1

Δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ!

Του Πάνου Κοσμά

Ο τυχοδιωκτισµός και επεκτατισµός της ελληνικής άρχουσας τάξης στα θαλάσσια σύνορα και τις ΑΟΖ συγκρούεται µε τα σχέδια του τουρκικού καπιταλισµού για αναβαθµισµένο περιφερειακό ρόλο, φέρνοντας όλο και πιο κοντά τη στρατιωτική ανάφλεξη.

Στους στρατιώτες των ταγµάτων πρώτης γραµµής οι «ειδικοί» δίνουν 2-4 λεπτά ζωής από τη στιγµή που θα αρχίσουν οι πολεµικές επιχειρήσεις. Ύστερα έρχεται η σειρά των άλλων: στρατιωτών, αλλά και αµάχων, καθώς επίσης και βασικών υποδοµών ζωής: σπιτιών, δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρισµού, οδικών δικτύων, παραγωγικής υποδοµής κ.λπ. Είναι η φρίκη του πολέµου, την οποία όµως έχουµε ξεχάσει καθώς µεγάλωσαν πολλές γενιές που δεν την έχουν ζήσει ενώ από τις γενιές που την έζησαν έχουν αποµείνει ελάχιστοι. Πόσο πιθανό είναι να ξαναζήσουµε αυτή τη φρίκη; ∆υστυχώς, όλο και πιθανότερο! Ο πόλεµος γίνεται ξανά πιθανός για δύο βασικούς λόγους: Πρώτο, γιατί η ρευστότητα, οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισµοί στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και τις γειτνιάζουσες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής οξύνονται διαρκώς και τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες. ∆εύτερο, γιατί η συγκυρία των σχέσεων µεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας ευνοεί τους εκατέρωθεν τυχοδιωκτισµούς και κάνει το µεταξύ τους ανταγωνισµό εξαιρετικά «εύφλεκτο». 

Ο πόλεµος όµως δεν είναι «παίξε – γέλασε». Θεωρητικά είναι η συνέχιση της πολιτικής µε άλλα µέσα. Όµως, αυτά τα «άλλα µέσα» είναι τόσο φονικά και καταστρεπτικά, που δεν µας επιτρέπουν να αντιµετωπίζουµε το ζήτηµα µε την άνεση του θεωρητικού που αναλύει από το γραφείο του ούτε, πολύ περισσότερο, µε την κουλτούρα της ληθαργικής ασυναισθησίας που διαχέεται µε τη µαζική χρήση των µέσων εικονικής πραγµατικότητας ή µε την παθητικότητα που καλλιεργούν οι ιδεολόγοι της άρχουσας τάξης που θέλουν να µας πουν ότι οι τυχοδιωκτισµοί τους δεν θα έχουν καµία σοβαρή συνέπεια – «το όλο πράγµα θα κρατήσει δύο ωρίτσες». Ο πόλεµος είναι πολύ σοβαρή και επικίνδυνη υπόθεση για να την αφήσουµε στους στρατιωτικούς, τους επιχειρηµατίες, τους προπαγανδιστές τους και τους πολιτικούς τυχοδιώκτες της άρχουσας τάξης. 

 

Ψάχνεις για την αιτία; Κοίταξε αυτούς τους χάρτες

∆ύο χάρτες είναι αρκετοί για να κατανοήσει κάθε άνθρωπος που είναι προικισµένος µε στοιχειώδη νοηµοσύνη ποια είναι η επίκαιρη, ζέουσα «αλήθεια» που διέπει τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό. Ο πρώτος χάρτης αποτυπώνει τις απαιτήσεις του ελληνικού καπιταλισµού στο ζήτηµα των ΑΟΖ και τη µοιρασιά των θαλάσσιων ζωνών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Βάσει της ελληνικής ερµηνείας του ∆ικαίου της Θάλασσας, η Ελλάδα και η Κύπρος «δικαιούνται» τα 2/3 των θαλάσσιων ζωνών της νοτιοανατολικής Μεσογείου! Όσο για την Τουρκία, χώρα µε τεράστια ακτογραµµή στη Μεσόγειο, αυτή «δικαιούται» να… ψαρεύει µε πεταχτάρι σε µια στενή ζώνη γύρω από τα παράλιά της!

Ο ελληνικός καπιταλισµός βασίζει τις απαιτήσεις του στη Σύµβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1982 – βάσει δικής του ερµηνείας αυτής της σύµβασης. ∆εν έχει όµως ανακηρύξει και οριοθετήσει επισήµως ΑΟΖ (πέρα από την ανεπίσηµη διακίνηση και επίκληση χαρτών) – κάτι που τόσοι «ειδικοί» προπαγανδιστές στα ελληνικά µίντια αποφεύγουν να πουν!

Είµαστε λοιπόν στην παράδοξη κατάσταση να βρισκόµαστε στα πρόθυρα πολεµικού επεισοδίου µε την Τουρκία για µια ΑΟΖ που δεν έχει καν επισήµως οριοθετηθεί! Στην πρόσφατη «κρίση» µε το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Ορούτς Ρέις» οι καθεστωτικοί προπαγανδιστές στα ελληνικά ΜΜΕ έκαναν µασάζ στο πατριωτικό φρόνηµα των Ελλήνων και Ελληνίδων µιλώντας για «είσοδο του τουρκικού σκάφους στην ελληνική ΑΟΖ» ΠΟΥ ∆ΕΝ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΗΡΥΧΘΕΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΘΕΙ!

Για να σπάσει το διαφαινόµενο ελληνο-κυπριακό µονοπώλιο στις θαλάσσιες ζώνες, ο τουρκικός καπιταλισµός, που δεν έχει βέβαια σκοπό να κρατήσει για τον εαυτό του µόνο το δικαίωµα να… ψαρεύει µε πεταχτάρι, συνήψε συµφωνία για διµερή/αµοιβαίο καθορισµό θαλάσσιων ζωνών µε την (διεθνώς αναγνωρισµένη µέχρι και σήµερα) κυβέρνηση της Τρίπολης. Ιδού ο σχετικός χάρτης:


   

Βάσει του Χάρτη (που η Τουρκία κατέθεσε επισήµως στον ΟΗΕ), δεν αναγνωρίζεται ΑΟΖ στο Καστελόριζο, την Κρήτη και την Κύπρο. Βάσει αυτού, η τουρκική και λιβυκή ΑΟΖ συναντιούνται στη µέση γραµµή της θαλάσσιας µεταξύ των δύο χωρών που εκτείνεται στο χώρο µεταξύ των παρυφών Κρήτης-Καστελορίζου και Κύπρου.

Η Τουρκία µε αυτή τη συµφωνία δεν προβάλλει τη δική της ερµηνεία για το ∆ίκαιο της Θάλασσας αλλά προβάλλει δηµόσια την απαίτηση: δεν πρόκειται να δεχθώ τον πλήρη αποκλεισµό µου από την εκµετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών της νοτιοανατολικής Μεσογείου – κάτι που έχει επανειληµµένα διατυπωθεί ρητά. 

 

Επιστροφή στο «πνεύµα» των Βαλκανικών Πολέµων;

Τα σχετιζόµενα µε τη ∆ιεθνή Σύµβαση για το ∆ίκαιο της Θάλασσας και τα συµπαροµαρτούντα τα εξετάζουµε σε άλλες σελίδες (σελ. 8-9). Στο παρόν κείµενο θα ασχοληθούµε µε την πολιτική διάσταση των ζητηµάτων. Για να προχωρήσουµε, πρέπει να θέσουµε το κρίσιµο ερώτηµα γύρω από τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό: ποιοι, µε ποιους στόχους και ποια ερείσµατα «µιλούν»;

Για να απαντήσουµε αυτό το ερώτηµα, πρέπει να ξέρουµε δύο βασικά πράγµατα: Πρώτο, ότι η πολιτική είναι… πόλεµος χωρίς στρατιωτικά µέσα για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο πόλεµος είναι η συνέχιση της πολιτικής µε στρατιωτικά µέσα. ∆εύτερο, ότι οι αστικές τάξεις έχουν µνήµη και διδάσκονται από την ιστορία τους.

Η ελληνική αστική τάξη έχει εµπεδώσει το µάθηµά της: χρωστάει την ίδια της την ύπαρξη στις «µεγάλες δυνάµεις» (χωρίς τη ναυµαχία του Ναυαρίνου η ελληνική επανάσταση θα είχε καταπνιγεί και κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συµβεί στη συνέχεια), χρωστάει τη σωτηρία της για δεύτερη φορά στην επέµβαση των «µεγάλων δυνάµεων» το 1897 όταν ο τουρκικός στρατός χάρη σ’ αυτές σταµάτησε στη Λαµία, χρωστάει την επέκταση της κυριαρχίας της µε τους Βαλκανικούς Πολέµους και τη µικρασιατική εκστρατεία στο «χώρο» που της παραχώρησαν και τη στήριξη που είχε από τις «µεγάλες δυνάµεις» στο πλαίσιο της διαδικασίας διαµελισµού και διαµοιρασµού των ιµατίων της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Έχει λοιπόν την ιστορική πείρα που λέει πως καταφέρνει πολλά όταν τα συµφέροντά της συµπίπτουν µε τα συµφέροντα των «µεγάλων δυνάµεων», δηλαδή των κυρίαρχων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων κάθε εποχής, κι ακόµη καλύτερα όταν αυτή η ταύτιση συνδυάζεται µε τη δυσµένεια των ισχυρών ιµπεριαλιστικών δυνάµεων προς τον µεγάλο ανταγωνιστή, την Τουρκία. Αυτό το ένστικτο ξύπνησε για τα καλά τα τελευταία χρόνια, όταν ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα η ελληνική άρχουσα τάξη διέγνωσε µια νέα ιστορική ευκαιρία:  να επεκτείνει/αναβαθµίσει τα «κυριαρχικά δικαιώµατά» της και τον ρόλο της στη συγκυρία που οι σχέσεις της ιµπεριαλιστικής ∆ύσης µε την Τουρκία περνούσαν κρίση και η Ελλάδα µπορούσε να αναδειχθεί στον µοναδικό αξιόπιστο πυλώνα του ιµπεριαλισµού στην περιοχή. Βεβαίως, οι ιστορικές συγκυρίες είναι κατά τα άλλα πολύ διαφορετικές, καθώς δεν έχουµε µια καταρρέουσα αυτοκρατορία της οποίας τα ιµάτια προσφέρονται προς διαµοιρασµό ούτε ο ανταγωνισµός έχει αντικείµενο την καθαυτό εδαφική επέκταση. Τώρα, το διεκδικούµενο είναι η πέραν των χωρικών υδάτων θαλάσσια κυριαρχία (ΑΟΖ) και οι δρόµοι της ενέργειας (αγωγοί φυσικού αερίου και «δρόµοι» του πετρελαίου). Το «όραµα» των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών των αρχών του προηγούµενου αιώνα επικαιροποιήθηκε: η «Ελλάδα επί τέσσερα», µέσα από το «καπάρωµα» των 2/3 των θαλάσσιων ζωνών της ανατολικής Μεσογείου! Ύστερα από την απόπειρα πραξικοπήµατος ενάντια στον Ερντογάν µε προφανή ανάµιξη των ΗΠΑ και τη ρήξη των σχέσεων της Τουρκίας µε τη ∆ύση, η ελληνική άρχουσα τάξη διείδε την ευκαιρία και όρµησε να την αρπάξει. Οι Έλληνες «στρατηγικοί αναλυτές» δήλωναν ευθαρσώς «ο Αλλάχ να µας κόβει µήνες και να δίνει στον Ερντογάν χρόνια», ελπίζοντας η ευνοϊκή συγκυρία να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Η ελληνική άρχουσα τάξη κινήθηκε γρήγορα για να «καπαρώσει» τα διαφαινόµενα οφέλη το συντοµότερο: οι κυβερνήσεις της (ΣΥΡΙΖΑ και τώρα Ν∆) εκπόνησαν την πιο φιλοαµερικανική/φιλοατλαντική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών παρέχοντας βάσεις και «διευκολύνσεις» κάθε είδους, συνέπηξαν συµµαχία µε το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και το δικτατορικό καθεστώς της Αιγύπτου υπό την υψηλή αµερικανική και δυτική εποπτεία, συµµετείχαν ενθέρµως στα σχέδια για τους αγωγούς φυσικού αερίου και το αµερικανικό σχέδιο για εκµετάλλευση των υδρογονανθράκων της νοτιοανατολικής Μεσογείου µε στόχο την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Όλα αυτά µε το αζηµίωτο: τη δυτική ιµπεριαλιστική στήριξη στις ελληνικές αξιώσεις για τις ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Στο έντονο στοιχείο τυχοδιωκτισµού και µεγάλου ρίσκου που είχε όλος αυτός ο «στρατηγικός σχεδιασµός» οι αξιωµατούχοι της ελληνικής άρχουσας τάξης απαντούσαν στερεότυπα: «Έχουµε ισχυρούς συµµάχους και το διεθνές δίκαιο µε το µέρος µας».    

Αυτός ο σχεδιασµός «έβαινε καλώς» µέχρι τη στιγµή που άλλαξαν δύο βασικοί παράγοντες:

Πρώτο, ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός στην περιοχή απεκδύθηκε το ρόλο του επικεφαλής του δυτικού ιµπεριαλιστικού στρατοπέδου που εξασφαλίζει την ιµπεριαλιστική ειρήνη πειθαναγκάζοντας τους τοπικούς «παίκτες» να συµβιβαστούν µε περιορισµένους ρόλους. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασµό µε τη νικηφόρα ανάµιξη της Ρωσίας στη Συρία, αύξησε τα περιθώρια κινήσεων για τους τοπικούς υποϊµπεριαλισµούς, ρευστοποίησε τις συµµαχίες στην περιοχή, αύξησε την ένταση σε όλη την έκταση της ιµπεριαλιστικής αλυσίδας και έτσι σχετικοποίησε τη σηµασία της δυτικής ιµπεριαλιστικής στήριξης προς τον ελληνικό καπιταλισµό. Αυτή η στήριξη διατηρείται ακόµη ακέραιη µόνο για τις ΑΟΖ, δηλαδή για την ελληνική ερµηνεία του διαµοιρασµού των θαλάσσιων ζωνών. Αυτό δεν είναι µικρό πράγµα, αλλά η περίοδος της καθολικής στήριξης της Ελλάδας σε αντίθεση µε την Τουρκία έχει περάσει, επαναφέροντας τον εκνευρισµό και την ανασφάλεια στην ελληνική άρχουσα τάξη, που βλέπει µε έκδηλη ανησυχία τον Τραµπ να κάνει «περίεργες» µπίζνες µε την Τουρκία και τη Μέρκελ να «µεροληπτεί» υπέρ της…

∆εύτερο, η Τουρκία, που ήταν λογικό και αναµενόµενο να µην αποδεχθεί τον σχεδόν πλήρη της αποκλεισµό από τις θαλάσσιες ζώνες, έβαλε στην «εξίσωση» τον συσχετισµό δύναµης: οικονοµικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό. Ακόµη παραπέρα, έβαλε στην «εξίσωση» τον παράγοντα στρατιωτικά τετελεσµένα. Εξευτέλισε στην πράξη την έννοια της κυριαρχίας στην κυπριακή ΑΟΖ (που επίσης δεν έχει ανακηρυχθεί και οριοθετηθεί επισήµως) στέλνοντας ερευνητικά σκάφη και εξήγγειλε ότι θα πράξει το ίδιο και στη θαλάσσια «επικράτεια» της ΑΟΖ που έχει ανακηρύξει µε τη Λιβύη. Η ωµή πραγµατικότητα του συσχετισµού δύναµης και των στρατιωτικών τετελεσµένων αλλάζουν τη συγκυρία του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισµού και θέτουν οξύτατα διλήµµατα στην ελληνική άρχουσα τάξη.     

Με τέτοιους όρους στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό επιστρέφει το «πνεύµα» των Βαλκανικών Πολέµων. Έλληνες στρατιωτικοί  δηλώνουν ότι «θα προχωρήσουµε µπροστά, θα χτυπήσουµε κι όσες φάµε», καθεστωτικοί τηλεαναλυτές κάνουν «πολεµικό» µασάζ στο κοινό, επίσηµα κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν ότι «είµαστε έτοιµοι να υπερασπιστούµε µε κάθε µέσον τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα», και η Μεσόγειος έχει γεµίσει µε πολεµικά πλοία κάθε είδους και εθνικότητας µετατρεπόµενη ραγδαία σε µπαρουταποθήκη – κι είναι επικίνδυνα πολλοί όσοι κυκλοφορούν σε αυτή την µπαρουταποθήκη µε αναµµένο αναπτήρα…

 

Εθνική υποκρισία, επεκτατισµός και κίνδυνος πολέµου

Πόσο τεκµηριωµένοι είναι οι ισχυρισµοί της ελληνικής άρχουσας τάξης ότι «το διεθνές δίκαιο είναι µε το µέρος µας» και «δεν διεκδικούµε τίποτε»;

Ας τα πάρουµε µε τη σειρά:

• Η Ελλάδα δεν έχει επισήµως διακηρύξει και οριοθετήσει ΑΟΖ, διακινεί όµως σχετικούς χάρτες και υπερασπίζεται την ΑΟΖ που δεν έχει ανακηρύξει µε πολεµικές φρεγάτες.

• Η Ελλάδα καταγγέλλει τη συµφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, αλλά η ίδια δεν θεώρησε ότι ήταν δίκαιο ή έστω σκόπιµο να συζητήσει µε την κυβέρνηση της Λιβύης (την οποία ακόµη αναγνωρίζει ως νόµιµη αρχή!) για τον καθορισµό ΑΟΖ µεταξύ Ελλάδας και Λιβύης. Όχι µόνο αυτό, αλλά εγκαθιδρύει επίσηµα σχέσεις µε ένα «κατσαπλιά» πολέµαρχο, τον Χαφτάρ, συµµετέχοντας έτσι στον εµφύλιο πόλεµο της Λιβύης µέσω τρίτων.

• Τούρκοι επίσηµοι δηλώνουν ότι η Τουρκία καλεί την Ελλάδα για από κοινού  προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για όλα τα ανοιχτά θέµατα, αλλά οι Έλληνες κυβερνητικοί αξιωµατούχοι δηλώνουν ότι το µόνο εκκρεµές θέµα που υπάρχει είναι η υφαλοκρηπίδα! Γιατί όµως, αφού «το διεθνές δίκαιο είναι µεθ’ ηµών», η ελληνική κυβέρνηση δεν συµφωνεί σε κοινή προσφυγή για όλα και κυρίως για τις ΑΟΖ; Επειδή είναι… πλεονασµός; (Την απάντηση σε αυτό το ερώτηµα -και όλα τα σχετικά- αναλύουµε στις σελίδες 8-9)

• Τα θαλάσσια σύνορα µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (χωρικά ύδατα) έχουν καθοριστεί από το 1932 και είναι 6 ναυτικά µίλια. ∆εν συνιστά λοιπόν απειλή µονοµερούς αλλαγής των συνόρων να συντηρείται εκκρεµές το «δικαίωµα» επέκτασής τους στα 12 ναυτικά µίλια, που ισοδυναµεί µε µετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική λίµνη; Παραπέρα: γιατί, αφού τα χωρικά ύδατα είναι 6 ναυτικά µίλια, ο εναέριος χώρος είναι 10 ναυτικά µίλια; (παγκόσµια πρωτοτυπία, αφού τα χωρικά ύδατα κι ο εναέριος χώρος πρέπει να ταυτίζονται ως προς την έκταση)

• Γιατί η Ελλάδα «δικαιούται» να λέει για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πως «ό,τι απειλείται στρατιωτικοποιείται» (κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης, που µιλάει για αποστρατιωτικοποίηση) και δεν δικαιούται να πει το ίδιο και η Τουρκία για τις θαλάσσιες ζώνες που η ίδια µονοµερώς (ή διµερώς προκειµένου µε τη Λιβύη) καθορίζει;

Σκεπτόµενοι αυτά τα ερωτήµατα και ρίχνοντας µόνο µια µατιά στους χάρτες µονοµερούς και ανεπίσηµου καθορισµού τη ελληνικής ΑΟΖ, είναι προφανής η υποκρισία της ελληνικής άρχουσας τάξης και ο χοντροκοµµένος τρόπος µε τον οποίο προσπαθεί να καλύψει τον ελληνικό επεκτατισµό της «Ελλάδας επί τέσσερα» πίσω από τις επικλήσεις του «διεθνούς δικαίου» – στα δικαιοδοτικά όργανα του οποίου όµως αρνείται να προσφύγει.

Φυσικά, η Τουρκία, δηλαδή ο τουρκικός καπιταλισµός, έχει το δικό της βεβαρηµένο «βιογραφικό» που εµπνέεται επίσης από τα δικά της επεκτατικά σχέδια. Όµως το δικό µας θέµα, της ελληνικής Αριστεράς και των εργαζόµενων τάξεων στην Ελλάδα, είναι ο επεκτατισµός και ο τυχοδιωκτισµός της ελληνικής άρχουσας τάξης. Σε αυτήν πρέπει να φράξουµε το δρόµο, καθώς µοιάζει και έτοιµη και ικανή να µας οδηγήσει σε έναν καταστροφικό πόλεµο στο βωµό του νέου µεγαλοϊδεατισµού της «Ελλάδας επί τέσσερα».

 

Πρωτοβουλίες ενάντια στον πόλεµο τώρα!

Το πράγµα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Οι καθεστωτικοί προπαγανδιστές µπορούν να λένε καθησυχαστικά ότι «το όλο πράγµα θα κρατήσει δύο ωρίτσες», αλλά τα πράγµατα δεν είναι καθόλου έτσι! Αν στην κρίση των Ιµίων φτάσαµε µία ανάσα από την πολεµική σύρραξη επειδή Έλληνες και Τούρκοι εθνικιστές και τυχοδιώκτες ανεβοκατέβαζαν σηµαίες σε έναν βράχο που τον χειµώνα καλύπτεται από τα κύµατα, τι είναι δυνατόν αν συµβεί όταν το επίδικο της αντιπαράθεσης είναι οι θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου; Αν τότε αποδείχτηκε καταλυτική και αποτελεσµατική η παρέµβαση των ΗΠΑ, σήµερα ποιος εγγυάται ότι θα γίνει καν ή, αν γίνει, θα έχει ανάλογα αποτελέσµατα, σε µια συγκυρία µάλιστα που η ρευστοποίηση των συµµαχιών και η ένταση των ανταγωνισµών στην περιοχή είναι ασύγκριτα µεγαλύτερη;

Το πράγµα είναι και πολύ σοβαρό και πολύ επείγον. Η αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας, άδικη και από τις δύο πλευρές, απειλεί να µας σύρει σε ένα καταστροφικό πόλεµο-σφαγείο, κυριολεκτικά και µεταφορικά, για τις εργαζόµενες τάξεις των δύο χωρών. Η Αριστερά πρέπει να πάρει επειγόντως πρωτοβουλίες για δράσεις και κινητοποιήσεις που θα αποσκοπούν στο να ανακόψουν την πορεία προς τον πόλεµο. Οι έµποροι του πολέµου, πετρελαιάδες, κατασκευαστικές, κατασκευαστές όπλων, πολιτικό προσωπικό των αρχουσών τάξεων και καθεστωτικοί προπαγανδιστές των µίντια, υπό την ενθάρρυνση, τις «διαβεβαιώσεις» και την ώθηση µεγάλων ιµπεριαλιστικών χωρών και συµφερόντων, έχουν καταλάβει τον δηµόσιο χώρο και στήσει τον αποτρόπαιο χορό τους προσπαθώντας να κερδίσουν τη συναίνεση της κοινωνίας στις εθνικές εκστρατείες σήµερα, στον πόλεµο αύριο. Μιλούν για «ανάγκη» νέων «αγορών του αιώνα» και για ανάγκη αύξησης της στρατιωτικής θητείας και ετοιµάζονται να χρηµατοδοτήσουν τα τυχοδιωκτικά τους σχέδια µε νέα αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, δηλαδή µε περισσότερη φτώχεια και δυστυχία για τις εργαζόµενες τάξεις.

Πρέπει να τους σταµατήσουµε!

∆εν πολεµάµε για τις ΑΟΖ! ∆εν πολεµάµε για τα σχέδια των αρχουσών τάξεων και των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων! ∆εν θα παίξουµε τις ζωές µας κορώνα-γράµµατα προσβλέποντας στην «αυτοσυγκράτηση» του ελληνικού και του τουρκικού καπιταλισµού ή στην ιµπεριαλιστική επιδιαιτησία! Η απάντηση είναι η µαζική κινητοποίηση και η διεθνιστική αλληλεγγύη.

 

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο17 που  κυκλοφορεί.