού.

Θα χρειαζόταν μια ηγεσία που να έχει εμπιστοσύνη στον κόσμο που αντιστέκονταν. Η παρατεταμένη και αποφασισμένη πάλη στην Τσεχοσλοβακία είχε αρχίσει να προκαλεί ρήγματα μέσα στο στρατό κατοχής, αλλά και στις «αδελφές» κρατικοκαπιταλιστικές χώρες. Είναι αξιοσημείωτο πως η κατάρρευση των καθεστώτων αυτών το 1989 έφερε στο φως στοιχεία για την κρίση που περνούσαν εν μέσω της καταστολής στην Πράγα. Χαρακτηριστικά ο ανατολικογερμανικός στρατός επέστρεψε ουσιαστικά αυθημερόν στη χώρα του, καθώς σημειώθηκαν άμεσα εκεί 1.075 δράσεις «χουλιγκανισμού» (δηλαδή αλληλεγγύης με την εξέγερση στην Πράγα) και συνελήφθησαν 468 χούλιγκανς (δηλαδή διαμαρτυρόμενοι διαδηλωτές). Ανάλογη ήταν η κατάσταση στη Ρωσία και πολύ πιο εκρηκτική στην Πολωνία.

Χρειαζόταν στην Τσεχοσλοβακία μια ηγεσία που να εντείνει την πίεση και να προκαλέσει τελικά αλυσιδωτές αντιδράσεις στις άλλες γραφειοκρατικές χώρες. «Μια επανάσταση είναι σαν το ποδήλατο, αν σταματήσει θα πέσει» προειδοποιούσε ο Τσε Γκεβάρα.

Και οι γραφειοκράτες γύρω από τον Ντούμπτσεκ ήταν εντελώς αδύνατο να προσφέρουν τέτοια αποφασισμένη ηγεσία στο κίνημα, το ίδιο όπως και ένας τράγος είναι ανίκανος να προσφέρει γάλα.

Συμπεράσματα

Λένε πως οι ηγεσίες αναδεικνύονται μέσα στις κρίσιμες ώρες. Αλλά αυτό που στ’ αλήθεια συμβαίνει είναι πως, σε μια κρίσιμη στιγμή, οι άνθρωποι και οι ηγέτες δείχνουν την πραγματική ποιότητά τους, το βάθος του χαρακτήρα τους, το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένοι. Μπορείς να τους μετρήσεις από το αν σηκώνουν το βάρος της ευθύνης ή αν «πέρα πηγαίνουν στην τιμή και στην υπόληψή τους», όπως σημειώνει ο Καβάφης.

Αλλά οι σχέσεις των ηγετών με τις μάζες σφυρηλατούνται ΠΡΙΝ από τις κρίσιμες στιγμές. Την ώρα της κρίσεως δεν είναι καθόλου εύκολο να αναδειχθούν νέοι ηγέτες και νέες οργανώσεις. Γι’ αυτό, το εκπληκτικό κίνημα αντίστασης στην Τσεχοσλοβακία, παρά τον μαζικό του χαρακτήρα, τον ενθουσιασμό και την αυταπάρνησή του, εξαλείφθηκε τελικά μέσα στην ήττα και την παραίτηση. Δεν διέθετε ηγεσία και κάποιου είδους πρωτοπόρα οργάνωση. Δεν ήξερε πώς να προχωρήσει παρακάτω και με ποιον τρόπο.

Μια δεκαετία μετά την «Άνοιξη της Πράγας», μια μικρή δράκα διανοουμένων στην Πολωνία θα επιχειρήσουν να επηρεάσουν το πολωνικό προλεταριάτο με μια παράνομη εργατική εφημερίδα. Ήταν η «Επιτροπή Εργατικής Αυτοάμυνας» (KOR) και η μυρμηγκίσια δουλειά τους θα οδηγήσει λίγο αργότερα στην έκρηξη των απεργιών στο Γκντάνσκ και στη γέννηση του Συνδικάτου «Αλληλεγγύη». Η KOR δεν ανήκε στην επαναστατική Αριστερά, αλλά μάλλον στον μαχητικό ρεφορμισμό, γι αυτό και επιχείρησε εντέλει να μην συγκρουστεί με το σύστημα το 1981, όταν η μόνη διέξοδος ήταν να καλέσει για πάλη για την εξουσία. Αλλά έδειξε το ποιός θα μπορούσε να είναι ο δρόμος: Μια εργατική πρωτοπορία σχηματίζεται πρώτα με συστηματική δουλειά γύρω από ένα έντυπο, στην ανάγκη παράνομο, μια εφημερίδα που να μπορεί να προσφέρει ιδέες, προτάσεις για δράση και, εν τέλει, στελέχη για τον ξεσηκωμό. Αυτή η προσπάθεια δεν υπήρξε καμία στιγμή στην «Άνοιξη της Πράγας» το 1968. Έτσι, η μοναδική έτοιμη ηγεσία που βρέθηκε μπροστά στις μάζες την κρίσιμη στιγμή ήταν η ομάδα Ντούμπτσεκ μέσα στη γραφειοκρατία, που παρέδωσε το κίνημα δεμένο χειροπόδαρα στους ίδιους τους δυνάστες του.

Όμως, παρόλο που η εκπληκτική αυτή στιγμή μαζικής δράσης κατέληξε σε ήττα, άφησε αξιόλογες παρακαταθήκες: Την τρομερή χρονιά του 1968 και μετέπειτα οι φοιτητικές -και σε ένα βαθμό οι εργατικές- μάζες που κατέβαιναν στους δρόμους όλης της υφηλίου καλούσαν σε πάλη ενάντια στον Ιμπεριαλισμό, «ανατολικό και δυτικό». Αυτό ήταν αποτέλεσμα της τρομερής κατακραυγής μέσα στην Αριστερά για την ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Η τακτική νίκη της ρωσικής γραφειοκρατίας επί των εργατών και νεολαίων της «Άνοιξης της Πράγας» κόστισε τελικά μια στρατηγική ήττα στην κοινωνική τάξη του Μπρέζνιεφ. Η παγκόσμια εργατική τάξη που κάποτε αγκάλιαζε τον Κόκκινο Στρατό ως τον απελευθερωτή από τους Ναζί, τώρα τον αντιμετώπιζε με παγερή περιφρόνηση. Το χάσιμο των αυταπατών κόστισε πολύ, αλλά εν τέλει πραγματοποιήθηκε.

Όσο για την ίδια την αποτίμηση της μάχης της «Άνοιξης της Πράγας», αξίζει να κλείσουμε το κείμενό μας με μια μαρτυρία ενός νεαρού αγωνιστή φοιτητή εκείνων των ημερών, του Γιαν Κάβαν, που έγραψε:

«Απάθεια και αισθήματα προδοσίας επικράτησαν. Τον Απρίλιο του 1969, όταν ο Ντούμπτσεκ επιτέλους πήρε πόδι από την εξουσία, υπήρχαν μόνο σποραδικές διαμαρτυρίες. Ο Γκούσταβ Χούζακ, που αντικατέστησε τον Ντούμπτσεκ, συμπύκνωσε με αξιοσημείωτο τρόπο τον μεγαλύτερο φόβο του, στον εναρκτήριο λόγο του: «Κάποιοι άνθρωποι πηγαίνουν στα εργοστάσια και υποδαυλίζουν αντικομματικές ομάδες. Με κάθε αφορμή εμφανίζονται γραμμένα συνθήματα όπως Φοιτητές και Εργάτες ενωμένοι, Φοιτητές, διανοούμενοι και Εργάτες ενωθείτε, κλπ…. Συγκεκριμένα αντιπολιτευτικά μέτωπα προσπαθούν να δημιουργηθούν, όπως το μέτωπο των εργατών και φοιτητών…. Επιχειρούνται συμφωνίες και κοινές δράσεις… που τις θεωρούμε όλες τους παράνομες».

Είναι εκπληκτική η ομοιότητα του τι πανικοβάλλει τον γραφειοκράτη κρατικοκαπιταλιστή με τον μύχιο τρόμο της τάξης των τραπεζιτών και των νεοφιλελεύθερων αφεντικών.

Δική μας δουλειά, τιμώντας τους μαχητές και τις μαχήτριες της «Άνοιξης της Πράγας», να κάνουμε πράξη όλους τους εφιάλτες τους.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.