1

Ανακοίνωση αποχώρησης 68 μελών της ΔΕΑ

Η παρούσα ανακοίνωση, που υπογράφεται από 68 συντρόφους/σες, εστιάζει στους λόγους αποχώρησής μας από τη ΔΕΑ και δεν σκοπεύει να αναλύσει ολοκληρωμένα και εις βάθος τη συγκυρία και τα καθήκοντα που αυτή θέτει.
Στο τέλος, επισυνάπτεται και η αγγλική της μετάφραση.

Στις αρχές Απρίλη η πλειοψηφία της Κ.Ε. της ∆ΕΑ αποφάσισε τη διαγραφή από την οργάνωση των τριών µελών της ΚΕ που εκλέχτηκαν µε την εσωκοµµατική αντιπολίτευση στη Συνδιάσκεψη της οργάνωσης µόλις ένα µήνα πριν. Ο τυπικός λόγος της διάσπασης της ∆ΕΑ ήταν η διακίνηση ενός κειµένου διαφωνίας στα µέλη!

Ήταν η πρώτη φορά στα τελευταία 14 χρόνια που εµφανίστηκε συγκροτηµένη διαφωνία στη ∆ΕΑ, συγκεντρώνοντας, σε αντίξοες εσωκοµµατικές συνθήκες, την υποστήριξη του 37% των αντιπροσώπων της συνδιάσκεψης. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που η Κ.Ε. προχώρησε σε διαγραφές. Η κριτική της µειοψηφίας  εστίαζε: α) σε ζητήµατα πολιτικών συµµαχιών και ενιαιοµετωπικής τακτικής, β) στην ανάγκη αναβάθµισης της αυτόνοµης παρέµβασης της ∆ΕΑ στο κίνηµα και αντίστοιχα των µετωπικών εργαλείων της, γ) σε ζητήµατα εσωκοµµατικής δηµοκρατίας.

Μέσα σε ένα µόνο µήνα από τη συνδιάσκεψη, εξαντλήθηκαν οι αντοχές και η «ανοχή» της πλειοψηφίας της ηγεσίας της ∆ΕΑ στην εσωτερική πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Και µάλιστα παρά την απόφαση της πρόσφατης συνδιάσκεψης για συνέχιση της συζήτησης και τη µη-διάλυση της οµάδας συγκροτηµένης διαφωνίας. Τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα η ηγεσία επέλεξε τη διάσπαση, επαναλαµβάνοντας τις χειρότερες παραδόσεις οργανώσεων και ρευµάτων της Αριστεράς ξένων προς το ιστορικό ρεύµα στο οποίο αναφερόµαστε.

Εκ του αποτελέσµατος, αποδεικνύεται ότι η ανοχή της ηγεσίας είχε δύο ανελαστικά όρια. Τις αντιλήψεις της για το δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό, που στο πρώτο πραγµατικό τεστ, αποδείχτηκαν αντιλήψεις γραφειοκρατικού συγκεντρωτισµού. ∆εύτερο, την τακτική ουράς στο «πλατύ κόµµα» και την εγκατάλειψη της τακτικής του ενιαίου µετώπου. Πρόκειται για δύο αντιλήψεις που λειτούργησαν προσθετικά και σε συνδυασµό. Η πλειοψηφία της ΚΕ τις θεώρησε καθοριστικές για τη φυσιογνωµία της ∆ΕΑ, στρατηγικής σηµασίας και αµετάκλητες. Πρέπει να την πιστέψουµε.

Ενιαίο µέτωπο ή «πλατύ κόµµα»;

Η ∆ΕΑ σχεδόν από την ίδρυσή της εφάρµοσε -και σωστά- πολιτική συµµαχιών µε άλλες αριστερές δυνάµεις. Συνέβαλε µε ειλικρίνεια στην υπόθεση της κοινής δράσης της Αριστεράς στις µάχες ενάντια στο σύστηµα. Οι συµµαχίες της λογοδοτούσαν πάντα στην «τακτική του ενιαίου µετώπου», ταυτοτικό χαρακτηριστικό δικό της και του ρεύµατος από το οποίο προέρχεται.

Στη βάση αυτή, η ∆ΕΑ εντάχτηκε σε µετωπικά σχήµατα µε τον αριστερό ρεφορµισµό (ΣΥΡΙΖΑ µέχρι το 2015 και µετά ΛΑΕ), δίνοντας τη µάχη για να αποκτήσουν ριζοσπαστικά-κινηµατικά-αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Αντιτάχθηκε στον εκλογικισµό και τη λογική της ανάθεσης. Στις «πλατιές» συµµαχίες µε παράγοντες και δυνάµεις προερχόµενες από το ΠΑΣΟΚ ή του συστήµατος. Σε όλες τις εκδοχές υποχώρησης απέναντι στον εθνικισµό και το ρατσισµό, καθώς και στη λογική των «πατριωτικών» συµµαχιών. Σε συνδυασµό µε την αυτόνοµη δράση της µέσα στο εργατικό, το φοιτητικό και το αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό κίνηµα, ειδικά την περίοδο προ του 2013, η ∆ΕΑ κατάφερε να αναπτυχθεί και να συγκεντρώσει αξιόλογο πολιτικό βάρος, αναγνωρίσιµο από µεγάλο τµήµα του κόσµου του κινήµατος και της Αριστεράς. Στην πορεία όµως αυτά τα µετωπικά σχήµατα άρχισαν να παίρνουν όλο και πιο πολλά χαρακτηριστικά που ξέφευγαν από το ενιαίο µέτωπο και κατέληγαν στην διαµόρφωση κοινών κοµµάτων, αντεπιδρώντας στη φυσιογνωµία της ίδιας της ∆ΕΑ. Τα αποτελέσµατα µιας τέτοιας διαστρέβλωσης του ενιαίου µετώπου τα βιώσαµε µε τον πιο έντονο και οδυνηρό τρόπο µέσα από τις εµπειρίες τόσο του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα µετά το 2012) όσο και της ΛΑΕ.

∆εν ήταν ενιαιοµετωπική τακτική οι σταθερές, αποκλειστικές και µακροχρόνιες πολιτικές συµµαχίες µε δυνάµεις του ρεφορµισµού. Η τακτική του ενιαίου µετώπου µπορεί να επιδιώκεται για «µια ολόκληρη περίοδο», αλλά αυτό δεν µεταφράζεται σε πάση θυσία συµµετοχή σε µακροχρόνια σχήµατα αποκλειστικών συµµαχιών µε συγκεκριµένα ρεφορµιστικά ρεύµατα. Πολύ περισσότερο δεν είναι τακτική ενιαίου µετώπου η µετατροπή των συµµαχικών σχηµατισµών σε κόµµατα, η συνοικοδόµηση µε το ρεφορµισµό κοµµάτων που λειτουργούν µε την αρχή της υποταγής στην πλειοψηφία. Αυτό παραβιάζει τη βασική αρχή του ενιαίου µετώπου «Χτυπάµε µαζί – βαδίζουµε χωριστά», δηλαδή συµπράττουµε σε κοινές δράσεις ενάντια στο σύστηµα, διατηρώντας η κάθε πλευρά πλήρη ανεξαρτησία.

Η οικοδόµηση κόµµατος µε ρεφορµιστική πλειοψηφία, υποχρεώνει, αργά ή γρήγορα, σε «πειθαρχία» στην ισχυρή συνιστώσα. Η διαφωνία των επαναστατών καταλήγει να περιορίζεται κυρίως ή αποκλειστικά προς το «εσωτερικό», υπονοµεύοντας την ανεξαρτησία τους, δήθεν για να µην υπονοµεύεται η ενότητα του κοινού κόµµατος. Τέτοια ήταν η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα µετά το 2012), τέτοια είναι σε µεγάλο βαθµό και στη ΛΑΕ σήµερα. Έτσι, η ρεφορµιστική ηγεµονία ενισχύει τον εκλογικισµό, όπως απέδειξε η εµπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.

Επιπρόσθετα, για τις επαναστατικές οργανώσεις αποτελεί θανάσιµη παγίδα να εµφανίζονται ότι συνοικοδοµούν κοινό κόµµα µε το ρεφορµισµό, διότι έτσι «διαβεβαιώνουν» τον κόσµο της Αριστεράς και των κοινωνικών αντιστάσεων ότι για την νίκη των αγώνων χρειαζόµαστε ένα τέτοιο κόµµα, ένα µαζικό ρεφορµιστικό κόµµα, ένα κόµµα «τύπου Τσίπρα» (ή Μπερτινότι ή Λούλα ή Ιγκλέσιας κ.λπ.), κι όχι ένα κόµµα «τύπου Λένιν». Έτσι αναδεικνύεται ψευδώς ο ρεφορµισµός σαν κατάλληλη ηγεσία και στρατηγική για να δώσει η εργατική τάξη τη µάχη της µε το σύστηµα. Αν υιοθετούνται ή αφήνονται να αιωρούνται τέτοιες ερµηνείες για το ρεφορµισµό ή, χειρότερα, για µια κυβέρνησή του, µάλιστα σε περίοδο κρίσης, τότε όλοι –και οι επαναστάτες- κινδυνεύουν να χρεωθούν την αναπόφευκτη «προδοσία».

Όλα τα παραπάνω κόστισαν στη ∆ΕΑ σε αυτονοµία, δυνάµεις, σαφήνεια και αντανακλαστικά, τα τελευταία χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε σηµειώθηκε και η στροφή της οργάνωσης υπέρ του πλατιού και ενιαίου κόµµατος ΣΥΡΙΖΑ και υπέρ της «κυβέρνησης της Αριστεράς».

Με ευθύνη της ηγεσίας της, η ∆ΕΑ δεν έκανε ποτέ µια οργανωµένη συζήτηση απολογισµού της εµπειρίας ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά της τελευταίας του περιόδου. Έτσι, αντί να εντοπίσει και διορθώσει τις διολισθήσεις, επαναλαµβάνει το ίδιο λάθος στο πεδίο της ΛΑΕ, αυτή τη φορά σαν φάρσα. Από τον τρόπο συγκρότησής της το 2015, την περίοδο προετοιµασίας και διεξαγωγής της ιδρυτικής της Συνδιάσκεψης το 2016, µέχρι σήµερα. Η ΛΑΕ, χωρίς να είναι ιδιαίτερα «πλατιά», ταυτίζεται πολιτικά µε το Αριστερό Ρεύµα και έχει προσλάβει από νωρίς χαρακτηριστικά κόµµατος αντί µετώπου. Αναπόφευκτα, επανέρχονται παθογένειες του ΣΥΡΙΖΑ (ουσιαστικά του ρεφορµισµού), στο οικονοµικό πρόγραµµα, στις συµµαχίες και στα λεγόµενα «εθνικά». Αλλά και στη δηµόσια εκπροσώπηση, µε το µονοπώλιο του επικεφαλής και εκφωνήσεις συχνά πολύ πιο προβληµατικές κι από τις γραπτές αποφάσεις. Η επανάληψη των ίδιων στρεβλώσεων στη ΛΑΕ, ισχυριστήκαµε ότι απειλεί τη ∆ΕΑ µε πλήρη εκφυλισµό, ανυποληψία και µοιρολατρική εγκατάλειψη σε µια πορεία που η ίδια ελάχιστα ελέγχει.

Όλα τα παραπάνω δεν σηµαίνουν κατ’ ανάγκη την εγκατάλειψη των πολιτικών συµµαχιών µε τµήµατα του ρεφορµισµού, στο όνοµα της «επαναστατικής καθαρότητας». Σηµαίνουν όµως σηµαντικές αποστάσεις από τους ρεφορµιστές συµµάχους, απολύτως ορατές στον έξω κόσµο, τη διατήρηση της οργανωτικής και πολιτικής ανεξαρτησίας. Σηµαίνουν τη µετατόπιση του κέντρου βάρους της µαζικής πολιτικής των επαναστατικών οργανώσεων στην αυτόνοµη σχέση τους µε το κίνηµα, την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα, µε ενίσχυση των δυνάµεων και των µαζικών εργαλείων που διαθέτουν, τόσο στα πεδία διάστασης µε τη ρεφορµιστική πολιτική όσο και συνολικά. Σηµαίνουν την ισχυροποίηση των ιδεολογικών και πολιτικών αντανακλαστικών του διεθνισµού, του αντιρατσισµού, του αντιεθνικισµού. Της διαχωριστικής «µεταρρύθµιση ή επανάσταση», ως στρατηγικής διαφοράς µε άµεση επίπτωση στο πολιτικό σχέδιο, τα αιτήµατα και τους τρόπους πάλης σήµερα. Σηµαίνουν την επιδίωξη µετωπικών πρωτοβουλιών µε κάθε διαθέσιµη δύναµη της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο πεδίο του κινήµατος και της αντιπαράθεσης µε το σύστηµα, σε ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική βάση.

Όσον αφορά τη ΛΑΕ σήµερα σηµαίνουν ανοιχτή και δηµόσια κριτική:

1. στην κυρίαρχη εκφώνηση για τα λεγόµενα «εθνικά» ζητήµατα,

2. στο πρόγραµµα «παραγωγικής ανασυγκρότησης»,

3. στην πολιτική συµµαχιών της.

Τέλος, σηµαίνουν διεκδίκηση αλλαγής του χαρακτήρα της ΛΑΕ σε πραγµατικά µετωπικό σχήµα µε δηµόσια εκφώνηση που να παραµένει στο έδαφος της συµφωνίας αντί της επιβολής του «στίγµατος» της πλειοψηφούσας συνιστώσας.

Αυτή η διεκδίκηση δεν µπορεί να είναι αέναη και άνευ κριτηρίων αποτελεσµατικότητας. Αφορά συγκεκριµένο χρόνο και, µε κριτήριο την επιτυχία ή την αποτυχία, συνεπάγεται συνέχεια και βελτίωση της σχέσης µε τους συµµάχους ή διαφορετικά ρήξη και πολιτική αποδέσµευση από τον κοινό φορέα.

 

Τι Αριστερά χρειαζόµαστε;

Μετά την κρίση του 2008 ο καπιταλισµός δεν έχει ανακτήσει τα χαρακτηριστικά της προηγούµενης περιόδου, τη σχετική σταθερότητα και ευηµερία που επηρέαζαν την πλειοψηφία των δυτικών εργατικών τάξεων παρά τη διαρκή υπονόµευση των κεκτηµένων τους από τον νεοφιλελευθερισµό. ∆εν έχει βρει στιβαρή απάντηση στα δοµικά του προβλήµατα, παρά τη µεσοπρόθεσµη σταδιακή-σχετική σταθεροποίησή του στα χρόνια από το 2011 και ύστερα. Αντίθετα, µεταλλάσσεται σε έναν καπιταλισµό της εντεινόµενης αποστέρησης βασικών αγαθών και δικαιωµάτων από την εργαζόµενη πλειοψηφία. Τα στρατηγικά αδιέξοδα παραµένουν, κάνοντας πιθανή µια νέα υποτροπή της κρίσης, διατηρώντας ισχυρά στοιχεία κρίσης ηγεµονίας, µε τη µορφή πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας, εντεινόµενων ανταγωνισµών στο δυτικό καπιταλιστικό µπλοκ αλλά και στη σχέση του µε ανερχόµενες καπιταλιστικές δυνάµεις της «Ανατολής», γενικής στροφής στον πολιτικό αυταρχισµό, ενίσχυσης της ακροδεξιάς, αλλά και ρατσιστικών και φασιστικών κοµµάτων και ρευµάτων. Πρόκειται για έναν καπιταλισµό που αυταρχικοποιείται όλο και περισσότερο, µιµούµενος τα καθεστώτα της «Ανατολής» και του «Νότου». Που για να ξεπεράσει τις οξυµµένες οικονοµικές αντιφάσεις του προσφεύγει στην επίταση των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών και τις στρατιωτικές συγκρούσεις, επενδύοντας στα αντίστοιχα ιδεολογικά εργαλεία (ισλαµοφοβία, ρατσισµός, εθνικισµός, µιλιταρισµός κ.λπ.).

Σε αυτές τις συνθήκες, χρειαζόµαστε µια Αριστερά που, κατ’ αρχάς, να απαντά µε σαφήνεια, τόλµη και ταξικό κριτήριο σε όλες τις ιδεολογικές και πολιτικές επιθέσεις του συστήµατος, σαν όρο για να µπορεί να παρεµβαίνει για να τις αναχαιτίσει στην πράξη.

α) Μια Αριστερά που να επιµένει. Να οργανώνει αντιστάσεις στη µνηµονιακή πολιτική εξαθλίωσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επιχειρώντας τη συγκρότηση ενός αποτελεσµατικού κινήµατος αντίστασης και ανατροπής της λιτότητας. Να εξηγεί αποτελεσµατικά και πειστικά ότι η «λιτότητα» και τα «µνηµόνια», σε κάθε µορφή, δεν αποτελούν µονόδροµο. Ότι δεν είναι µονόδροµος το διευθυντικό δικαίωµα του µεγάλου κεφαλαίου στην οικονοµία και η υποταγή των κυβερνήσεων στα κελεύσµατα της ντόπιας και διεθνούς «αγοράς». Μια Αριστερά που να εκλαϊκεύει ένα πρόγραµµα για την ικανοποίηση των στοιχειωδών λαϊκών αναγκών (εργασία και µισθός, στέγη, κοινωνικές υπηρεσίες και αγαθά) µέσα από µέτρα απαλλοτρίωσης της οικονοµικής και πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου (κοινωνικοποιήσεις, φορολογία, εργατικός έλεγχος κ.ο.κ.). Ένα πρόγραµµα που είναι και θα γίνεται εφικτό µόνο µέσα από µαζικούς κοινωνικούς, αντικυβερνητικούς αγώνες  για “µνηµόνιο στο κεφάλαιο”, που θα µπορεί όµως να αποτελεί καταστάλαγµα και προωθητικό τους όραµα επειδή θα υπόσχεται άµεση ικανοποίηση των εργατικών-λαϊκών αναγκών. Ένα τέτοιο πρόγραµµα, µεταβατικό προς το σοσιαλισµό κι όχι προς κάποιο «στάδιο» ανέφικτης «φιλολαϊκής» καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι προϋπόθεση ώστε η Αριστερά να εστιάσει στην οικοδόµηση πραγµατικών κοινωνικών αντιστάσεων, που θα την κάνουν πραγµατικά χρήσιµο πολιτικό εργαλείο, θα αποκαταστήσουν το κύρος της στα µάτια των εργαζόµενων τάξεων µε «αποδείξεις» µέσα από τον αγώνα κι όχι µε διακηρύξεις κενές περιεχοµένου, θα δηµιουργήσουν τους όρους για τη δική της ανάπτυξη και για την οργάνωση της αντεπίθεσης «από τα αριστερά και από τα κάτω».

Σε συνθήκες οικονοµικής ύφεσης, νέων µέτρων και εξοπλιστικής έξαρσης που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, τίποτε από τα προηγούµενα δεν συµβιβάζεται µε λογικές εθνικής ανάπτυξης και βελτίωσης της εθνικής ανταγωνιστικότητας, µε εργαλείο τη δραχµή ή την ενίσχυση τµηµάτων του µεσαίου κεφαλαίου, π.χ. µε διαγραφή των χρεών και δηµόσια χρηµατοδότηση των επενδύσεών του, όπως λέει η ΛΑΕ.  Η εθνική ανάπτυξη και η διαταξική συνεργασία βοηθούν αντίθετα τις «εύκολες» µεθόδους της από τα πάνω εκπροσώπησης, κοινοβουλευτικές ή µιντιακές.

Η ∆ΕΑ για πολλά χρόνια συνεισέφερε -σηµαντικά για τις δυνάµεις της- στην οικοδόµηση πραγµατικών αντιστάσεων στο νεοφιλελευθερισµό, χτίζοντας σωµατεία και συνδικαλιστικές παρατάξεις, σε σχολεία και πανεπιστήµια, στο δηµόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τοµέα. Η συµµετοχή της στο ΣΥΡΙΖΑ λογοδοτούσε, αρχικά, στην ενίσχυση αυτών των αντιστάσεων µε τη συµµετοχή περισσότερων αριστερών δυνάµεων. Όµως, τα τελευταία αρκετά χρόνια πολλές τέτοιες πρωτοβουλίες είτε παρήκµασαν είτε χάθηκαν. Εν µέρει αυτό έγινε για λόγους που άπτονται της δηµοκρατικής λειτουργίας (δυσανεξία και απουσία δυσάρεστων απολογισµών εκ µέρους της ηγεσίας), εν µέρει λόγω της επικέντρωσης στο «πλατύ κόµµα». Η παρέµβαση στην κοινωνία συχνά βρισκόταν εκτεθειµένη από το «στίγµα» του «πλατιού κόµµατος» (είτε του ύστερου ΣΥΡΙΖΑ είτε σήµερα της ΛΑΕ).

β) Μια Αριστερά που να αντιπαλεύει συστηµατικά το ρατσισµό και τον εθνικισµό. Να καταπολεµά διεξοδικά τους εθνικιστικούς µύθους της Ελλάδας που δήθεν «απειλείται, αµύνεται και αναγκαστικά εξοπλίζεται» απέναντι σε «προαιώνιους εξωτερικούς εχθρούς», δήθεν για τα «εθνικά δίκαια» κι όχι για τα συµφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Να αποκαλύπτει την επιθετικότητα του ελληνικού υποϊµπεριαλισµού απέναντι σε ανταγωνιστές -όπως ο τουρκικός υποϊµπεριαλισµός ή πολύ πιο αδύναµα κράτη όπως η ∆ηµοκρατία της Μακεδονίας- τη συµµετοχή του στην κλιµάκωση της έντασης και τη συνενοχή του για τα τυραννικά καθεστώτα και τους πολέµους που σαρώνουν τη Μέση Ανατολή. Να αποκαλύπτει και να εξηγεί ότι η συµµετοχή του ελληνικού καπιταλισµού σε ιµπεριαλιστικούς άξονες (όπως Ισραήλ- Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) και στους γενικότερους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς στην ευρύτερη περιοχή δεν γίνεται για λόγους «δουλοπρέπειας» αλλά γιατί έτσι εκτιµά ότι θα υπηρετήσει καλύτερα τα συµφέροντά του. Μόνο στη βάση µιας τέτοιας ταξικής και διεθνιστικής προσέγγισης, που θα καθοδηγεί την παρέµβασή της στους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης και στους δρόµους, µπορεί η Αριστερά να αντιπαρατεθεί αποτελεσµατικά στις µεθοδεύσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης και του ισχυρών ιµπεριαλιστικών χωρών. Μόνο έτσι µπορεί να ασκεί κριτική σε µια κυβέρνηση που τιτλοφορείται «αριστερή», ενώ εισηγείται κι εφαρµόζει ανοιχτά ρατσιστικές, εθνικιστικές και φιλοπόλεµες πολιτικές.

Και όχι στη βάση των «εθνικών συµφερόντων», στο όνοµα των οποίων θα αποδέχεται τις στρατιωτικές δαπάνες, θα επιλέγει συµµαχίες µε το έναν ή άλλον ισχυρό ιµπεριαλιστή (Ρωσία ή ΝΑΤΟ), θα καταγγέλλει µονοµερώς τον τουρκικό υποϊµπεριαλισµό απ’ τη σκοπιά των «εθνικών συµφερόντων» όπως ο συστηµικός εθνικισµός, δεν θα αναγνωρίζει το δικαίωµα του αυτοπροσδιορισµού στο γειτονικό µακεδονικό λαό και θα απαλείφει µονίµως τις επιθετικές τάσεις και εκδηλώσεις του ελληνικού καπιταλισµού.

Όσον αφορά τη ΛΑΕ, τα µεγάλα προβλήµατα της πολιτικής της άποψης καταγράφηκαν δηµόσια, µε µεγάλη ένταση και καθαρότητα, το τελευταίο διάστηµα. Όσον αφορά τη ∆ΕΑ, οι διαφωνίες εντός της είχαν ενταθεί από την προηγούµενη χρονιά, για την καταγραφή και τις απόψεις που χρεωνόταν η οργάνωση µαζί µε τη ΛΑΕ, βάσει των γενικών µας εκτιµήσεων για την περίοδο (αδιέξοδα του καπιταλισµού, όξυνση ιµπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων κ.λπ.) και τον ελληνικό καπιταλισµό. Υποχωρώντας διαρκώς, σε µια µάταιη προσπάθεια αναζήτησης κοινών παρονοµαστών µε την κυρίαρχη συνιστώσα, η ηγεσία της ∆ΕΑ διολίσθαινε διαρκώς, από τον καιρό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στη ΛΑΕ, σε οδυνηρούς συµβιβασµούς και υποτιµήσεις ακόµα και για ζητήµατα ταυτοτικά, στην αρχή στην πράξη, αργότερα και στη θεωρία. Η αντιρατσιστική παρέµβαση ήταν το πρώτο θύµα αυτής της υποβάθµισης. Υπονοµεύτηκε µέσα από µια προσπάθεια να χωρέσει όλος ο κόσµος του αντιρατσιστικού ακτιβισµού στο στενό κορσέ του «κεντρικοπολιτικού» ΣΥΡΙΖΑ και µετά στον ακόµη στενότερο της ΛΑΕ. Πιο πρόσφατα, ήταν χαρακτηριστική η άρνηση της ηγεσίας της ∆ΕΑ να αναλάβει οποιαδήποτε εξωστρεφή πρωτοβουλία για το Μακεδονικό τον καιρό που αυτό «έκαιγε» και µετέπειτα οποιαδήποτε αντιπολεµική πρωτοβουλία που να αντιπαρατίθεται στον ελληνικό εθνικισµό και τους εξοπλισµούς του στο πλαίσιο του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισµού, προκειµένου να µη διαταραχθεί η ενότητα του «κοινού εγχειρήµατος».

γ) Χρειαζόµαστε µια Αριστερά που, βάσει των προηγούµενων, θα αναζητεί συµµαχίες πρωταρχικά στους κοινούς αγώνες µε άλλες αριστερές, ταξικές δυνάµεις, υποτάσσοντας κάθε εκλογική στοχοθεσία σε αυτό το χαρακτήρα παρέµβασης. Κι όχι µια Αριστερά που θα βλέπει την εκλογή βουλευτών σαν αυτοσκοπό για να συντηρεί το µηχανισµό της και θα καταλήγει να αναζητεί ευκαιριακές συµµαχίες µε τυχάρπαστα ή εθνικιστικά µορφώµατα και παράγοντες.

Όσο πλησιάζουν οι εκλογές και όσο η ΛΑΕ δεν διορθώνει λόγο και έργα, τόσο η ηγεσία της θα πυκνώνει τις προτάσεις εκλογικής ή πολιτικής σύµπραξης σε κάθε «αντιµνηµονιακή» και «πατριωτική» δύναµη εκτός της Αριστεράς, φτάνοντας µέχρι την Πλεύση, την Ελεύθερη Ελλάδα, ίσως και το ΕΠΑΜ. Πάνω σε αυτά, τα τελευταία τρία χρόνια η ηγεσία της ∆ΕΑ έχει επιλέξει, µε παροδικές ταλαντεύσεις λόγω εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων, να αποφεύγει την ανοιχτή κριτική στους συµµάχους. Ανέχτηκε στην πράξη τις πιο παράδοξες δηµόσιες εµφανίσεις της ΛΑΕ µε εθνικιστές και ρατσιστές, από την οµιλία Καζάκη στη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ µέχρι πρόσφατα την παρουσία της ΛΑΕ σε εκδηλώσεις εθνικιστικών δυνάµεων. Παράλληλα, την ίδια στιγµή που κατά κανόνα υπερψήφιζε όλες τις αναφορές σε «πατριωτικές» συµµαχίες στις αποφάσεις των ΠΣ της ΛΑΕ, αρνιόταν να θέσει επί της ουσίας το ζήτηµα της πλουραλιστικής δηµόσιας εκπροσώπησης και απέφευγε τη δηµόσια εµφάνιση στελεχών της ∆ΕΑ σε ΜΜΕ για να προστατέψει την ενότητα της ΛΑΕ.

Η συγκέντρωση των δυνάµεων της µαχόµενης Αριστεράς πιθανότατα θα αφορά διαφορετικές δυνάµεις στα διαφορετικά, κάθε φορά, µέτωπα. Όµως, πρέπει να γίνεται ειλικρινά, χωρίς τεχνητούς αποκλεισµούς. Με την εκδίωξη ακόµη και όσων εισηγήθηκαν µια τέτοια τακτική στο εσωτερικό της, παρόλο που για πολλά χρόνια πάλεψαν µέσα από τις γραµµές της, η ∆ΕΑ -δυστυχώς- έχει πάψει πλέον να είναι χρήσιµη γι’ αυτούς τους σκοπούς.

Πιστεύουµε ότι για την πλειοψηφία των αγωνιστών τα παραπάνω πρέπει να αποτελούν κοινή βάση. Για εµάς, επιπρόσθετα, είναι αλληλένδετα µε έναν παράγοντα που εκλείπει: ισχυρή επαναστατική Αριστερά µε αντίστοιχες άγκυρες στη θεωρία και τη µαζικότητα. Μια τέτοια αριστερά δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς δηµοκρατική συγκρότηση.

Γραφειοκρατικός ή δηµοκρατικός συγκεντρωτισµός;

Οι παραπάνω θέσεις και επεξεργασίες δεν είναι ολοκληρωµένες ή «αυταπόδεικτες» για τις οργανώσεις της Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η διαρκής επικαιροποίηση και επαλήθευση µέσα από την πράξη και τη ζωντανή εµπειρία. Είναι, εποµένως, απαραίτητο να περνούν τη βάσανο του διαλόγου, µέσα στις οργανώσεις, αλλά και µε την πρωτοπορία των αγώνων και την κοινωνία. Αυτό µπορεί να γίνει µόνο µε ένα δηµοκρατικό εσωκοµµατικό καθεστώς που να ευνοεί την οργανωµένη πολιτική συζήτηση-αντιπαράθεση, χωρίς ταυτόχρονα να υποχωρεί από την ανάγκη της οργανωµένης κοινής δράσης. Υποστηρίζουµε το δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό σαν µέθοδο συγκρότησης, λειτουργίας και παρέµβασης των επαναστατικών οργανώσεων. Ωστόσο, είναι τόσο διαδεδοµένες οι στρεβλώσεις του και τόσο συχνά τα πολιτικά εγκλήµατα που έχουν γίνει στο όνοµά του, ώστε απαιτείται να αποκατασταθεί το πραγµατικό του περιεχόµενο.

∆ηµοκρατικός συγκεντρωτισµός δεν είναι η «ενιαία σκέψη», ούτε η ενότητα στην άποψη σε ζητήµατα τακτικής, αλλά η ενότητα στη δράση. ∆εν είναι η «ιδιοκτησιακή» αντίληψη για την οργάνωση στο πλαίσιο της οποίας τίποτε δεν είναι νόµιµο αν δεν εκπορεύεται και επικυρώνεται εκ των προτέρων από την πλειοψηφία της Κ.Ε. Τέλος, δηµοκρατικός συγκεντρωτισµός δεν σηµαίνει δηµοκρατία για τις εβδοµάδες που διαρκεί η προσυνδιασκεψική διαδικασία και απόλυτο «διευθυντικό δικαίωµα» της πλειοψηφίας της Κ.Ε. για όλον τον υπόλοιπο χρόνο. Τα δικαιώµατα των µελών δεν εξαντλούνται στο να µιλούν και να ψηφίζουν στη συνδιάσκεψη, αλλά αφορούν τον έλεγχο της ηγεσίας και τη συνδιαµόρφωση της πολιτικής µέσα από ανοιχτή συζήτηση.

Σε τελική ανάλυση, η λειτουργία οποιασδήποτε οργάνωσης θέλει να ξεπερνά το επίπεδο µιας σέχτας που απλά εµπιστεύεται τους αρχηγούς της, βασίζεται στην πολιτική πειθώ, την εξωστρέφεια και την πρακτική επαλήθευση. Όµως, η πειθώ προϋποθέτει την ελεύθερη έκφραση των διαφωνιών, την συντροφική αντιπαράθεση. Αυτό είναι δυο φορές πιο αναγκαίο σε οργανώσεις που θέλουν να πάνε κόντρα στη «µέση συνείδηση» αλλά έχουν µικρές δυνάµεις, αφού αυτές ειδικά πρέπει να εµπνέουν και να αξιοποιούν κάθε διαθέσιµο ανθρώπινο πόρο. Όταν δεν υπάρχουν επιτυχίες της ηγεσίας που να επιβεβαιώνουν την ορθότητα της γραµµής, αλλά αντίθετα αποτυχίες, όταν δεν ενισχύεται η σχέση µε τις κοινωνικές αντιστάσεις, τους µαζικούς χώρους και την εργατική τάξη αλλά αντίθετα αποδυναµώνεται, όταν η ηγεσία είναι ανίκανη να αναγνωρίσει τα λάθη της, κάθε απόπειρα επιβολής πειθαρχίας «καταντά πιθηκισµός» (Λένιν).

Το κλειστό µοντέλο «καθοδήγησης» της ∆ΕΑ είναι µια κακή κληρονοµιά της IST. Σύµφωνα µε αυτό, είναι ακριβώς τα πιο σοβαρά λάθη της ηγεσίας που δεν πρέπει να αναγνωρίζονται, επειδή θίγουν το «κύρος» της. Η ηγεσία αναγορεύεται σε πεµπτουσία της οργάνωσης ως το τάχα σταθερότερο έρεισµά της, παραδόξως ακόµη περισσότερο όταν οι αποτυχίες της αποδυναµώνουν την οργάνωση. Αυτή η «κουλτούρα» φτάνει να απαγορεύει πρακτικά ακόµη και την «εκτός διαδικασιών» ατοµική συζήτηση µεταξύ συντρόφων, πολύ περισσότερο τη διακίνηση κειµένων διαφωνίας µέσα στην οργάνωση. Πρόκειται για αντίληψη που υπονοµεύει την πολιτική συζήτηση, ενώ εµποδίζει την πολιτικοποίηση των µελών και τον έλεγχό τους επί της ηγεσίας. ∆εν είναι τυχαίο ότι η στροφή στο «πλατύ κόµµα» επιβλήθηκε σταδιακά στα χρόνια που η ∆ΕΑ δεν είχε κάνει Συνδιάσκεψη (2010-2013), χωρίς θεωρητική τεκµηρίωση και ερήµην των µελών.

 

Ένα νέο ξεκίνηµα

Η ∆ΕΑ ήταν οργάνωση της επαναστατικής αριστεράς που επιχείρησε µια διπλή διαφοροποίηση:

Από το σεχταρισµό: Την απαίτηση για συνολικές πολιτικές συµφωνίες που προσιδιάζουν σε πρόγραµµα κόµµατος για να υπάρξουν ακόµη και στοιχειώδεις κοινές δράσεις, την αντίληψη ότι η οργανωτική και διοικητική προεξόφληση της πολιτικής ηγεµονίας του «κόµµατος» είναι προϋπόθεση για το µέτωπο, τη συνεπαγόµενη αντίληψη για µέτωπο-«παράρτηµα» του κόµµατος κ.λπ.

Από τον οπορτουνισµό: Την υποτίµηση του προγράµµατος, την υποτίµηση της επικαιρότητας της διαχωριστικής «µεταρρύθµιση ή επανάσταση», τις αντιλήψεις κοµµατικής συνοικοδόµησης µε το ρεφορµισµό, τις αντιλήψεις για το µέτωπο σαν υποκατάστατο του «κόµµατος» το οποίο τάχα είναι πλέον ξεπερασµένο, τις αντιλήψεις του αντιπολιτικού και «αντι-κοµµατικού» κινηµατισµού κ.λπ.

Η ∆ΕΑ ανέλαβε την ευθύνη να δικαιώσει µια µη σεχταριστική γραµµή που στηριζόταν σε δύο θεµελιώδεις πυλώνες: Ενιαίο µέτωπο και οικοδόµηση επαναστατικής οργάνωσης και επαναστατικής αριστεράς. Η ∆ΕΑ δυστυχώς έχει εγκαταλείψει αυτούς τους πυλώνες και δεν υπηρετεί πια τον αρχικό της στόχο. Σε ό,τι µας αφορά, αντιλαµβανόµαστε τη δική µας ευθύνη γι’ αυτή την διπλή αποτυχία, κυρίως επειδή υποτιµήσαµε το πρόβληµα και καθυστερήσαµε την οργανωµένη αντίδρασή µας. Ωστόσο, ο στόχος παραµένει.

Στο εξής, θα συνεχίσουµε να δίνουµε την ίδια µάχη έξω από τη ∆ΕΑ, επιµένοντας στην ανάγκη συγκρότησης ανεξάρτητης επαναστατικής οργάνωσης ως όρο για την αποτελεσµατική παρέµβαση στην κοινωνία, µε στόχο τη σοσιαλιστική ανατροπή. Με εφόδια: Την πείρα, πικρή αλλά και γόνιµη, από όλα τα τελευταία χρόνια. Την παράδοση του επαναστατικού µαρξισµού και του ιστορικού ρεύµατος στο οποίο αναφερόµαστε, από τον Μαρξ, την 1η ∆ιεθνή και την Κοµµούνα, την Οκτωβριανή επανάσταση, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τη Λούξεµπουργκ και τον Γκράµσι. Τη θέληση να συµµετάσχουµε µε όλες µας τις δυνάµεις στους κοινωνικούς-ταξικούς και πολιτικούς αγώνες.

Στο πεδίο της κοινής δράσης και των συµµαχιών, θα συνεχίσουµε να επιδιώκουµε, σε χώρους, γειτονιές και θεµατικές, κοινές κινηµατικές και πολιτικές πρωτοβουλίες µαζί µε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της ΛΑΕ, όπου κρίνουµε πως είναι γόνιµο για το κίνηµα και την αριστερά. Αλλά µαζί και µε όσους/όσες έχουν αποχωριστεί τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛΑΕ, µαζί µε τους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της υπόλοιπης ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Μπροστά στις µεγάλες προκλήσεις που έρχονται και παρά τις δυσκολίες για όλη την κοινωνική και πολιτική Αριστερά, συνειδητοποιούµε ότι δεν θα λείψουν οι ευκαιρίες, µέσα από µάχες και διεργασίες, να σφυρηλατηθεί το «µέταλλο» που θα αντέξει στις υψηλές θερµοκρασίες της ταξικής πάλης τα επόµενα χρόνια και θα προετοιµάσει µια νέα αντεπίθεση ενάντια στο σύστηµα. Εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση και πενήντα από τον «παγκόσµιο Μάη», είµαστε απ’ αυτούς και αυτές που «θυµούνται την επανάσταση».

 

Αγγελίδου Λένα

Αδαµόπουλος Τάσος

Ακριβός Σωκράτης

Αλεξάκη Γιάννα (∆ανία)

Αναστασάκη Ερωφίλη

Αναστασάκης Στέλιος (Γερµανία)

Αντωνίου Ελένη

Aτσαλής Γιάννης

Αυγουστάτος Μάριος

Bαγενάς Χρήστος

Βελισσάριος Αντρέας

Γαρίδη Έφη

Γεωργιάδου Γιούλη

∆ηµάκη Γιώτα

∆ηµάκης Βασίλης

∆ηµάκης ∆ηµήτρης

∆ιαλυνάς Κώστας

Ζαµπετάκη Γωγώ

Κ. Μαρίνα

Κ.Ερνεστίνα

Κατόπης Χρήστος

Κατσιγιάννης Γιώργος

Κοκκινάρης Γιώργος

Κοκκίνης Αποστόλης

Κονταξής Γιώργος

Κοσµάς Πάνος

Κούρκουλας Θανάσης

Κυριαζής Γιώργος

Λιγάσης Βαγγέλης

Λιοσάτος Αλέξης

Λ.Βίκυ

Λίτσκα Κατερίνα

Λουπέτης ∆ηµήτρης

Λυµπίκη ∆ιώνη

Μακρυγιάννης Γιώργος

Μανωλέσου ∆ανάη

Μαρούση Μαρία

Μορέλλα Σοφία

Μορέλλας Βασίλης

Μούρτη Χρυσάνθη

Μπαλτατζή Γεωργία

Μπενάτου Ελένη

Μπίτρι Λαµπρινή

Μπούρας Κώστας

Ντάνης Βασίλης

Ορταντζόγλου Γιώργος

Παλαµπουικίδου Γιάννα

Πανταζή Κωνσταντίνα

Πανταζής ∆ηµήτρης

Π.Λίνα

Παπαδοπετράκη ∆ανάη (Ολλανδία)

Παπαγεωργίου Έλενα

Παπαδόπουλος Χάρης

Παπακώστας Βασίλης

Παπανίκου Κωνσταντία

Παπαστάθης Θανάσης

Περάκης Κωνσταντίνος

Ράλλης Παναγιώτης

Σαρδέλη Χριστίνα

Σκαµπά Αθηνά

Σταµατόγιαννη Κική

Στουπάκης Σπύρος

Τσεκούρας Αλέξανδρος

Τσεκούρας Παύλος

Τσιτσάκη Γεωργία

Φάκαρος Ελισσαίος

Χασάπη Γεωργία

Χασάπη Σάσα

 

 

Statement concerning the split from DEA (Internationalist Workers’ Left)

(the present public Statement, which is signed by 68 comrades, focusses on the reasons of our split from DEA and does not intend to analyse fully and in depth the present conjuncture and the duties it poses.)

In the beginning of April the majority of DEA’s Central Committee (CC) decided to expel from the organisation the three members of the CC that had been elected by the internal opposition in the National Meeting of the organisation just one month before. The official reason of splitting DEA was the distribution of a document of disagreement to the membership! It was the first time in the last 14 years that a concerted disagreement appeared in DEA, amassing, in hostile internal conditions, the support of 37% of the National Meeting representatives. It was also the first time that the CC proceeded to expel members from the organisation. The minority criticism focussed: a) on issues of political alliances and united front tactics, b) on the need to upgrade DEA’s autonomous intervention in the movement and correspondingly its front-toolkit, c) on issues of internal democracy.

Within just a month of the National Meeting, the deposits of endurance and “tolerance” of the majority of DEA’s leadership with respect to internal political discussion and debate were depleted. And that was despite the decision of the recent National Meeting to continue the discussion and not dismantle the organized dissident group. So quickly and so easily did the leadership choose the split, repeating the worst traditions of organisations and currents of the Left that are foreign to the historical current on which we draw.

Judging by the result, it was proven that the leadership’s tolerance had two rigid limits. Firstly, their views on democratic centralism, which upon the first real test proved to be views of bureaucratic centralism. Secondly, the tactic of tailism towards the “broad party” and the abandonment of the united front tactic. These are two views that functioned on top of and in conjunction with each other. The majority of the CC considered them definitive for DEA’s character, of strategic importance and irrevocable. We have to believe them.

 

United front or “broad party”?

DEA has almost since its foundation applied – and rightly so – a policy of alliances with other left forces. It has honestly contributed to the cause of joint action of the Left in the struggles against the system. Its alliances always answered to the “united front tactic”, a characteristic of its own identity and of that of the current from which it originates.

On this basis, DEA joined front formations with left reformism (SYRIZA until 2015 and then LAE), struggling for them to obtain radical/movement/anticapitalist characteristics. It took a stand against election-centred politics and the mentality of non-participation (“leave it to the delegates”). Against “broad” alliances with players and forces coming from PASOK or tied to the system. Against all versions of concessions to nationalism and racism, as well as the mentality of “patriotic” alliances. In conjunction with its autonomous action within the labour, student and antiracist-antifascist movements, especially in the period before 2013, DEA managed to develop and to amass substantial political weight, which was recognisable by a large portion of the people in the movement and the Left. In the course of events, however, these front formations started to increasingly exhibit characteristics that diverged from the united front and ended in forming joint parties, in turn influencing the character of DEA itself. We have experienced the results of such a distortion of the united front in most intense and painful ways through the experiences of both SYRIZA (especially after 2012) and LAE.

The stable, exclusive and long-lived political alliances with forces of reformism were not a united front tactic. The united front tactic may be pursued for “an entire period”, but this does not translate to a participation at any cost in long-lived formations of exclusive alliances with specific reformist currents. Even more so, it is not a united front tactic to transform alliance formations into parties, to build together with reformism parties that function on the principle of submission to the majority. This violates the basic principle of the united front “We strike together – we walk separately”, namely we act together in joint actions against the system, with each side retaining full independence.

Building a party with reformist majority obliges, sooner or later, to “comply” with the most powerful component. The revolutionaries’ disagreements end up limited mostly or exclusively to the “interior”, undermining their independence, ostensibly in order not to undermine the unity of the common party. Such was the situation in SYRIZA (especially after 2012), and so it is to a large degree in LAE today. Thus the reformist leadership reinforces election-centred politics, as the experience of SYRIZA has proven.

In addition, it is a lethal trap for revolutionary organisations to appear to build a common party together with reformism, because in this way they “assure” the people of the Left and the social resistance that in order to claim victories in our struggles we need such a party, a mass reformist party, a party of the “Tsipras type” (or Bertinotti or Lula or Iglesias etc) and not a party of the “Lenin type”. Thus, reformism is falsely given prominence as an appropriate leadership and strategy for the working class to fight its struggle against the system. If such interpretations of reformism – or, worse, of a reformist government – are adopted or left hanging in the air, and moreover in a crisis period, then everyone – including revolutionaries – is in danger of being credited with the inevitable “betrayal”.

All of the above have cost DEA in terms of autonomy, membership, clarity and reflexes during the last years of SYRIZA, at the time of the organisation’s turn in favour of the broad and united SYRIZA party and in favour of the “government of the Left”.

Under the responsibility of its leadership, DEA never held an organised discussion to evaluate the SYRIZA experience and especially its last period. Thus, instead of detecting and correcting missteps, they are repeating the same mistake in the field of LAE, this time as a farce. From the way LAE was constructed in 2015, the period of preparing and conducting its foundational National Meeting in 2016, to today. LAE, without being especially “broad”, is politically identified with the Left Current and acquired early on the characteristics of a party instead of a front. Inevitably, pathologies of SYRIZA (essentially of reformism) return, with respect to the financial plan, the alliances and the so-called “national matters”. But also in public representation, with the monopoly of the one in charge and public statements often much more problematic than even the written resolutions. We have claimed that repeating the same distortions in LAE threatens DEA with complete degeneracy, disrepute and fatalistic surrender to a course that they have almost no control over.

All of the above do not necessarily mean the abandonment of political alliances with sections of reformism, in the name of “revolutionary purity”. They do however mean substantial distances from the reformist allies, absolutely visible to the outside world. They mean maintaining organisational and political independence. They mean shifting the centre of gravity of the mass politics of revolutionary organisations to their autonomous relationship with the movement, the working class and the popular strata, by strengthening forces and mass tools at their disposal, both in areas of divergence from reformist politics and on the whole. They mean empowering the ideological and political reflexes of internationalism, antiracism, antinationalism. Of the “reform or revolution” dividing line as a strategic contrast with immediate consequence on the political plan, the demands and the ways of struggle today. They mean pursuing initiatives to build a front with every available force on the radical and anticapitalist left in the field of the movement and of the confrontation with the system, on a radical-anticapitalist basis.

As regards LAE today, they mean open and public criticism:

  1. of the dominant narrative on the so-called “national” matters,
  2. of the “productive reconstruction” programme,
  3. of its alliance policy.

Finally, they mean seeking to change LAE’s character to a real front formation with a public appeal that remains on the grounds of agreement instead of imposition of the majority component’s “mark”.

This seeking cannot be of indefinite duration and irrelevant of effectiveness. It concerns a specific time and, judging by success or failure, entails a continuation and improvement of the relationship with the allies or alternatively a rupture and political disengagement from the common political carrier.

 

What sort of Left do we need?

After the 2008 crisis, capitalism has not recovered the characteristics of the previous period, the relative stability and prosperity that affected the majority of western working classes despite neoliberalism constantly undermining their vested rights. Capitalism has not found a firm answer to its structural problems, despite its midterm gradual-relative stabilisation in the years since 2011. On the contrary, it is transforming into a capitalism of intensifying dispossession of the working majority in terms of basic goods and rights. Strategic dead-ends do remain, making a new relapse of the crisis probable, retaining powerful elements of a hegemony crisis, in the form of political fluidity and instability, of intensifying competitions in the western capitalist block but also in its relation to rising capitalist forces of the “East”, of a general turn to political authoritarianism, of reinforcement of the far right, but also of racist and fascist parties and political currents. This is a capitalism that is becoming more and more authoritarian, mimicking the regimes of the “East” and the “South”. A capitalism that, in order to overcome its heightened financial contradictions, resorts to inflaming imperialistic competitions and military conflicts, investing in the corresponding ideological tools (islamophobia, racism, nationalism, militarism, etc).

In these conditions, we need a Left that, first and foremost, answers all ideological and political attacks by the system with clarity, boldness and a class criterion, as a prerequisite for it to be able to intervene to prevent them in practice.

  1. A Left which persists. Which organises resistance to the memorandum politics of destitution by the SYRIZA/ANEL government through attempting the construction of an effective movement of resistance and overturn of austerity. Which explains effectively and convincingly that “austerity” and “memoranda”, in every form, are not a one-way path with no alternatives; that neither are the managerial prerogative of large capital in the economy and the submission of governments to the dictates of the local and international “market”. A Left that popularises a programme to satisfy elementary popular needs (work and salary, accommodation, social services and goods) through measures of expropriating the financial and political power of capital (socialisations, taxation, workers’ control and so on). A programme that is and will become achievable only through mass social, anti-government struggles for a “memorandum on capital”, which will nevertheless be able to constitute a crystallisation and promoting vision of those struggles because it will promise an immediate satisfaction of workers’/popular needs. Such a programme, transitional towards socialism and not towards some “stage” of an unachievable “pro-people” capitalist development, is a prerequisite for the Left to focus on constructing real social resistance. Which will make the Left an actually useful political tool, will restore its status in the eyes of the working classes with “proof” through struggle and not through declarations void of content, will create the terms for its own development and for the organisation of the counterattack “from the left and from below”.

In conditions of economic recession, new measures and armament hikes, furthered by the SYRIZA/ANEL government, none of the aforementioned is compatible with mentalities of national development and improvement of national competitiveness, using the drachma or the reinforcement of parts of medium-sized capital, e.g. by erasing their debts and publicly funding their investments, as LAE claims. Instead, national development and cross-class collaboration support the “easy” methods of parliamentary or media representation from above.

For many years DEA has contributed – substantially for its size – to building real resistance to neoliberalism, by building trade unions and union factions, in schools and universities, in the public but also the private sector. Its participation in SYRIZA initially answered to the reinforcement of that resistance through the participation of more left forces. However, during the last several years many such initiatives either declined or were lost. This was partly due to reasons pertaining to democratic function (low accountability, avoidanve of unpleasant evaluations of realised plans on the leadership’s part), partly due to the focus on the “broad party”. The “mark” of the “broad party” (either later SYRIZA or today LAE) was often compromising our outbound intervention.

  1. A Left which systematically fights racism and nationalism. Which thoroughly combats the nationalistic myths of Greece that ostensibly “is under threat, defends itself and necessarily arms itself” against “age-old outside enemies”, ostensibly for the “national rights” and not for the interests of the ruling class. That uncovers the aggression of greek sub-imperialism against competitors – such as turkish sub-imperialism or much weaker states such as the Republic of Macedonia – its participation in escalating the tension and its complicity in the tyrannical regimes and the wars that plague the Middle East. That uncovers and explains that the participation of greek capitalism in imperialist axes (such as Israel-Greece-Cyprus-Egypt) and in the more general imperialist designs in the broader area is not done for reasons of “servility” but because greek capitalism estimates that in this way it will better serve its interests. Only on the basis of such an internationalist and class approach, which guides its intervention in workplaces and educational institutions and in the streets, can the Left effectively confront the machinations of the greek ruling class and of the powerful imperialist countries. Only in this way can it criticise a government that bears the title of “left”, while proposing and implementing openly racist, nationalistic and pro-war politics. And not on the basis of “national interests”. In the name of which it will accept military spending; It will choose alliances with this or that powerful imperialist (Russia or NATO); it will unilaterally denounce turkish sub-imperialism from the perspective of “national interests” similarly to what systemic nationalism does; it will not recognise the neighbouring macedonian people’s right to self-determination and it will constantly efface the aggressive tendencies and manifestations of greek capitalism.

As regards LAE, the big problems of its political view have gone on public record, with great intensity and clarity quite recently. As regards DEA, its internal disagreements had intensified last year already, about the public appearances and the views that the organisation was credited together with LAE, based on our general estimates concerning the period (dead-ends of capitalism, escalation of imperialist confrontations etc) and concerning greek capitalism. Constantly retreating, in a vain attempt to seek common ground with the dominant member party, DEA’s leadership constantly slipped, since the time of SYRIZA but also in LAE, making painful compromises and understatements even on matters of identity, initially in action, later also in theory. Antiracist intervention was the first victim of this degradation. It was undermined through an effort to fit all the audiences of antiracist activism in the tight corset of “central politics” SYRIZA and then in the even tighter corset of LAE. More recently, the refusal of DEA’s leadership to take any outward initiative about the Macedonian issue during the time it was “hot” – and thereafter any anti-war initiative that confronts greek nationalism and its armaments within the framework of greek-turkish competition – in order not to disturb the unity of the “joint venture”, was characteristic.

  1. We need a Left that, based on the aforementioned, will seek alliances first and foremost in the common struggles with other left, class forces, bending every electoral goalsetting to this character of intervention. And not a Left that sees the election of members of parliament as an end unto itself in order to maintain its apparatus and ends up seeking occasional alliances with upstart or nationalistic formations and players.

The nearer elections are drawing and the longer LAE refrains from correcting its words and deeds, the more its leadership will increase the frequency of proposals of electoral or political partnership to every “anti-memorandum” and “patriotic” force outside of the Left, even reaching Plefsi (Zoi Konstantopoulou), Free Greece, perhaps even EPAM. Regarding these matters, in the last three years DEA’s leadership has chosen, with temporary wavers due to internal and external pressures, to avoid open criticism of allies. They practically tolerated the most paradoxical public appearances of LAE with nationalists and racists, from Kazakis’s talk at LAE’s National Meeting to LAE’s presence at events of nationalist forces recently. Concurrently, at the same time as voting, as a rule, in favour of all references to “patriotic” alliances at the resolutions of LAE’s Political Councils, DEA’s leadership refused to meaningfully pose the issue of pluralistic public representation and avoided public appearance of DEA officials in the media in order to protect LAE’s unity.

The concentration of forces of the fighting Left will most likely concern different forces on different fronts in each separate instance. However, it must be done sincerely, without artificial exclusions. By banishing even those who proposed such a tactic inside it, even though they fought for many years in its ranks, DEA – unfortunately – has by now ceased to be useful for these purposes.

We believe that the above must constitute a common ground for the majority of those in the struggle. For us, additionally, they are interconnected with a missing factor: a powerful revolutionary Left with corresponding anchors in theory and mass appeal. Such a Left cannot exist without a democratic structure.

Bureaucratic or democratic centralism?

The above positions and elaborations are not complete or “self-evident” for the organisations of the Left. It is necessary to constantly update and verify them through practice and live experience. Hence it is necessary to put them through the ordeal of dialogue, within the organisations, but also with the avant-guard of struggles and with society. This can only be done in a democratic regime within the party that favours organised political discussion-dispute, without at the same time retreating from the need of organised joint action. We support democratic centralism as a method of construction, function and intervention of revolutionary organisations. However, its distortions are so ubiquitous and the political crimes committed in its name so common, that it is necessary to restore its real content.

Democratic centralism is not “united thought”, nor is it unity in opinion on tactical issues, but unity in action. It is not the “proprietary” view of the organisation within whose framework nothing is legal unless flowing from and a priori validated by the majority of the CC. Finally, democratic centralism does not mean democracy for the weeks of the duration of the pre-national-meeting process and absolute “managerial prerogative” of the majority of the CC for the entire rest of the year. Members’ rights are not limited to talking and voting at the National Meeting, but concern keeping the leadership in check and co-shaping politics through open discussion.

In the final analysis, the function of any organisation that wants to rise above the level of a sect that simply trusts its leaders, is based on political persuasiveness, extroversion and practical validation. However, persuasion presupposes free expression of disagreements, comradely debate. This is twice as necessary in organisations that want to go against the “average consciousness” but have weak membership, since it is them especially that must inspire and make good use of every available human resource. When there are no successes of the leadership that confirm the correctness of the party line, but instead failures; when the ties with social resistance, mass workplaces and the working class are not reinforced, but instead weakened; when the leadership is incapable of acknowledging its mistakes; then any attempts to impose discipline ”end up in phrase-mongering and clowning” (Lenin).

DEA’s closed model of “steering” is a bad heritage of IST. According to this model, it is precisely the most serious mistakes of the leadership that must not be acknowledged, because they encroach on its “authority”. The leadership is proclaimed as the quintessence of the organisation, as its allegedly most stable foundation, paradoxically even more so when its failures weaken the organisation. This “culture” has recently gone so far as to practically ban even personal discussion between comrades “outside of procedures”, much less the distribution of dissenting documents within the organisation. This is a mentality that undermines political discussion, while it obstructs the politicisation of members and their control over the leadership. It is not a coincidence that the turn to the “broad party” was gradually imposed in the years that DEA had not had a National Meeting (2010-2013), without theoretical substantiation and with the members essentially ignorant of the debate inside the CC.

A new beginning

DEA was an organisation of the revolutionary left that attempted a double differentiation:

From sectarianism: The demand for total political agreements akin to a party programme in order for there to exist even elementary joint actions, the view that organisational and administrative predetermination of the political hegemony of the “party” is a prerequisite for the front, the consequent view of a front that functions as a “branch” of the party etc.

From opportunism: The devaluation of programme, the underestimation of the timeliness of the “reform or revolution” dividing line, the views of building a party together with reformism, the views of the front as a substitute of the “party”, which is allegedly dated, the views of antipolitical and “anti-party” movementism etc.

DEA took the responsibility to vindicate a non-sectarian line supported by two fundamental pillars: United front and building a revolutionary organisation and a revolutionary left. DEA has unfortunately abandoned these pillars and no longer serves its original purpose. As for us, we comprehend our own responsibility for this double failure, mainly because we underestimated the problem and delayed our organised reaction. Nevertheless, the goal remains.

From now on, we shall continue to fight the same battle outside of DEA, insisting on the need to build an independent revolutionary organisation as a prerequisite for effective intervention in society, with the aim of socialist overthrow. Equipped with: The experience, bitter but also fertile, of all these last years. The tradition of revolutionary Marxism and of the historical current on which we draw, since Marx, the 1st International and the Commune, the October revolution, Lenin, Trotsky, Luxemburg and Gramsci. The will to participate with all our forces in political and social/class struggles.

In the field of joint action and alliances, we shall continue to pursue, in workplaces, neighbourhoods and thematic campaigns, common movement initiatives and common political initiatives together with the comrades from LAE, wherever we consider it fertile for the movement and the Left. But also together with all who have parted with SYRIZA and LAE, together with the comrades from ANTARSYA and the rest of the radical-anticapitalist Left.

Faced with the great coming challenges and despite the difficulties for all the social and political Left, we realise that there will be no shortage of opportunities, through battles and procedures, to forge the “metal” that will withstand the high temperatures of class struggle in the coming years and will prepare a new counterattack against the system. A hundred years since the October revolution and fifty since “global May”, we are among those who “remember of the revolution”.

  1. Agelidou Lena
  2. Adamopulos Tasos
  3. Akrivos Sokratis
  4. Alexaki Yanna (Denmark)
  5. Anastasaki Erofili 
  6. Anastasakis Stelios (Germany)
  7. Antoniou Eleni
  8. Atsalis Yannis
  9. Avgoustatos Marios
  10. Vagenas Christos
  11. Velissarios Andreas
  12. Garidi Efi
  13. Georgiadou Giouli
  14. Dimaki Giota
  15. Dimakis Vasilis
  16. Dimakis Dimitris
  17. Dialinas Kostas
  18. Zabetaki Gogo
  19. K. Marina
  20. Κ. Ernestina
  21. Katopis Christos
  22. Katsigiannis Giorgos
  23. Kokkinaros Giorgos
  24. Kokkinis Apostolis 
  25. Kodaxis Giorgos
  26. Kosmas Panos 
  27. Kourkoulas Thanasis 
  28. Kiriazis Giorgos
  29. Ligasis Vagelis 
  30. Liosatos Alexis 
  31. L. Viki 
  32. Litska Katerina 
  33. Loupetis Dimitris 
  34. Libiki Dioni 
  35. Makriyannis Giorgos 
  36. Manolesou Danae 
  37. Marousi Maria
  38. Morella Sofia 
  39. Morellas Vasilis
  40. Mourti Chrisanthi
  41. Baltatzi Georgia 
  42. Benatou Eleni 
  43. Bitri Lamprini
  44. Bouras Kostas
  45. Danis Vasilis 
  46. Ortatzoglou Giorgos 
  47. Palampouikidou Yanna 
  48. Pantazi Konstantina 
  49. Pantazis Dimitris 
  50. P. Lina 
  51. Papadometraki Danae (Netherlands)
  52. Papageorgiou Elena 
  53. Papadopoulos Charis 
  54. Papakostas Vasilis 
  55. Papanikou Konstantia 
  56. Papastathis Nasos
  57. Perakis Konstantinos 
  58. Rallis Panagiotis 
  59. Sardeli Christina 
  60. Skampa Athina 
  61. Stamatogianni Kiki
  62. Stoupakis Spiros 
  63. Tsekouras Alexandros
  64. Tsekouras Pavlos
  65. Tsitsaki Georgia
  66. Fakaros Eliseos
  67. Xasapi Georgia
  68. Xasapi Sasa